« “Τις δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ και τοις βλεφάροις μου πηγήν δακρύων”. Και θα κλαύσω τον λαόν ημέρας πολλάς! (Θα κλαύσω) τον λαόν που συνωθείται προς την απώλειαν από τας πονηράς αυτάς διδασκαλίας. Παρασύρονται τα αυτιά των απλοϊκοτέρων. Τώρα πλέον συνήθισαν την αιρετικήν δυσσέβειαν! Τα νήπια της Εκκλησίας ανατρέφονται με τους λόγους της ασέβειας. Τι μπορούν τάχα να κάνουν; Όλα είναι εις τα ιδικά των χέρια. Βαπτίσματα, προπομπαί των αποθνησκόντων, επισκέψεις των ασθενών, παρακλήσεις των θλιβομένων, βοήθειαι προς τους ταλαιπωρημένους, ενισχύσεις κάθε είδους, κοινωνία μυστηρίων. Αυτά, καθώς επιτελούνται όλα από τους αιρετικούς, γίνονται σύνδεσμος ομοφροσύνης, μεταξύ του λαού και αυτών. Ώστε, έπειτα από ολίγον ακόμη καιρόν, και αν ακόμη εκλείψει η φοβία, δεν θα υπάρχει ελπίς ν’ ανακληθούν πάλιν εις την επίγνωσιν της αληθείας αυτοί που καταλήφθησαν από την πολυχρόνιον απάντων»!
« “Τις δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ και τοις βλεφάροις μου πηγήν δακρύων”. Και θα κλαύσω τον λαόν ημέρας πολλάς! (Θα κλαύσω) τον λαόν που συνωθείται προς την απώλειαν από τας πονηράς αυτάς διδασκαλίας. Παρασύρονται τα αυτιά των απλοϊκοτέρων. Τώρα πλέον συνήθισαν την αιρετικήν δυσσέβειαν! Τα νήπια της Εκκλησίας ανατρέφονται με τους λόγους της ασέβειας. Τι μπορούν τάχα να κάνουν; Όλα είναι εις τα ιδικά των χέρια. Βαπτίσματα, προπομπαί των αποθνησκόντων, επισκέψεις των ασθενών, παρακλήσεις των θλιβομένων, βοήθειαι προς τους ταλαιπωρημένους, ενισχύσεις κάθε είδους, κοινωνία μυστηρίων. Αυτά, καθώς επιτελούνται όλα από τους αιρετικούς, γίνονται σύνδεσμος ομοφροσύνης, μεταξύ του λαού και αυτών. Ώστε, έπειτα από ολίγον ακόμη καιρόν, και αν ακόμη εκλείψει η φοβία, δεν θα υπάρχει ελπίς ν’ ανακληθούν πάλιν εις την επίγνωσιν της αληθείας αυτοί που καταλήφθησαν από την πολυχρόνιον απάντων»!
«Kαιρός τού λαλείν, αλλ’ ου τού σιγάν εστι τώ οπωσούν δυναμένω// επειδάν τις αίρεσις ενίσταται καθυλακτούσα τής αληθείας, καί πτόησιν ταίς αστηρίκτοις ψυχαίς ενιζάνουσα διά τής κενοφωνίας. (*) Δύο γάρ ταύτα δράσειέ πως ο λέγων// τόν εν οικείον νούν ερείδοι εύ μάλα, τάς συστατικάς αποδείξεις περί τής προκειμένης υποθέσεως ανελιττόμενος καί συμφορίζων// τοίς τε άλλοις μεταδοίη τών πορισμάτων, είπερ τινές άρα τάς ακοάς υποθοίντο. Tοιγαρούν καγώ ο πενιχρός αμφοτέρωθεν, ταίς πατρικαίς ευχαίς τε καί παρορμήσεσι θαρρήσας, τήν εμαυτού υπόληψιν, ως οίον τέ εστιν, επιδείξαι πειράσομαι. Kρείσσον γάρ, φησί, τό κατά δύναμιν εισενεγκείν, ή τό πάν ελλιπείν, η θεολόγος γλώττα// άλλως τε καί διά τό μή αποχρώντως εν τώ πονηθέντι μοι Στηλιτευτικώ ταύτην επεξιέναι. Ήδη δέ προβληθήσεται ο λόγος κατά αντίθεσιν τού τε οικείου δόγματος καί τού αλλοτρίου// ως άν διά τής παραθέσεως καθάπερ επί εκλογής τινος, από τού δοκίμου καί ακιβδήλου τής αληθείας χαρακτήρος, ο παρακεχαραγμένος καί δεδολιευμένος τής ασεβείας τύπος εκρίπτοιτο. Aλλά Kύριος δώσει ρήμα τοίς ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή. Eίπερ θέμις καμοί τώ αναξίω φράζειν αρχομένω τού λόγου» (Θεοδώρου Στουδίτου, Aντιρρητικός πρώτος, κατά εικονομάχων, P.G. 99, 328-329).
«Eίναι καιρός νά ομιλή καί νά μή σιωπά, όποιος έχει, έστω καί εις μικρόν βαθμόν αυτήν τήν δυνατότητα, όταν κάποια αίρεσις εναντιώνεται εις τήν αλήθειαν γαυγίζοντας κατ’ αυτής καί κατακαθίζοντας μέσα εις τάς αστηρίκτους ψυχάς πτώσιν τού ηθικού, μέ λόγους χωρίς νόημα. Διότι, αυτός που ομιλεί θά ηδύνατο νά επιτύχη αυτά τά δύο πράγματα: καί τόν ιδικόν του νούν νά στηρίζη καλύτερα, ξετυλίγοντας καί συγκεντρώνοντας τάς συστατικάς αποδείξεις, διά τήν υπόθεσιν, περί τής οποίας πρόκειται. Kαί εις τούς άλλους νά μεταδίδη τά πορίσματα, εάν βεβαίως κάποιοι θά έστρεφον τήν προσοχήν τους, διά νά τόν ακούσουν. Λοιπόν, καί εγώ ο υστερούμενος καί από τάς δύο πλευράς λαβών θάρρος από τάς πατρικάς ευχάς καί παρορμήσεις (προτροπάς) θά επιχειρήσω νά εκθέσω τήν γνώμην μου, όσον ημπορώ: Διότι, είναι προτιμότερον, νά εισφέρη κανείς τό κατά δύναμιν, παρά νά τά παραλείψη όλα, λέγει η θεολόγος γλώσσα. Άλλως τε (τό κάμνω τούτο) καί διότι δέν εξέθεσα ταύτην (τήν γνώμην μου) επαρκώς εις τόν Στηλιτευτικόν, τόν οποίον εξεπόνησα. Tώρα λοιπόν, θά προβληθή ο λόγος καί τού ιδικού μας δόγματος (τής Oρθοδοξίας) καί τού αλλοτρίου (τής κακοδοξίας), ούτως ώστε, διά τής αντιπαραθέσεως, όπως ακριβώς, όταν πρόκειται νά διαλέξωμεν μεταξύ δύο πραγμάτων, από τόν δοκιμασμένον καί ανόθευτον χαρακτήρα τής αληθείας νά ριφθή έξω (νά αποβληθή) ο παραχαραγμένός καί κατά σοφιστικόν τρόπον κατασκευασμένος τύπος τής ασεβείας.
Aλλά άς δώση ο Kύριος λόγον εις τούς ευαγγελιζομένους μέ δύναμιν πολλήν. Άν επιτρέπεται καί εις εμέ τόν ανάξιον νά ομιλώ αρχίζοντας τόν λόγον».(*)
(*) Kενοφωνία = ματαία (χωρίς νόημα) ομιλία, κενολογία, εκ τού κενόφωντος = ο φωνάζων χωρίς νόημα (εις τά χαμένα) κενολόγος. (Λεξ. Bυζαντίου). (Ἀπό τό βιβλίον τοῦ Ἀρχιμ. (νῦν Μητροπολίτου) Κηρύκου Κοντογιάννη, Κενοφωνίας Ἔλεγχος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου