ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους.

Κρατώμεν τῆς ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον, παρά τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν, ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ Διαβόλου.Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλειπή τὴν κεκηρυγμένην Ὁρθόδοξον πίστην.
Ἀλλ’ αὔτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχόμενη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν, καὶ ὁ τολμών ἤ πράξαι ἤ συμβουλεύσαι ἤ διανοηθήναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστού, ἤδη ἐκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα, διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως λαλήσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις…Ἄπαντες οὐν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἰρέσει ἤ σχίσματιἐκουσίως ἐνεδύθησαν κατάρα ὡς ἰμάτιον (Ψαλμ-ΡΗ’18), κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί, κἄν Ἄγγελος ἐξ Οὐρανοῦ.

Ἄνθιμος ἐλέω Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νέας Ρώμης ἤ Οἰκουμ. Πατρ.
Ἰερόθεος ἐλέω Θεοῦ Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ πᾶσης Αἰγύπτου.
Μεθόδιος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀντιοχείας.
Κύριλλος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἰεροσολύμων.
Καὶ αἱ περὶ αὐτοὺς Ἱεραὶ Συνόδοι.
Ἐν Κωνσταντινούπολει τὸ σωτήριον ἔτος 1848.

Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν,

«....πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν (Κατά Ματθ. 21-24) 2)

Δεν είστε θύμα, είστε θύτης. κ. Πρωθυπουργέ, !!!!

Δεν είστε θύμα, είστε θύτης. κ. Πρωθυπουργέ, !!!!
ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΤΕ, Κ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΈ;

μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί

Ο Απόστολος Παύλος λέει «…μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται 10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. 11 και ταύτά τινες ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών.» (Α’ Κορ.6:9-11).

ΑΓΑΠΗ ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΑΓΑΠΗ ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ..ΚΑΤΑ ΤΟΝ Γ.ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΗΤΑΝ [ Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΤΡΑΧΥΤΙΤΑ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ].Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΗΡΟ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΕ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ -ΣΤΑΥΡΟΥ - ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΟΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΣΜΟΣ.

έλειπαν 13 ολόκληρες ημέρες,

Όσο κι αν ψάξετε, σε οποιοδήποτε αρχείο των ελληνικών ληξιαρχείων, δεν πρόκειται να βρείτε ούτε έναν Έλληνα ή Ελληνίδα που να έχει καταχωρηθεί με ημερομηνία γέννησης από 16 έως 28 Φεβρουαρίου 1923! Αυτό αποκαλύπτει ο κ. Διονύσης Σιμόπουλος, Διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου. Όχι, φυσικά, γιατί δεν.... είχαμε ούτε μία γέννα σε μία ολόκληρη περίοδο 13 ημερών, αλλά γιατί απλούστατα το 1923 είχε μόνο 352 ημέρες"! Όπως εξηγεί ο κ. Σιμόπουλος, από τον Φεβρουάριο του 1923, έλειπαν 13 ολόκληρες ημέρες, δηλαδή το διάστημα μεταξύ 16 και 28 Φεβρουαρίου, ο ήλιος αποκοιμήθηκε, καί ξύπνησε μετά από 13 μέρας..

ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»

Ο Απόστολος Παύλος μας λέγει: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Τολμηρό αυτό που μας λέγει ο απόστολος Παύλος! «ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ»!! Φαντάζεστε αυτούς που αρέσκονται εις τα θαύματα να έβλεπαν άγγελο να τους λέγει «ακολουθήστε το νέο ημερολόγιο των Παπών της Δύσεως»!!! Εως και αυτόν τον ίδιο τον Παύλο θα αναθεμάτιζαν!!!

Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις;

‎"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Γρηγόριος ο Θεολόγος «Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ;;;;; Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης.!!!!!! αγίου Μαξίμου Ομολογητού:

δύο μορφές ταπεινώσεως

«Υπάρχουν δε δύο μορφές ταπεινώσεως, όπως ακριβώς και δύο μορφές υπερηφάνειας. Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουθενώνει κανείς τον αδελφό του, όταν τον εξευτελίζει σαν να μη είναι τίποτα και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Αν αυτός που θα πέσει σε αυτήν την υπερηφάνεια δεν φροντίσει γρήγορα με τη κατάλληλη προσοχή και επιμέλεια να διορθωθεί σιγά -σιγά φτάνει στην δεύτερη υπερηφάνεια και καταντά να υπερηφανεύεται απέναντι στον ίδιο τον Θεό και να πιστεύει πως οτιδήποτε κατορθώνει οφείλεται στις δυνάμεις του και όχι στον Θεό. Πραγματικά αδελφοί μου, κάποτε είδα έναν που είχε καταντήσει στην ελεεινή αυτή κατάσταση. Στην αρχή αν του έλεγε κανένας αδελφός κάτι τον έφτυνε και έλεγε: ‘’Ποιος είναι αυτός; Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι μαθητές του’’. Μετά άρχισε να εξευτελίζει και αυτούς και να λέει: ‘’Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Μακάριος’’. Και μετά από λίγο άρχισε πάλι να λέει: ‘’Τι είναι ο Μακάριος; Τιποτένιος, μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος αξίζουν’’. Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: ‘’Τι είναι ο Βασίλειος και τι είναι ο Γρηγόριος; Τιποτένιοι. Μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος αξίζουν’’. Του λέω: ‘’Πραγματικά αδελφέ μου και αυτούς θα τους απορρίψεις’’. Πιστέψετε με, μετά από λίγο καιρό άρχισε να λέει: ‘’Τι είναι ο Πέτρος και ο Παύλος; Τιποτένιοι. Μόνο η Αγία Τριάδα αξίζει’’. Μετά υπερηφανεύτηκε και εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του. Για αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε αδελφοί μου, εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας για να μην καταλήξουμε μετά από λίγο στην τέλεια υπερηφάνεια».

(Αββά Δωρόθεου, Έργα Ασκητικά, Διδασκαλία περί ταπεινοφροσύνης, σελ. 129).

ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΩΣ ΘΗΡΙΟ !!!!

Ἰδού τί γράφει εἰς τήν «ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» σελίς 4, ὁ κλεινός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος:

«Τέσσαρα μεγάλα θηρία ἐγέννησεν ὁ ΙΣΤ’ αἰών: Τήν αἴρεσιν τοῦ Λουθήρου, τήν αἴρεσιν τοῦ Καλβίνου, τήν αἴρεσιν τῶν Γιεζουβιτῶν, (Ἰησουιτῶν. Τάγμα θανάτου τοῦ Πάπα. Σκοπός του ἡ διάδοσις τοῦ Παπισμοῦ καί ἡ ὑποταγή ὅλων ὑπό τόν Πάπα) καί τήν αἴρεσιν τοῦ Νέου Καλενδαρίου· (Σ.σ. ἡμερολογίου). … κατά δέ τῆς αἱρέσεως τοῦ Νέου Καλενδαρίου ἀπεφάνθη ἡ ἐν Κων/πόλει μεγάλη Οἰκουμενική Σύνοδος τῶ 1593».Ο ΙΕΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ Δοσίθεος: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΩΣ ΘΗΡΙΟ !!!!.


Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΥΧΝΑ ΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙ ΙΕΡΟ..

.

Ο ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΗ ΜΟΡΦΩΣΗ. Η ΔΩΔΕΚΑΒΙΒΛΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ.

ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν

Βαδίζοντες δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ἀκολουθώντας τὸ Μ. Ἀθανάσιο, ἀπαγορεύει τὴν «κοινωνία» ὄχι μόνο μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς. Λέγει:
«τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν»
(Ἐπιστολαί, 466, l.17-18).

Καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως, ἅγιος Γερμανὸς ὁ νέος, συμβουλεύει τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ ἐκείνους τοὺς «ὀρθόδοξους» ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς Λατίνους. Συμβούλευε ἀκόμα τους λαϊκούς, νὰ φεύγουν ὁλοταχῶς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἔδειξαν ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους, καὶ μήτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἐκεῖνοι λειτουργοῦν νὰ πηγαίνουν, μήτε νὰ παίρνουν εὐλογία ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καλύτερα νὰ προσεύχεστε μόνοι στὰ σπίτια σας, παρὰ νὰ συγκεντρώνεστε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς Λατινόφρονες κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.http://www.facebook.com/photo.php?fbid=328244863964089&set=o.425047610867614&type=1&theater.

διῶκτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;

Τί συμβαίνει στούς διῶκτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; ῾Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς .
Ρωτήστε τον διώκτη της Εκκλησίας Σαύλο (Σαούλ), τί του συνέβη. «Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίξειν» (Πράξεις 26, 14), του είπε ο Κύριος και ο Σαύλος βαπτίστηκε και έγινε ο Παύλος, ο Απόστολος.
Τί συνέβη στον Ηρώδη, τον πρώτο διώκτη των χριστιανών; Τί συνέβη στον Ιουλιανό τον Παραβάτη.; Πέθαναν και οι δύο με φρικτό θάνατο, ενώ οι θεοστυγείς δολοπλοκίες τους εναντίον του Χριστού διαλύθηκαν σαν καπνός.
Αλλά έτσι συνέβαινε πάντα στην ιστορία: κάποιοι διώκτες μεταστρέφονταν στον χριστιανισμό, ενώ άλλοι πέθαιναν με φρικτούς θανάτους. Πάντοτε οι προσπάθειες του ενός ή του άλλου χριστιανομάχου εκμηδενίζονται, διαλύονται σαν καπνός.
Όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ, ήθελε να εκδικηθεί τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς, διότι δεν ξεχώριζε τους χριστιανούς από τους Ιουδαίους. Διασκόρπισε τους Ιουδαίους σε όλο τον κόσμο κι έκτισε έναν ειδωλολατρικό ναό στο σημείο όπου βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντος. Επίσης μετονόμασε την Ιερουσαλήμ «Αϊλία», με βάση το όνομα του «Αΐλιος» και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να ονομάζει την πόλη αυτή Ιερουσαλήμ. Έκτισε ναό προς τιμήν του φαύλου Ερμή στον Γολγοθά, άλλον ναό για τον Δία πάνω από τον τάφο του Κυρίου κι έναν ναό προς τιμήν του Άδωνη, στη Βηθλεέμ.
Πράγματι πόσο τραγικό θα ήταν, για τους χριστιανούς εκείνης της εποχής, να βλέπουν τα ιερά τους προσκυνήματα να χλευάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο! Αλλά όμως στο τέλος τί συνέβη; Ο αυτοκράτορας Αδριανός βρήκε φρικτό θάνατο και όσο για τους ειδωλικούς ναούς του, αυτοί κατακρημνίστηκαν την εποχή των θεοστέπτων αγίων βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης, της αυτοκράτειρας μητέρας του. Στη θέση τους ανεγέρθηκαν περικαλλείς χριστιανικοί ναοί, που μέχρι σήμερα στέκουν ακλόνητοι!
«Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν». Ω, πόσο μάταιη και χαμένη είναι κάθε μάχη εναντίον του Χριστού!
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,

«Ἔστι κακή ὁμόνοια, καί καλή διαφωνία

Ὁ μεγάλος θεολόγος τοῦ ΙΕ αἰῶνος, ‘Ιωσήφ ὁ Βρυέννιος λέγει: «Ἔστι κακή ὁμόνοια, καί καλή διαφωνία. Ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς. Οἷς γάρ ἡ φιλία ἀπωλείας πρόξενος, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται. Καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας, ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις. Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ’ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν. Ἡ γάρ εἰρήνη μετά μέν τοῦ ἰδίου καί πρέποντος, κάλλιστον ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας, ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον καί τε καί βλαβερώτατον. Ἐπεί οὐδείς δύναται κτήσασθαι τήν ἀγάπην τῶν πονηρῶν καί κακῶν, χωρίς κακίας καί πονηρίας. Μεγάλη δέ ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχη τούς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς, καί τούς αὐτοῦ φίλους, φίλους, ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχη ἐχθρούς, καί τούς ἐχθρούς αὐτοῦ φίλους (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμος Β, σελ. 22)

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.......Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμοὺς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξῃ πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν κτίσιν, καὶ να ἐμβαλεῖ δειλίαν, καὶ ὀλιγωρίαν, καὶ δεινὴν ἀπιστίαν εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποιήσῃ τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, να πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ να ἀπατήσει πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμὼν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν να ἀπατήσῃ τὸν κόσμον, διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακὰ πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἠθέλησαν να ἀπομακρυνθώσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀγαπήσωσι τὸν Πονηρόν, διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης συνεχώρησε να δοκιμασθῶσι διὰ πνεύματος ἀποπλανήσεως. Μέγας εἶναι ὁ ἀγῶν, ἀδελφοί, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς πιστούς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνονται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ, ὅταν πάλιν δεικνύῃ εὐατὸν ὣς Θεὸν διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἴπταται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πάντες οἱ δαίμονες σηκώνονται εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἄγγελοι, ἔμπροσθεν τοῦ τυράνου, διότι φωνάζει μετὰ δυνάμεως, ἀλλάσσων μορφάς, καὶ ἐκφοβίζων καθ’ ὑπερβολὴν ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους· τότε ἀδελφοί, τὶς θέλει εὑρεθῇ τετειχισμένος, καὶ μένων ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὸ σημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ, δηλαδὴ τὴν ἁγίαν παρουσίαν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; Ὅταν ἵδῃ τὴν ἀπερίγραπτον ἐκείνην θλῖψιν, ἥτις γῖνεται πανταχοῦ εἰς πᾶσαν ψυχήν, ἡ ὁποία δεν ἔχει τελείως παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν ἐν γῇ καὶ θαλάσσῃ, ὅταν ἵδῃ ὅτι συνταράσσεται ὁ σύμπας κόσμος, καὶ φεύγει ἕκαστος διὰ να κρυβὴ εἰς τὰ ὅρη, καὶ ἄλλος μὲν ἀποθνῄσκει τῆς πείνης, ἄλλος δὲ ἀναλύεται ὡς κηρὸς ἐν δεινῆ θλίψει, καὶ οὐδεὶς ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν, ὅταν ἵδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα, καὶ μετὰ πόθου ἐρωτῶντας τοὺς ἀνθρώπους, μήπως ἀκούεται λόγος Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; καὶ ἀκούει οὐδαμοῦ. Τὶς θέλει ὑποφέρει τάς ἡμέρας ἐκείνας;


ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ /

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραίμ, καὶ πλήρης πλημμελημάτων, θέλω δυνηθεὶ νὰ διηγηθῶ τὰ ὑπὲρ τὴν δυναμή μου! Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς εὐσπλαχνίας του τοὺς ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε, καὶ διὰ αὐτῶν τοὺς πανταχοῦ πιστοὺς κατεφώτισε, θέλει ἐνδυναμώσει καὶ ἡμῶν τὴν γλῶσσαν πρὸς ὠφέλεια καὶ οἰκοδομῇ καὶ ἐμοῦ τοῦ λέγοντος καὶ πάντων τῶν ἀκροατῶν. Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμοὺς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξῃ πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν κτίσιν, καὶ να ἐμβαλεῖ δειλίαν, καὶ ὀλιγωρίαν, καὶ δεινὴν ἀπιστίαν εἰς τάς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποιήσῃ τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, να πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ να ἀπατήσει πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμὼν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν να ἀπατήσῃ τὸν κόσμον, διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακὰ πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἠθέλησαν να ἀπομακρυνθώσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀγαπήσωσι  τὸν Πονηρόν, διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης συνεχώρησε να δοκιμασθῶσι διὰ πνεύματος ἀποπλανήσεως.
Μέγας εἶναι ὁ ἀγῶν, ἀδελφοί, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς πιστούς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνονται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ, ὅταν πάλιν δεικνύῃ εὐατὸν ὣς Θεὸν διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἴπταται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πάντες οἱ δαίμονες σηκώνονται εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἄγγελοι, ἔμπροσθεν τοῦ τυράνου, διότι φωνάζει μετὰ δυνάμεως, ἀλλάσσων μορφάς, καὶ ἐκφοβίζων καθ’ ὑπερβολὴν ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους· τότε ἀδελφοί, τὶς θέλει εὑρεθῇ τετειχισμένος, καὶ μένων ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὸ σημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ, δηλαδὴ τὴν ἁγίαν παρουσίαν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; Ὅταν ἵδῃ τὴν ἀπερίγραπτον ἐκείνην θλῖψιν, ἥτις γῖνεται πανταχοῦ εἰς πᾶσαν ψυχήν, ἡ ὁποία δεν ἔχει τελείως παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν ἐν γῇ καὶ θαλάσσῃ, ὅταν ἵδῃ ὅτι συνταράσσεται ὁ σύμπας κόσμος, καὶ φεύγει ἕκαστος διὰ να κρυβὴ εἰς τὰ ὅρη, καὶ ἄλλος μὲν ἀποθνῄσκει τῆς πείνης, ἄλλος δὲ ἀναλύεται ὡς κηρὸς ἐν δεινῆ θλίψει, καὶ οὐδεὶς ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν, ὅταν ἵδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα, καὶ μετὰ πόθου ἐρωτῶντας τοὺς ἀνθρώπους, μήπως ἀκούεται λόγος Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; καὶ ἀκούει οὐδαμοῦ. Τὶς θέλει ὑποφέρει τάς ἡμέρας ἐκείνας; Τὶς δὲν θὰ ὑπομείνῃ τὴν θλίψην τὴν ἀφόρητον;  Ὅταν ἵδῃ σύγχυσιν τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν θέαν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἵδῃ ὅτι πολλοὶ προσκυνοῦσιν ἔμπροσθεν τοῦ τυρράνου, καὶ κράζουσι μετὰ τρόμου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Σωτὴρ ἡμῶν· ὅταν ἵδῃ ὅτι ἡ θάλασσα ταράσσεται, καὶ ἡ γῆ ξηραίνεται, οἱ οὐρανοὶ δεν βρέχουσι, τὰ φυτὰ μαραίνονται· ἅπαντες δὲ οἱ ὄντες πρὸς ἀνατολάς, φεύγουσι πρὸς δυσμὰς ἐκ τῆς πολλῆς δειλίας, καὶ πάλιν δὲ οἱ ὄντες πρὸς δυσμάς, φεύγουσι πρὸς ἀνατολὰς μετὰ τρόμου, ὁ δὲ ἀναιδὴς λαβὼν τότε τὴν ἐξουσίαν θὰ ἀποστείλῃ δαίμονα εἰς πάντα τὰ πέρατα, ὥστε να κηρύξη παρρησία, ὅτι βασιλεὺς μέγας ἐφάνη μετὰ δόξῃς, ἔλθετε καὶ ἴδετε αὐτόν.
Τὶς εἶναι ἔχων οὕτω ἀδαμάντινην ψυχήν, ὥστε νὰ ὑποφέρῃ γενναίως ἅπαντα τὰ σκάνδαλα; Τὶς ἄρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὡς προεῖπον, ὥστε να μακαρίσωσιν αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι; Ἐγὼ φιλόχριστοι καὶ τέλειοι ἀδελφοί, ἐφοβήθην ἐξ αὐτῆς τῆς ἐνθυμήσεως τοῦ Δράκοντος, μελετῶν καθ' ἑαυτὸν τὴν θλῖψιν, ἥτις μέλλει να γίνει εἰς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους διότι αὐτὸς ὁ Δράκων εἶναι μιαρός, καὶ φοβερὸς εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα γίνεται πικρότερος εἰς τοὺς δυναμένους να νικῶσι τὰ φαντάματα αὐτοῦ. Διότι τότε θὰ εὑρεθῶσι πολλοὶ εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεόν, δυνάμενοι να σωθῶσι εἰς τὰ ὅρη, καὶ εἰς τὰ βουνά, καὶ εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους, μετὰ πολλῶν δεήσεων καὶ ὑπερβολικῶν κλαυθμῶν. Διότι ὁ ἅγιος Θεός, θεωρῶν αὐτοὺς εἰς τοιοῦτον ἀπερίγραπτον κλαυθμὸν καὶ εἰλικρινῆ πίστιν, εὐσπλαγχνίζεται αὐτούς, ὡς φιλόστοργος πατὴρ καὶ διατηρεὶ αὐτοὺς ὅπου ἐκρύβησαν, διότι ὁ παμμιαρὸς δεν παύει τοῦ νὰ ζητεῖ τοὺς ἁγίους κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, νομίζων ὅτι θέλει βασιλεύσει τοῦ λοιποῦ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πάντας ὑποτάσσει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ὅτι θὰ ἀντισταθεὶ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνην τὴν φοβερὰν ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, μὴ γινώσκων ὁ ἄθλιος τὴν ἀσθένειαν καὶ ὑπερηφάνειαν αὐτοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐξέπεσεν. Ὅμως  ταράσσει τῇ γῆν, ἐκφοβίζει τὰ σύμπαντα διὰ ψευδῶν μαγικῶν σημείων.
Κατὰ τὸν καιρὸν δὲ ἐκεῖνον, ὅταν ἔλθη ὁ Δράκων, δὲν ὑπάρχει ἄνεσις ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ θλῖψις μεγάλη, ταραχή, καὶ σύγχυσις, θάνατοι, καὶ πείνα εἰς πάντα τὰ πέρατα, διότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν διὰ τοῦ θείου αὐτοῦ στόματος εἶπεν, ὅτι τοιαῦτα δεν ἔγειναν ἀπ' ἀρχῆς τῆς κτίσεως. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοί, πὼς θὰ παρομοιάσωμεν τὸ ὑπέρμετρον καὶ ἀνέκφραστον αὐτῆς, ἀφοῦ τοιουτοτρόπως τὴν ὀνόμασεν ὁ Θεός;  Ἂς συλλογισθὴ δὲ ἕκαστος ἀκριβῶς τὰς ἁγίας λέξεις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρός πως διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ τὴν θλῖψιν τὴν μεγάλην κολοβώνει τὰς ἡμέρας τῆς θλίψεως καθ’ ὁ εὔσπλαγχνος, συμβουλεύων ἡμᾶς καὶ λέγων. «Προσεύχεσθε διὰ νὰ μὴ γείνη ἡ φυγὴ ἡμῶν ἐν καιρῷ χειμῶνος, μήτε ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου». Καὶ πάλιν «Ἀγρυπνεῖτε πάντοτε δεόμενοι συνεχῶς δία να καταξιωθῆτε να ἐκφύγητε τὴν θλῖψιν, καὶ νὰ σταθῆτε ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ καιρὸς εἶναι ἐγγύς». Ἂς δεηθῶμεν συνεχῶς μὲ δάκρυα καὶ προσευχὰς νύκτα καὶ ἡμέραν, προκόπτοντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ σωθῶσιν οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐὰν τὶς ἔχῃ δάκρυα καὶ κατάνυξιν, ἂς δεηθῇ εἰς τὸν Κύριον, διὰ να ῥυσθῶμεν ἀπὸ τὴν θλῖψιν, ἡ ὁποία μέλει νὰ ἐλθεῖν εἰς τὴν γῆν, διότι θὰ γείνωσι κατὰ τόπους λιμοί, σεισμοί, καὶ θάνατοι διάφοροι ἐπὶ τῆς γῆς. Γενναία θὰ ἤναι ἡ ψυχή, ἥτις θὰ δυνηθῇ νὰ κρατήσῃ ἑαυτὴν ἀπηλλαγμένην ἀπὸ τὰ σκάνδαλα ταῦτα. Διότι ἐὰν εὑρεθῇ ἄνθρωπος ν' ἀδιαφόρη ὀλίγον, εὔκολα πολιορκεῖται καὶ γίνεται αἰχμάλωτος τοῦ Δράκοντος τοῦ πονηροῦ καὶ δολίου, καὶ ὁ τοιοῦτος εὑρίσκε-ται ἀσυγχώρητος εἰς τὴν κρίσιν, διότι ἐπίστευσεν εἰς τὸν Τύραννον ἑκουσίως.
Πολλῶν προσευχῶν καὶ δακρύων ἔχουμε ἀνάγκην, ἀγαπητοί, διὰ νὰ εὐρευθῶμεν ἀκλόνητοι εἰς τοὺς πειρασμούς. Διότι πολλὰ εἶναι τὰ φαντάσματα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἀπὸ τὸ θηρίον. Διότι ἐπειδὴ εἶναι Θεομάχον θέλει ὅλοι ν’ ἀπολεσθῶσι, διότι τοιοῦτον τρόπον μεταχειρίζεται ὁ Τύραννος, ὥστε ὅλοι νὰ βαστάζωσι τὴν σφραγῖδα τοῦ θηρίου, ὅταν θὰ ἔλθῃ νὰ ἀπατήσει τὰ σύμπαντα. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολὴν τοῦ θηρίου, διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας.
ρχεται ἀπὸ τὴν γαστέρα, ἵνα ὅταν τὶς στενοχωρηθὴ μὴ ἔχων φαγητά, ἀναγκασθῇ νὰ λάβῃ τὴν σφραγῖδα ἐκείνου· ὄχι ὡς ἔτυχεν εἰς πᾶν μέρος τοῦ σώματος, ἀλλ' εἰς τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ εἰς τὸ μέτωπον, διὰ νὰ μὴν ἔχῃ ἐξουσίαν ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμῃ μὲ αὐτὴν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, μήτε πάλιν εἰς τὸ μέτωπον νὰ σημειώση τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου. Διότι γνωρίζει ὁ ἄθλιος, ὅτι ὅταν ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου σφραγισθὴ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου λύει πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιὰν τοῦ ἀνθρώπου. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, φρικτὸς εἶναι ὁ ἀγῶν εἰς ὅλους τοὺς φιλοχρίστους ἀνθρώπους, ἵνα μέχρις ὤρας τοῦ θανάτου μὴ δειλιάσωσι, μηδὲ ἀμελήσωσιν, ὅταν χαράση ὁ Δράκων τὴν σφραγίδα του, ἀντὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Διότι πάντα τρόπον μεταχειρίζεται, ἵνα οὐδόλως ὀνομάζηται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον. Τοῦτο δὲ κάμνει φοβούμενος καὶ τρέμων τὴν ἁγίαν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Διότι ἐὰν τὶς δὲν σφραγίζηται μὲ τὴν σφραγῖδα ἐκείνου, δὲν γίνεται αἰχμάλωτος εἰς τὰ φαντάσματα ἐκείνου, οὔτε ὁ Κύριος ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸν φωτίζει καὶ τὸν σύρει πρὸς ἑαυτόν. Πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, ὅτι τὰ φαντάσματα τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἀποτρόπαια. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται μὲ γαλήνην διὰ νὰ ἀποκρούσῃ δι’ ἡμᾶς τὰ τεχνάσματα τοῦ Θηρίου. Τὴν στερεὰν πίστιν τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντες, θὰ κάμωμεν τὴν δύναμιν τοῦ Τυράννου εὐκλόνιστον.
ς ἀποκτήσωμεν λογισμὸν ἀμετάθετον καὶ σταθερότητα, καὶ τότε ἀπομακρύνεται ἀφ' ἡμῶν ὁ ἀσθενὴς ἐχθρός, μὴ ἔχων τὶ να κάμῃ. Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοὶ φιλόχριστοι, ἂς μὴ γινώμεθα μαλθακοί, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπαραίτητος ἀγῶν εἶναι ἐπὶ θύρας· ἂς ἀναλάβωμεν λοιπὸν τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως. Ἕτοιμοι λοιπὸν γίνεσθε καθὼς πιστοὶ οἰκέται, μὴ δεχόμενοι ἄλλον· ἐπειδὴ ὁ κλέπτῃς, καὶ ἀλάστωρ, καὶ ἄσπλαγχνος μέλλει νὰ ἔλθῃ πρῶτος εἰς ὡρισμένους καιρούς, θέλων νὰ κλέψη, νὰ θύσῃ, καὶ νὰ ἀπολέσῃ τὴν ἐκλεκτὴν ποίμνην τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ, καὶ ἐπὶ τούτω ἀναλαμβάνει σχῆμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος. Ἂς μάθωμεν, ὦ φίλοι μὲ ποῖον σχῆμα ἔρχεται εἰς τὴν γῆν ὁ ἀναίσχυντος Ὄφις. Ἐπειδὴ ὁ Σωτήρ, θέλων να σώσει τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἐτέχθη ἐκ Παρθένου, καὶ ἐν σχήματι ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν Ἐχθρὸν μὲ τὴν ἁγίαν δύναμην τῆς Θεότητος Αὐτοῦ, ἠθέλησε καὶ οὗτος ν’ ἀναλάβῃ τὸ σχῆμα τῆς αὐτοῦ παρουσίας διὰ νὰ μᾶς ἀπατήσῃ. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν γῆν ἐν νεφέλαις φωτειναῖς, ὡς ἀστραπὴ φοβερά, ὁ δὲ Ἐχθρὸς δὲν θὰ ἔλθῃ τοιουτοτρόπως διότι εἶναι ἀποστάτης.
Γεννᾶται μὲν ἀκριβῶς ἐκ κόρης μιαράς, ἀλλὰ δὲν σαρκούται τοιουτοτρόπως. Θὰ ἔλθῃ δὲ ὁ Παμμίαρος ἐν σχήματι τοιούτῳ ὡς κλέπτῃς, διὰ νὰ ἀπατήσῃ τὰ σύμπαντα. Θὰ εἶναι ταπεινός, ἥσυχος, θὰ μισεῖ τὴν ἀδικίαν, θὰ ἀποστρέφεται τὰ εἴδωλα, θὰ προτιμᾷ τὴν εὐσέβειαν, ἀγαθός, φιλόπτωχος, εὐειδὴς καθ' ὑπερβολήν, εὐκατάστατος, ἱλαρὸς εἰς ὅλους, θὰ τιμᾷ πολὺ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ προσμένουσι τὴν ἔλευση ἐκείνου. Μεταξὺ δὲ πάντων τούτων, θὰ ἐκτελὴ σημεῖα καὶ τέρατα, φόβητρα μὲ πολλὴν ἐξουσίαν, θὰ προσπαθὴ δολίως να ἀρέσει εἰς ὅλους, διὰ να ἀγαπηθῇ ταχέως ἀπὸ πολλούς, δεν θὰ λάβῃ δῶρα, δεν θὰ λαλήσει μεθ' ἡμῶν, θὰ φαίνηται κατηφής, θὰ ἐξαπατᾷ τὸν κόσμον ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εὐταξίας, ἐῷς οὗ βασιλεύση. Ὅταν λοιπὸν ἴδωσι λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τοιαύτας ἀρετὰς καὶ δυνάμεις, ἐνούνται ὅλοι συγχρόνως μὲ μίαν γνώμην, καὶ μὲ χαρὰ μεγάλην κηρύσσουσιν αὐτὸν βασιλέα, λέγοντες μεταξὺ τῶν. Μήπως ἄρα εὑρίσκεται ἄνθρωπος ἄλλος τόσον ἀγαθὸς καὶ δίκαιος; Ἀνορθοῦται δὲ εὐθέως ἡ βασιλεῖα ἐκείνου, καὶ θὰ πατάξη μεθ' ἡμῶν τρεῖς βασιλεῖς μεγάλους.
πειτα ὑψούται ἡ καρδία τοῦ καὶ θὰ ἐμμέση ὁ Δράκων τὴν πικροτητὰ τοῦ. Ταράσσων δὲ τὴν οἰκουμένην κινεῖ τὰ πέρατα, θλίβει τὰ σύμπαντα, καὶ μικραίνει τὰς ψυχάς.  Ὄχι πλέον ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πολὺ αὐστηρὸς εὶς ὅλα, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, ἀκατάστατος, φοβερὸς ἀηδής, μισητός,
βδελυκτός, ἀνήμερος, ἀλάστωρ, ἀναιδής, καὶ προσπαθὼν νὰ ἐμβάλῃ εἰς τὸν βόθρον τῆς ἀσεβείας ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Πληθύνει σημεῖα ψευδῶς, καὶ ὄχι ἀληθῶς· καὶ ἐνῶ παρίσταται πολὺς λαὸς καὶ εὐφημεὶ αὐτόν, βάλλει φωνὴν ἰσχυράν, ὥστε να σαλευθεὶ ὁ τόπος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἵστανται οἱ ὄχλοι, λέγων· Γνωρίσατε ὅλοι οἱ λαοὶ τὴν δυναμή μου καὶ τὴν ἐξουσίαν, μεταθέτει ὅρη, καὶ ἀνάγει νήσους ἀπὸ τὴν θάλασσαν μὲ πλάνην καὶ φαντασίαν, καὶ ἐνῶ πλάνα τὸν κόσμον καὶ φαντάζει τὰ σύμπαντα, πολλοὶ θὰ δωξάζωσι καὶ θὰ πιστεύοσιν ὡς θεὸν ἰσχυρόν. Τότε θὰ θρηνὴ δεινῶς καὶ θὰ στενάζη πᾶσα ψυχή, τότε ὅλοι θὰ ὑποφέρουσι θλῖψιν ἀπαραμύθητον, ἡ ὁποία θὰ κατέχει αὐτοὺς νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ δεν θὰ εὑρίσκωσιν οὐδαμοῦ παρηγορίαν. Τότε θὰ ἀποθνῄσκωσι τὰ νήπια εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, καὶ πάλιν ἡ μήτηρ θὰ ἀποθνῄσκῃ ἐπάνω εἰς τὸ παιδίον καὶ ὁ πατὴρ μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων τοῦ θ' ἀποθνῄσκῃ εἰς τάς ἀγοράς, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει τὶς νὰ θάψῃ αὐτοὺς καὶ να τοὺς βάλη εἰς μνῆμα. Ἀπὸ τὰ πολλὰ θνησιμαία, τὰ ὁποῖα θὰ ῥίπτωνται εἰς τάς πλατείας, θὰ ὑπάρχει παντοῦ δυσωδία, ἡ ὁποία θὰ στενοχωρὴ πολὺ τοὺς ζῶντας. Τὸ πρωὶ ὅλοι θὰ λέγωσι μετ' ὀδύνης καὶ στεναγμῶν πότε θὰ γίνει ἑσπέρα διὰ να ἀναπαυθῶμεν ὀλίγον; Ὅταν δὲ θὰ ἔλθῃ πάλιν ἡ ἑσπέρα θὰ λέγωμεν μὲ πικρότατα δάκρυα, πότε ἄρα θὰ φωτίση διὰ να ἀποφύγωμεν τὴν θλῖψιν ἡ ὁποία μᾶς κυριεύει; Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τόπος νὰ φύγει τὶς καὶ να κρυβή, διότι τὰ πάντα θὰ ταραχθῶσι, καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Διὰ τοῦτο εἶπε εἰς ἡμὰς ὁ Κύριος· γρηγορεῖτε δεόμενοι ἀδιαλείπτως να διαφύγετε τὴν θλῖψιν· θὰ εἶναι δυσωδία ἐν θαλάσσῃ, δυσωδίᾳ ἐπὶ τῆς γῆς, λιμοί, σεισμοί, ἐν θαλάσσῃ σύγχυσις, ἐπὶ τῆς γῆς σύγχυσις, ἐν θαλάσσῃ φόβητρα, φόβητρα ἐπὶ τῆς γῆς. Χρυσὸς πολὺς καὶ ἄργυρος, καὶ μεταξωτὰ ἱμάτια, ἀλλὰ δὲν θέλουσιν ὠφελήσει εἰς τὴν θλῖψιν ἐκείνην, καὶ πάντες οἰ ἄνθρωποι μακαρίζουσι τοὺς ὅσους ἀπέθανον πρὶν ἔλθῃ ἡ μεγάλη θλῖψις ἐπὶ γῆς. Διότι ῥίπτεται καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος εἰς τάς πλατείας, καὶ οὐδεὶς ἐγγίζει αὐτὰ ἐπειδὴ ὅλα εἶναι βδελυκτά. Πάντες σπουδάζουσι να διαφύγουσι καὶ να κρυβώσιν, ἀλλ' οὐδαμοῦ εὑρίσκουσι τόπον διὰ νὰ κρυβώσιν ἐκ τῆς θλίψεως. Πρὸς δὲ τούτοις μετὰ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς θλίψεως, καὶ τοῦ φόβου, εὑρίσκονται θηρία καὶ ἑρπετὰ δάκνοντα· ἔσωθεν φόβος, καὶ ἔξωθεν τρόμος· καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρα θνησιμαία κεῖνται εἰς τὰς πλατείας. Εἰς τὰς πλατείας δυσωδία, εἰς τὰς οἰκίας δυσωδία, εἰς τὰς πλατείας πείνα καὶ δίψα, εἰς τάς οἰκίας πείνα καὶ δίψα, εἰς τάς πλατείας φωνῇ κλαυθμοῦ, εἰς τάς πλατείας θόρυβος, εἰς τάς οἰκίας θόρυβος. Εἳς ἕκαστος μετὰ κλαυθμοῦ συναντὰ τὸν ἕτερον, πατὴρ τὸ τέκνον, καὶ υἱὸς τὸν πατέρα, μήτηρ τὴν θυγατέρα, φίλοι μετὰ φίλων ἐναγκαλισθέντες ἐκλείπουσιν, καὶ ἀδελφοὶ μετὰ ἀδελφῶν ἐναγκαλισθέντες ἀποθνήσκουσιν.
μαράνθησαν τὰ κάλλη τοῦ προσώπου πάσης σαρκός. Γίνονται δὲ οἰ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων ὡς νεκροῦ. Γίνεται βδελυκτὸν καὶ μισητὸν τὸ κάλλος τῶν γυναικών. Θέλει μαρανθεὶ πᾶσα σάρξ, καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι δὲ ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὸ φοβερὸν Θηρίον, καὶ ἔλαβον τὴν σφραγῖδα ἐκείνου, τὸν δυσεβὴ χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ, προστρέχοντες πρὸς αὐτὸν θὰ λέγωσι μετ' ὀδύνης. Δὸς εἰς ἡμὰς να φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν, διότι πάντες ἀποθνῄσκομεν τῆς πείνης, καὶ ἀποδίωξον ἀφ' ἡμῶν πάντα τὰ ἰοβόλα θηρία. Καὶ μὴ ἔχων ὁ ἄθλιος πολὺ ἀποτόμως λέγων· πόθεν ἐγὼ θὰ δώσω εἰς ὑμᾶς να φάγητε καὶ να πίητε, ὢ ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς δὲν θέλει νὰ δώσει βροχὴν εἰς τὴν γῆν· ἡ γῆ πάλιν δὲν ἔδωκε διόλου θέρος ἣ γεννήματα. Ἀκούοντες δὲ ταῦτα οἱ λαοί, πενθούσι καὶ κλαίουσι, μὴ ἔχοντες παντελῶς παραμυθίαν θλίψεως, ἀλλὰ θὰ γίνη εἰς τὴν θλῖψιν αὐτῶν θλῖψις ἀπερίγραπτος, διότι τόσον προθύμως ἐπίστευσαν εἰς τὸν Τύραννον. Διότι ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος δὲν δύναται οὐδὲ ἑαυτὸν νὰ βοηθήσῃ, καὶ πῶς θὰ ἐλεήση αὐτούς;
Εἰς ἐκείνας τάς ἡμέρας θὰ γίνει μεγάλη ἀνάγκη ἐκ τῆς πολλὴς στενοχωρίας τοῦ Δράκοντος, καὶ τοῦ φόβου, καὶ τοῦ σεισμού, καὶ τοῦ ἤχου τῆς θαλάσσης, καὶ τοῦ λιμοῦ, καὶ τῆς δίψης καὶ τῶν δηγμάτων τῶν θηρίων. Πάντες δὲ οἰ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ προσκυνήσαντες αὐτόν, ὡς θεόν, δὲν θέλουσι ἔχει μερίδα εἰς τὴν βασιλεῖα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μετὰ τοῦ Δράκοντος θὰ βληθῶσιν εἰς τὴν γέενναν. Μακάριος ὁ εὑρεθεὶς πανάγιος καὶ πάμπιστος, καὶ ἔχων δεδομένην τὴν καρδίαν αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ἀδιστάκτως τοῦ Πονηροῦ, καταφρονὼν καὶ τὰς βασάνους, καὶ τὰς φαντασίας αὐτοῦ.
Πρὶν δὲ ταῦτα γίνωσι, θ' ἀποστείλη ὁ Κύριος Ἠλίαν τὸν θεσβίτην καὶ τὸν Ἐνώχ, ὡς εὐσπλαχνος, διὰ νὰ παρακινήσωσιν εἰς τὴν εὐσέβειαν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ κηρύξωσι παρρησία τὴν θεογνωσίαν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, διὰ να μὴ πιστεύσωσιν εἰς τὸν Τύραννον ἕνεκα φόβου, καὶ θέλουσι κράζει καὶ λέγει. Πλάνος εἶναι, ὦ ἄνθρωποι, ἂς μὴ πιστεύσῃ κανεὶς εἰς αὐτὸν παντελῶς, μηδὲ να ὑπακούσει εἰς τὸν θεομάχον, ἂς μὴ φοβηθῇ κανεὶς ἐξ ὑμῶν διότι ταχέως θὰ ἀφανισθῇ. Ἰδοὺ ἔρχεται ἐξ οὐρανοῦ ὁ Κύριος, διὰ να κρίνῃ πάντας, ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὰ σημεῖα αὐτοῦ· ἀλλ' ὀλίγοι εἶναι τότε οἱ θέλοντες να ὑπακούσωσι, καὶ νὰ πιστεύσωσι εἰς τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν. Ταῦτα δὲ ποιεῖ ὁ Σωτήρ, ἵνα δείξῃ τὴν φιλανθρωπίαν, ὅτι οὐδὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον δὲν ἀφίνει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἄνευ κηρύγματος, διὰ νὰ ὦσι πάντες ἀναπολόγητοι εἰς τὴν κρίσιν. Πολλοὶ δὲ τῶν ἁγίων, ὅσοι τότε θὰ εὑρεθῶσιν εἰς τὴν ἔλευση τοῦ μιαροῦ, χύνουσιν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα μετὰ στεναγμῶν πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἅγιον, διὰ να λυτρωθώσιν ἀπὸ τὸν Δράκοντα καὶ φεύγουσι μετὰ μεγάλης σπουδῆς εἰς τὰς ἐρήμους, καὶ κρύπτονται εἰς τὰ ὅρη, καὶ τὰ σπήλαια μετὰ φόβου καὶ πασπαλίζουσι χῶμα καὶ στάκτην εἰς τάς κεφαλάς, παρακαλοῦντες νύκτα καὶ ἡμέραν μετὰ πολὺς ταπεινώσεως. Καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς θέλει χαρίσει τοῦτο εἰς αὐτούς, δηλαδὴ ὁδηγεὶ αὐτοὺς ἡ χάρις εἰς ὡρισμένους τόπους, καὶ σῴζωνται κρυπτόμενοι εἰς τὰς ὀπὰς καὶ τὰ σπήλαια μὴ βλέποντες τὰ σημεῖα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ Ἀντιχρίστου. Διότι ἡ ἔλευσις τούτου γίνεται γνώστῃ εἰς τοὺς ἔχοντας τὸν νοῦν προσηλωμένον εἰς τὰ ἄνω· εἰς δὲ τοὺς ἔχοντας τὸν νοῦν εἰς βιωτικὰ πράγματα, καὶ ποθούντας τὰ γήινα, δὲν θὰ γίνει φανερὸ τοῦτο. Διότι ὅστις εἶναι δεδεμένος πάντοτε εἰς βιοτικὰ πράγματα καὶ ἂν ἀκούσει ἀπιστεῖ, καὶ βδελύσσεται τὸν λέγοντα. Οἱ δὲ ἅγιοι θέλουσιν ἐνδυναμωθή, διότι πάντοτε ἀπέρριψαν τὴν μέριμναν τοῦ βίου τούτου.
Τότε πένθει πᾶσα  γῆ καὶ  θάλασσα καὶ  ἀὴρ πένθεισυγχρόνως δὲ καὶ τὰ ἄγρια ζῷα,μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦπενθούσιν ὅρηκαὶ βουνοίκαὶ τὰ δένδρα τῶν πεδιάδων,πενθούσι δὲ καὶ οἱ φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ διὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπωνὅτι πάντεςἐξέκλιναν ἀπὸ τοῦ ἁγίου Θεοῦκαὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸν πλάνονδεχθέντες τὸ σημεῖο τοῦμιαροῦ καὶ θεομάχουἀντὶ τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ τοῦ ΣωτῆροςΠένθει ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, διότι αἰφνιδίως κατέπαυσεν ἡ φωνὴ τῆς ψαλμωδίας καὶ τῆς προσευχῆς ἐκ στόματος ἀνθρώπου. Πενθούσι πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ πένθος μέγα διότι δὲν λειτουργείται ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ προσφορά.
ταν λοιπὸν συμπληρωθῶσιν οἱ τρεῖς καιροὶ καὶ ἥμισυς τῆς ἐξουσίας καὶ πράξεως τοῦ μιαροῦ, καὶ ὅταν ἐκπληρωθῶσι πάντα τὰ σκάνδαλα πάσης τῆς γῆς, θὰ ἔλθῃ ἐπὶ τέλους ὁ Κύριος, ὡς ἀστραπὴ ἀστραπῶν ἐξ οὐρανοῦ, ὁ ἅγιος καὶ ἄχραντος, καὶ φοβερὸς καὶ ἔνδοξος Θεὸς ἡμῶν, μετὰ δόξῃς ἀκατανοήτου, προτρεχόντων ἐνώπιον τῆς δόξῃς τῶν ταγμάτων τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντες φλόγες πυρός, καὶ ποταμὸς πλήρης πυρὸς μετὰ φοβερὰς ἀνεμοζάλης. Τὰ χερουβεὶμ ἔχοντα τὸ ὄμμα κάτω, καὶ τὰ Σεραφεὶμ ἰπτάμενα καὶ κρύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ τοὺς πόδας εἰς τάς πύρινας πτέρυγας, θέλουσι κράζει μετὰ φρίκης. Ἐγείρεσθε οἱ κοιμώμενοι. Ἰδού, ἦλθεν ὁ Νυμφίος. Ἀνοίγονται δὲ τὰ μνήματα, καὶ ὡς ἐν ῥοπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγείρονται πᾶσαι αἱ φυλαί, καὶ βλέπουσιν εἰς τὸ κάλλος τὸ ἅγιον τοῦ Νυμφίου, καὶ μύριαι μυριάδες καὶ χίλιαι χιλιάδες ἀγγέλλων καὶ ἀρχαγγέλων, καὶ ἀναρίθμητοι στρατιαί, χαίρουσι χαρὰν μεγάλην, ἅγιοι δὲ καὶ δίκαιοι καὶ πάντες οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Δράκοντος καὶ ἀσεβοῦς ἀγάλλονται.
Καὶ ἄγεται ὁ Τύραννος δεδεμένος ὑπὸ ἀγγέλων μετὰ πάντων τῶν δαιμόνων ἐνώπιον τοῦ βήματος, καὶ οἱ λαβόντες τὴν σφραγίδα αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεδεμένοι· καὶ δίδει ὁ βασιλεὺς τὴν κατ' αὐτῶν ἀπόφασιν τῆς καταδίκης εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον. Πάντες δὲ οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ πάντες οἱ ἐν σπηλαίοις, ἀγάλλονται μετὰ τοῦ Νυμφίου εἰς τὸν νυμφικὸν θάλαμον τὸν αἰώνιον καὶ οὐράνιον, μετὰ πάντων τῶν ἁγίων, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓ.ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ

Συνήθειαν ἔχουν οἱ βασιλείς, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὅταν μέλλωσι νὰ ὑπάγωσιν εἰς πόλεμον, πρώτα στέλλουσιν ἀνθρώπους ἰδικούς τους, νὰ ὐπάγωσιν εἰς τὰ κάστρα, ὅπου μέλλουν νὰ πε­ράσουν, διὰ νὰ εἰποῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅπου κατοικοῦσι μέσα, νὰ εὔγουν να τοὺς προϋπαντήσουν, καὶ νὰ τοὺς δεχθούν. Τοιου­τοτρόπως ἐποίησε καὶ ὁ Μέγας Βασιλεύς τῶν βασιλέων ὅλων ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ ἔλθη εἰς πόλεμον κατὰ τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, ἔστειλε πρώτα τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Προφήτας, οἱ ὁποῖοι ἐπροκήρυξαν, ἐπροσήμαναν, προκατήγγειλαν τὴν ἔλευσιν τοῦ Χριστοῦ ἐπροφήτευσαν, ὅτι μέλλει νὰ κατέβει ἐκ τῶν οὐρα­νῶν εἰς τὴν γῆν εἶπαν διὰ τὴν γέννησίν του τὴν ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας· εἶπαν διὰ τὴν βάπτισίν του· εἶ­παν πῶς θέλει ταφῇ, πῶς θέλει ἀναστηθῇ, καὶ νὰ ἀναστήση καὶ ταῖς ψυχαῖς τῶν δικαίων ἀνθρώπων· πῶς θέλει ἀναληφθῇ εἰς τοὺς οὐρανούς· πῶς θέλει κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, νὰ φωτίση τοὺς Ἀποστόλους· πῶς ἐπεριπάτησαν ὅλην τὴν οἰκουμένην, καὶ ἐκήρυξαν τὴν ἀλήθειαν· ὅλα τὰ ἐπροεῖπαν οἱ θειότατοι καὶ ἅγιοι Προφηται· διὰ τοῦτο καὶ τὴν συντέ-λειαν τοῦ κόσμου, ὡς προορατικοὶ ὅπου ἦτον, ἐπροεῖπαν πῶς εἰς τοὺς τελευταίους και­ροὺς θέλει γενῇ, καὶ πὼς θέλει ἔλθη Κριτὴς ὁ Κύριος ἠμῶν  Ἰησοῦς Χριστός, καὶ θέλει ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, τοὺς μὲν δικαίους νὰ τιμήσῃ, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς νὰ κολάσῃ, διὰ νὰ ἀκούωμεν ἠμεῖς τὴν ἀλήθειαν, νὰ προσέχωμεν, γνωρίζον­τες ὅτι εἶναι κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, νὰ μὴν ἁμαρτάνωμεν, ἢ νὰ μὴ λέγωμεν; ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγχνος, καὶ μᾶς θέλει συγ­χωρήσει, μόνον ἂς ἅμαρτησωμεν· ἀλλὰ νὰ φυλαγώμεθᾳ, ὅτι ἂν καὶ εἶναι εὔσπλαγχνος, ἀλλ’ οὖν εἶναι καὶ δικαιοκρίτης· εἰς κα­θένα κατὰ πῶς πράξει, ἔτζι τὸν ἀποδίδει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σας, εὐλογημένοι ἀκροαταί, ἀνοίξατε τὰ μάτια τῆς καρδίας σας, καὶ δεχθῆτε μετὰ πάσης προθυμίας τὸν λόγον, ὅπου μέλλω νὰ διηγηθῶ· διότι θέλω νὰ εἰπῶ πράγματα φοβερὰ καὶ παράδοξα, δηλονότι τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου, τὴν πλάνην τοῦ Διαβόλου, τὴν ἀπάτην τοῦ Ἀντίχριστου, καὶ μετὰ ταῦτα, τὴν δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Πόθεν λοιπὸν ὦ φιλόχριστοι νὰ κάμω ἀρχήν; ἢ πῶς νὰ ἀρχίσω, ἢ ποὶους νὰ φέρω μάρτυρας εἰς τὸν λόγον μου; ἄλλους δὲν ἔχω, μόνον πάλιν αὐτοὺς τοὺς ἁγίους Προφήτας νὰ φέρω εἰς μαρτυρίαν τής ἀληθείας τῶν λόγων μου. Πρῶτος λοιπὸν ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ὁρίζει ἔτσι διὰ τὴν συν­τέλειαν «Ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσιν ἐγκαταλειφθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιών, ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι, καὶ ὡς ὁπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη. Δηλαδή, ἡ γῆ σας θέλει γενῇ ἔρημος· τὰ κάστρη σας θέλουν καῇ ἀπὸ στίαν τὴν χώραν σας ἐμπροστά σας ξένοι ἄνθρωποι τὴν τρώγουν θέ­λει ἀπομείνει ἡ θυγάτηρ Σιῶν, ὡσὰν ἀπομένει ἡ τέντα εἰς τὸ ἀμ­πέλι, καὶ ὡσὰν πῶς ἀπομένει ἡ δραγασία εἰς τὰ περιβόλια· καὶ θέλει γενῇ ὡσὰν κάστρον ὅπου πολεμεῖται ἀπὸ ἐχθρούς. Ἀκούεις πῶς φανερὰ προφητεύει, ὁ Προφήτης διὰ τὴν συντέλειαν τοῦ κό­σμου; διότι δὲν λέγει διὰ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, μηδὲ διὰ τὴν Σιών τὸ κάστρον ὁρίζει, ἀλλὰ περὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας προφητεύει, πὼς εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ἀντίχριστου θέλει ἐρημωθῇ· διότι νέα Σιών αὐτὴ ἡ  Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφήτας, ὡς λέγει καὶ ὁ Προφήτης Δαβίδ. Μήτηρ Σιών ἐρεῖ ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἐν αὐτῇ· καὶ πάλιν Κύριος ἐν Σιών μέγας καὶ φοβερὸς ἐστι· καὶ ὁ Προφήτης δὲ Ὡσηὲ προφητεύει διὰ τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου, καὶ λέγει·  Ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς ἐσχάταις ἐπάξει Κύριος ἄνεμον κούσωνος ἐκ τῆς ἐρή­μου ἐπ’ αὐτούς, καὶ ἀναξηρανεῖ τὰς φλέβας αὐτοῦ, καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτοῦ τὰ ἐπιθυμητὰ ἀφανισθήσονται, καὶ αἱ ἐν γαστρὶ αὐτῶν ἔχουσαι διαρραγήσονται· ἤγουν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς ὑστεριναῖς θέλει φέρῃ ὁ Θεὸς ἄνεμον ζεστὸν ἀπὸ τὴν ἔρημον εἰς αὐτούς, ἤγουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ θέλει ξηράνει ταῖς φλέβαις τους, καὶ ὅλα τὰ δοχεῖα τους τὰ ἀγαπημένα θέλουν χαλασθῇ, καὶ οἱ ἐγγαστρωμέναις θέλουν σχισθῆ.
Ποῖος ἄλλος εἶναι ὁ ἄνεμος ὁ ζεστός, πάρεξ ὁ Ἀντίχριστος, ὅπου θέλει γεννηθῆ ἀπὸ τὴν ἔρημον, δηλονότι ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, ὅπου εἶναι ἔρημος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ; ὁ ὁποῖος Ἀντίχριστος θέλει ἀφανίσει τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ὅπου εἶναι δοχεῖα ἐπιθυμητά τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλαῖς ἐγγα-στρωμέναις θέλει φονεύσει, διὰ τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ὅπου θέλει κάμῃ, εἰς ταῖς ἡμέραις του· καὶ πάλιν προφητεύει καὶ ὁ Προφήτης Ἀμώς, καὶ λέγει·Τάδε λέγει Κύριος· ἀνθ’ ὧν κατεκονδυλίζετε πτωχούς, καὶ δῶρα ἐκλεκτὰ ἐδέξασθε παρ’ αὐτῶν, οἴκους ξεστοὺς ὠκοδομήσατε καὶ οὐ μὴ κατοική-σετε ἐν αὐτοῖς· ἤγουν, ἐτοῦτο ὁρίζει ὁ αὐθέντης ὁ Θεός· ἐπειδὴ ἐγροθίζετε τοὺς πτωχούς, καὶ δωρεαῖς διαλεκταῖς ἀπ’ αὐτοὺς ἐδέχεσθε, ἐφτιάσετε σπίτια τορνευτά, καὶ νὰ μὴ κατοικήσετε εἰς αὐτά· καὶ πάλιν ὁρίζει παρακάτω ὁ αὐτὸς Προφήτης ἔτζι· Διὰ τοῦτο τά­δε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ.
ν πάσαις ταῖς πλατείαις κοπετός, καὶ ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς ρηθήσεται, Οὐαί, οὐαὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες τὴν ἡμέραν Κυρίου, ἵνα τί ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου; καὶ αὕτη ἐστὶ σκότος καὶ οὐ φῶς· ὅν τρόπον ἐὰν ἐκφύγη ἄνθρωπος ἐκ προσώπου τοῦ λέοντος, καὶ ἐμπέση αὐτῷ ἡ ἄρκτος· ἤγουν, διὰ τοῦτο ὁρίζει ὁ αὐθέντης ὁ Θεός, ὅπου κρα­τεῖ ὅλα. Εἰς ὅλαις ταῖς ρύμαις θέλει γενῇ θρῆνος μέγας, καὶ εἰς ὅλαις ταῖς
στράταις θέλει συντυχηθῆ ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὅπου ἐπιθυμοῦν τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου· καὶ διατὶ μᾶς εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου αὐτὴ σκότος, καὶ ὅχι φῶς; καὶ ὡσὰν νὰ φύγη ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ λέοντος, καὶ νὰ τὸν ἐπανέβη ἡ ἀρκούδα, ἐτζι εἶναι καὶ εἰς ἐκεῖνην τὴν ἡμέραν δηλονό­τι, κλαύματα μεγάλα καὶ ἄπειρα θέλουν γίνονται τὸν καιρὸν ἐ­κεῖνον ἔπειτα λέγει πρὸς ἐκείνους ὅπου λέγουν, Πότε θὰ ἔλθη τὸ τέλος; διατὶ ἐπιθυμεῖτε τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου, ὅπου ἐκείνη ἡ ἡμέρα φέρνει προτήτερά της σκότος, καὶ ὄχι φῶς; δηλονότι τὸν Ἀντίχριστον, ὅπου θέλει κάμῃ, εἰς τὸν καιρὸν του πεῖναν μεγάλην, νὰ ἐμπαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ κακὸν εἰς κακόν, ὡσὰν εἰς λέοντα, ἢ εἰς ἀρκούδαν.
λλὰ καὶ ὁ Προφήτης Δαβὶδ ὁρίζει διὰ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ ἐτζι: Ἐκεῖ ἐκάθησαν θρόνοι εἰς κρίσιν, θρόνοι ἐπὶ οἶκον Δαβίδ. Ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Προφήτας ἐὰν τοὺς ἐρευνήση κανείς, εὑρίσκει τους, ὅπου προφητεύουν διὰ τὴν συντέ-λειαν τοῦ κόσμου· ἠμεῖς δέ, διὰ νὰ μὴ περισσεύωμεν τὸν λόγον μας εἰς τὰς προφητείας τῶν Προφητῶν, ἀκόμη ἕνα Προφήτην νὰ φέρωμεν εἰς τὸ μέσον διὰ μάρτυρα, καὶ τότε νὰ ἀρχίσωμεν καὶ διὰ ἄλλην ὑπόθεσιν. Ὁ Προφήτης Μαλαχίας ὁρίζει ἔτζι διὰ τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου : Ἰδοὺ ἡμέρα ἔρχεται καιομένη ὡς κλίβανος, καὶ φλέξει αὐτούς, καὶ ἔσονται πάντες οἱ ἀλλογενεῖς, καὶ πάντες οἱ, ποιοῦντες ὅνομα, καλάμη· καὶ ἀνάψει αὐτοὺς ἠ ἡμέρα ἡ ἐρχομένῃ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ οὐ μὴ ὑποληφθῇ ἐξ αὐτῶν ρίζα, οὐδὲ κλῆμα, καὶ ἀνατελεῖ ὑμῖν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὁνομὰ σου : Ἥλιος δικαιοσύνης, καὶ ἴασις ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ· ἤγουν, λέγει ὁ Αὐθέντης ὅπου κρατεῖ ὅλα, ὅτι ἰδοὺ ἔρχεται ἡμέρα, καὶ καίει ὡσὰν φοῦρνος· καὶ θέλουν γένη ὅλοι, ὅσοι εἶναι ἀπὸ ἄλλο γένος, ὡσὰν καλάμη, καὶ ὅσοι κάμνουν μόνον τὸ ὁνομὰ τους καλόν, καὶ τὰ ἔργα τους δὲν εἶναι καλά· καὶ τοὺς θέλει κά­ψει ἡμέρα ὅπου ἔρχεται, καὶ δὲν θέλει ἀπομείνη ἀπ’ αὐτοὺς μή­τε ρίζα, μήτε γένος, καὶ θέλει ἀνατείλη εἰς ἐσᾶς, ὀποῦ φοβᾶστε τὸ ὁνομά μου  Ἥλιος δικαιοσύνης, καὶ ἰατρεῖα θέλει εἶσται εἰς τὰ πτερύγιά του, δηλονότι αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὁ φοβερὸς Κριτής· καὶ πάλιν ὁρίζει παρακάτω. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλω ὑμῖν Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην, πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐ­πιφανή, ὃς ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρὸς πρὸς υἱόν, καὶ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, μὴ ἐλθὼν πατάξαι τὴν γῆν ἄρδην· ἰδοὺ ἐγὼ θέλω στείλει πρὸς ἐσᾶς τὸν Προφήτην Ἠ­λίαν, ὀποῦ ἦτον ἀπὸ τὴν χωρὰν τὴν Θέσβην, πρὶν νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ φοβερά, ὁ ὅποιος θέλει ἀποκατα­στήσει τὴν καρδίαν τοῦ πατρὸς πρὸς τὸν υἱόν, καὶ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν γείτονά του, διὰ νὰ μὴν ἔλθω νὰ τρο­μάξω τὴν γῆν πάραυτα καὶ ὁ μὲν Προφήτης ἔτζι ὁρίζει· πῶς δὲ θέλει ἔλθη ὁ Προφήτης Ἠλίας, θέλετε τὸ ἀκούσει παρέμπροσθεν.
Αὐτὰ γουν ὅλα τὰ ἐπροεῖπαν οἱ Προφῆται, διὰ νὰ γνωρίσωμεν ἡμεῖς τὴν σύγχυσιν καὶ ταραχήν, ὀποῦ θέλει γενῇ εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν πῶς τότε θέλουν καταφρονεθῇ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· πῶς οἱ ἄνθρωποι θέλουν ἀμεληθῆ ἀπὸ τοὺς ἰε­ρεῖς; πῶς ὅλοι θέλουν περιπατεῖ εἰς τὸ θέλημά τους· πῶς τὰ τέκνα θέλουν μισήσει τοὺς γονεῖς· τότε οἱ γονεῖς θέλουν φονεύει τὰ παιδιά τους· αἱ γυναῖκες θέλουν παραδίδει τοὺς ἄνδρας τους εἰς θάνατον, οἱ ἄνδρες θέλουν σέρνῃ εἰς κρίσες ταῖς γυναῖκες τους· οἱ αὐθεντάδες θέλουν γενῇ ἀπάνθρωποι εἰς τοὺς δούλους τους· οἱ δοῦλοι θέλουν γενῇ ἐνάντιοι εἰς τοὺς αὐθεντάδες· οἱ γέ­ροντες νὰ μὴ τιμοῦνται· οἱ νέοι καὶ οἱ εὔμορφοι νὰ μὴ λυποῦνται· οἱ  Ἐκκλησίαις νὰ γένουν ἀχούρια· ἡ Γραφῇ νὰ καταφρονεθῇ οἱ πορνείαις νὰ περισσεύσουν οἱ μοιχείαις νὰ πληθύνουν· ψευματολογίαις, καὶ ἀτυχίαις, καὶ ἐπιορκίαις, νὰ πολιτεύωνται τὸν και­ρὸν ἐκεῖνον· αὐτὰ ὅλα θέλουν γενῇ εἰς τὰς ἡμέρας ἐκεῖνας. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καθοδηγεῖ καὶ λέγει : Ἀδελ­φοί, βλέπετε τοὺς κύνας· βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας· βλέπε­τε τὴν κατατομὴν βλέπετε μήτις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας, καὶ κενῆς ἀπάτης· βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περι­πατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν και­ρόν, ὅτι αἰ ἠμέραι πονηραὶ εἰσιν· ἤγουν, ὦ ἀδελφοί μου φυλάγε-σθε ἀπὸ τὰ σκυλιά, φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς κακοὺς ἐργάτας· βλέ­πετε τὸν χαλασμόν σας· προσέχετε νὰ μὴν εἶναι κανεὶς ὅπου νὰ σᾶς γελᾷ, καὶ σᾶς πλανᾷ μὲ τὴν εὔκαιρην πλάνην· στοχάζεσθε πὼς νὰ περιπατῆτε προσεκτικά, ὄχι ὡς ἄγνωστοι ἀλλὰ ὡς φρό­νιμοι, συμπερνᾶτε τὸν καιρόν, ὅτι οἱ ἡμέραις εἶναι κακαῖς. Τὸ λοιπὸν ποῖος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ὅπου νὰ ἀκούῃ τοιαῦτα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφήτας, καὶ τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸν Χριστόν, καὶ νά μὴ πιστεύῃ ἐπ’ ἀληθείας, ὅτι εἶναι κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, καὶ νὰ μὴν ἐτοιμάζῃ τὸν ἑαυτὸν του νυκτὸς καὶ ἠμέ­ρας;  Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀποδείξαμεν ἀπὸ τοὺς Προφήτας, πὼς θέλει γενῇ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἂς ἀποδείξωμεν, καὶ ἂς διηγηθοῦμεν πάλιν μὲ τὶ τρόπον θέλει γενῇ, καὶ διὰ νὰ μὴν εἰπῆτε, ὅτι ἀφ’ ἐαυτοῦ μου συντυχένω, ἂς φέρω εἰς μαρτυρίαν τὸν Προφήτην Δανιήλ, ὅτι αὐτὸς ὁ Προφήτης διηγεῖται εἰς τὸ βιβλίον τοῦ διὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν, καὶ λέγει : »Ἐθεώρεις, ὦ Βασιλεῦ, καὶ ἰδοὺ εἰκῶν μεγάλη ἑστῶσα πρὸ προσώπου σου· ἧς ἡ κεφαλὴ χρυσῇ, οἱ βραχίονες αὐτῆς καὶ οἱ ὦμοι ἀργυροί, καὶ ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοί, αἱ κνήμαι σιδηραῖ, οἱ πόδες, μέρος μὲν τι σιδηροῦν, καὶ μέρος τι ὁστράκινον· ἐθεώρεις ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρός, καὶ ἐπάταξε τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοὺς πόδας τοὺς σίδηρους καὶ ὀστρακίνους, καὶ ἐλέπτυνεν εἰς τέλος· τότε ἐλεπτύνθησαν εἰσάπαξ τὸ ὄστρακον καὶ ὁ σίδηρος, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτὸς ἀπὸ ἅλωνος θερινῆς· καὶ  λίθος πατάξας τὴνεἰκόναἐγεννήθη εἰς ὄρος μέγακαὶ ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν γῆν». Οὕτως ὁρίζει ὁ Προφήτης Δανιήλ, ἀλλὰ διὰ νὰ καταλάβετε τὴν ἔννοιαν τοῦ λόγου, ἀκούσατε καὶ τὴν ἐξήγησίν του :
 Ναβουχοδονόσορ εἶδεν ὅραμα, καὶ δὲν ἐδυνήθῃ κανεὶς νὰ τοῦ τὸ ἑρμηνεύση, μόνον ὁ Προφήτης Δανιὴλ τοῦ τὸ ἐξήγησε, λέγοντας : Ἐκοίταζες, βασιλεῦ, καὶ ὡσὰν ὅτι ἦτον μία εἰκόνα στεκάμενη εἰς σχῆμα ἀνθρώπου· καὶ τὸ μὲν κεφάλι τῆς ἦτο χρυσόν, τὰ χέρια της καὶ οἱ ὦμοι τῆς ἦτον ἀργυροί, ἡ κοιλία της καὶ τὰ μηρὶα της ἦτον χαλκωματένια, ἡ ἄντζαις της ἦταν σιδερένιαις, τὰ ποδάρια της, μερτι-κὸν μὲν ἦτον σιδερένια, μερτικὸν δὲ ἦτον πήλινα· ἐκοίταζες ἕως οὗ ἐκόπη ἀπὸ τὸ βουνὸ πέ­τρα δίχως χέρι ἀνθρώπου, καὶ ἐκτύπησε τὴν εἰκόνα ἐκεῖνην εἰς τὰ ποδάρια τὰ σιδερένια καὶ πήλινα, καὶ πάραυτα ἐφταίνεψε τὸ σίδερον καὶ τὸν πηλόν, καὶ ἔκαμέν τα ὡσὰν τὸν κονιορτὸν ὅπου γίνεται εἰς τὸ ἁλῶνι τὸ θέρος· ἡ δὲ πέτρα ἐκεῖνη, ὅπου ἐκτύπησε τήν εἰκόνα, ἔγινε βουνὸ μεγάλον, καὶ ἐγέμισεν ὅλην τὴν γῆν.  μὲνπέτρα ἐκείνηὅπου ἐκόπη δίχως χέρι ἀνθρώπουεἶναι  Χριστόςὅπου ἐσαρκῶθη χωρὶςσπορὰν ἀνδρὸς ἐκ τῆς ἁγίας Θε­οτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίαςὅπου εἶναι ΘεόςκαὶΒασιλεὺς ὅλης τῆς γῆς.
Τ δὲ θέλει νὰ εἶναι  εἰκόνα ἐκείνηκαὶ τὶ ἐσημείωνενἀκούσατενὰ καταλάβετε πάλιν ἀπὸτὴν ὅρασιν τοῦ αὐτοῦ Προφήτου Δανιήλπῶς εἴτι εἶδεν  Βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορεἰςτὸν ὕπνον τουεἶδε καὶ  Προφήτης εἰς τὴν ὅρασίν του· διότι διηγεῖται μόνος τουκαὶ λέγειἘγὼ Δανιὴλ ἐθεώρουνκαὶ ἰδοὺ τέσσαρες ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ προσέβαλαν εἰς τὴνθάλασσαν τὴν μεγάληνκαὶ τέσσαρα θηρία μεγάλα ἀναβαίνοντα ἐκ τῆς θα­λάσσηςδιαφέροντα ἀλλήλων τὸ πρῶτον ὡσεὶ λέαινακαὶ πτερὰ αὐτῆς ὡς ἀετοῦ· ἐθεωρουν ἕως οὗἐξέτιλε τὰ πτερὰ αὐτῆςκαὶ ἐξήρθη ἀπὸ τῆς γῆςκαὶ ἐπὶ ποδῶν ἀνθρώπου ἔσταθηκαὶκαρ­δία ἄνθρωπου ἐδόθη αὐτῇ· καὶ ἰδέ θηρίον δεύτερον ὅμοιον ἄρκτῳκαὶ εἰς μέροςἐστάθηκαὶ εἶχε τρία πλευρὰ ἐν τῷ στόματι αὐτῆς· ἐθεώροῦνκαὶ ἰδοὺ θηρίον τρίτον ὡς ἂνπάρδαλιςκαὶ αὐτῇ πτερὰ τέσσαρα πετεινῶν ὑπεράνω αὐτῆςκαὶ κεφαλαὶ τέσ­σαρες τοῦθηρίου· ὀπίσω τούτου ἐθεώρουνκαὶ ἰδοὺ θηρίον τέταρτονφοβερὸν καὶ ἔκθαμβον καὶἰσχυρὸν περισσῶς· οἱ ὀδόντες αὐτοῦ σιδηροῖκαὶ οἱ ὄνυχες αὐτοῦ χαλκοῖἐσθίον καὶλεπτύνονκαὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῖς ποσὶν αὐτοῦ κατεπάτεικαὶ αὐτὸ διαφέρον περισσῶς παρὰπάντα τὰ θηρία τὰ ἔμπροσθεν αὐτοῦκαὶ κέρα­τα δέκα προσενόουν ἐν τοῖς κέρασιν αὐτοῦ.Καὶ ἰδοὺ κέρας μι­κρὸν ἀνέβη ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ τρία κέρατα τῶν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· καὶ ἰδοὺ ἐξερριζώθη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἰδοὺ ὀφθαλμοὶ ἐν τῷ κέρατι τούτου, καὶ στόμα λαλοῦν μεγάλα.
Αὐτὰ εἶδε ὁ Προφήτης εἰς τὴν ὅρασίν του, καὶ λέγει : Ἐγὼ ὁ Δανιὴλ ἐκοίταξα, καὶ ἰδοὺ οἱ τέσσαρες ἄνεμοι τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Βοριάς, ὁ Νότος, ὁ Εὖρος, καὶ ὁ Ζέφυρος, ἐφύσησαν εἰς τὴν θάλασσαν τὴν μεγάλην· καὶ εἶδα τέσσαρα θηρία, ὅπου ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, καὶ ἄλλασεν ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο· καὶ τὸ πρῶτον ἦτον ὡσὰν θηλυκὸν λεοντάρι, καὶ εἶχε καὶ πτερὰ ὡσὰν ἀετός· ἐκοίταξα ὅσον ἐμάδησε τὰ πτερά της, καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν γῆν καὶ πάλιν ἐστάθη εἰς ποδάρια ἀνθρώπου, καὶ καρδία ἀνθρώ-που τὴν ἐδόθη· ἰδοὺ καὶ ἄλλο θηρίον δεύτερον, ὁμοίως ὡσὰν ἀρκούδα, καὶ ἐστάθη παράμερα, καὶ τρία πλευρὰ εἶχεν εἰς τὸ στόμα της· εἶδα καὶ ἄλλο τρίτον θηρίον ὡσὰν πάρδαλιν, καὶ εἶχεν εἰς τὴν ράχην της τέσσαρα πτερὰ μεγάλα πουλιοῦ, καὶ εἶχε καὶ τέσσα­ρα κεφάλια· καταπόδιν ἀπ’ ἐκεῖνο εἶδα καὶ ἄλλο θηρίον τέταρ­τον, φοβερὸν καὶ τρομερὸν καὶ δυνατὸν κατὰ πολλά· τὰ δόντια του ἦτον σιδερένια, τὰ νύχια του ἦτον χαλκωματένια, ἔτρωγε καὶ ἐφταίνευε, καὶ τὰ περισσότερα ἐπάτει μὲ τὰ ποδάρια του· καὶ αὐτὸ ἄλλασε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία, ὅπου εἶδα προτήτερά του· δέκα κέρατα ἔβλεπα εἰς τὰ κερατά του, καὶ ἕνα κέρατον μικρὸν ἀνέβη εἰς τὴν μέσην του, καὶ τρία κέρατα ἀπὸ τὰ προτήτερά του ἐξεριζώθησαν ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του, καὶ ὀμμά­τια ἦτον εἰς τὰ κερατά του, καὶ στόμα εἶχαν ὅπου ἐσυντύχενε με­γάλα λόγια. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴπαμεν τοὺς λόγους τοῦ Προφήτου, ἂς τοὺς ἐξηγήσωμεν, ἀντάμα μὲ τὸ ὅραμα τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν ὑποθεσίν μας.
Τ πρῶτον θη­ρίονὅπου εἶπεν  Προφήτηςἤγουν  λέαιναὅπου ἀνέβαινε ἀπὸ τὴνθάλασσανἐσήμαινε τὴν βασιλείαν τῶν Βαβυλωνίωνδηλαδὴ τὸν βασιλέαΝαβουχοδονόσορὅπου ἦτον εἰς τὴν εἰκόνα χρυσὸν κεφάλι ὅποιος βασιλεὺςὑπερηφανευθῆκαὶ ὑψώθη ὥσπερ ἀετόςκαὶ μετὰ ταῦτα ἔγινεβόδιονκαὶ ἔλειψεν ἀπὸ τὴνβασιλείαν τουκαὶ πάλιν συνῆλθεκαὶ ἐγινεν ἄνθρωποςὥσπερ ἦτον πρώ­ταΤὸ δὲ δεύτερον θηρίον, ἤγουν ἡ ἀρκούδα, ἐπροεικόνιζε τὴν βασιλείαν τῶν Περσῶν, ὅτι μετὰ τὴν βασιλείαν τῶν Βαβυλωνίων βασίλευσαν οἱ Πέρσαι, ὅπου ἐφάνησαν ἀργυροῖ εἰς τὴν εἰκόνα· πῶς δὲ λέγει ὁ Προφήτης, ὅτι εἶχε τρία πλευρά εἰς τὸ στόμα της; θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι τρία ἔθνη ἐβασίλευσαν, οἱ Πέρσαι οἱ Μῆδοι, καὶ οἱ Βαβυλώνιοι. Τὸ δὲ τρίτον θηρίον, ἤγουν ἠ πάρδαλις, ἐσήμαινε τὸν βασιλέα Ἀλέξανδρον, ὅτι ἐπρωτοβασίλευσεν εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὁ ὁποῖος ἐφάνη εἰς τὴν εἰκόνα χάλκινος· διότι, ὑστέρα ἀπὸ τὴν βασιλείαν τῶν Περσῶν ἐβασίλευσεν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ υἱὸς τοῦ Φιλίππου, φονεύσας τὸν Δαρεῖον τὸν Πέρσην· πῶς δὲ λέγει ὁ Προφήτης, ὅτι εἶχε τέσσαρα κεφάλια, καὶ τέσσαρα πτε­ρὰ πουλιοῦ; θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ἀποθνή­σκοντας ἄφησε τεσσάρας βασιλεῖς εἰς τὴν βασιλείαν του, κα­θῶς καὶ ἔγινε.
Τὸ δὲ τέταρτον θηρίον, ὅπου ἦτον φοβερὸν καὶ τρομερόν, καὶ εἶχε δόντια σιδερένια, καὶ νύχια χάλκινα, ἐπροσήμαινε τὴν βασιλείαν τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἐφάνη εἰς τὴν εἰκόνα τὸ σίδερον, ὅτι αὐτὴ ἡ βασιλεία ἦτον δυνατωτέρα ἀπὸ ὅλαις ταῖς προτήτεραίς της βασιλεῖαις, ὡσὰν πὼς καὶ τὸ σίδερον εἶναι δυνατώ-τερον ἀπὸ τὸ χρυσάφι, καὶ τὸ ἀσῆμι, καὶ τὸ χάλκωμα· τί ἄλλο ἀπόμεινε νὰ ἐρμηνεύσωμεν πάρεξ τὰ ποδάρια τῆς εἰκόνος, καὶ τὰ δέκα κέρατα τοῦ θηρίου; καὶ τούτων ποία νὰ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τους : ἀκούσατε.
Τ δύο ποδάριατῆς εἰκόνος εἶχαν δέκα δάκτυλακαὶ τὸ τέταρτον θηρίον εἶχε δέκα κέρατα·αὐτὸ ἐκεῖνο δείχνουν καὶ τὰ δύοὅτι ἀφόντις περάσουν δέκα βασιλείαις τῶν Ρωμαίωνθέλειγεννηθῇ  Ἀντίχριστοςὅπου ἔφανη ὡσὰν κέρατον μικρὸν εἰς τὴν μέσην ἀπὸ τὰ δέκακέρατακαὶ θέλει ξερριζώσει τρεῖς βασι­λείαιςτῆς Αἰγύπτουτῶν Λιβύωνκαὶ τῶνΑἰθιόπων καὶ αὐτὸς θέλει βασιλεύσει εἰς τοὺς Ἑβραίουςνὰ κάμῃ μεγάλην σύγχυσιν εἰς τὸνκαιρόν τουμεγάλους πολέμουςμεγάλαις ταραχαῖς καὶ ἀνακατώσειςΖητοῦσι τινὲς καὶ λέγουν, ὅτι ἄραγε πότε νὰ γένη τὸ τέλος; καὶ λέγομεν πρὸς αὐτούς κανεὶς δὲν ἤξευρει πό­τε θέλει γένῃ τὸ τέλος μόνος ὁ Θεὸς ὅπου ἐποίησε τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς χρόνους καὶ τὰς ἡμέρας, ἐκεῖνος ἠξεύρει καὶ τὴν ὥραν καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην· διὰ τοῦτο ὤρισε καὶ ὀ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὅτι : Περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ  Ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰμὴ ὁ Πατήρ μου μόνος· καὶ πάλιν εἶπε πρὸς τοὺς Ἀποστόλους· Οὐχ ὑμῶν ἐστὶ γνώναι χρόνους ἢ καιρούς, οὖς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδία ἐξουσία· ἤγουν, δὲν εἶναι ἐδικόν σας νὰ γνωρίζετε χρόνους ἢ καιρούς, τοὺς ὁποίους ἔθεσεν ὁ Πατήρ μου εἰς τὴν ἐδικήν του ἐξουσίαν. Πῶς δὲ εἶπαν τινὲς ὅτι εἰς τόσους χρόνους θέλει γενῇ; καὶ πάλιν ἄλλοι εἶπαν εἰς τόσους, καὶ δὲν ἐπληρώθη ὁ λόγος τους; ὁμοιάζουσιν ἐκεῖνοι ὡσὰν εἷς νοικοκύρης νὰ ἔχῃ ἕνα χωράφιον ἐσπαρμένον σιτάρι· ἔπειτα ὡσὰν φθάση, διαβαίνει, καθένας ἀπ’ ἐκείνην τὴν στράταν, καὶ βλέποντας, ὅτι ἔφθασε τὸ χωράφι ἐκεῖνο, λέγει : Εἰς τὴν δεῖνα ἡμέραν τὸ θερίζει ὁ νοικοκύρης· τό­σον ὅπου περνοῦν δέκα, ἢ δεκαπέντε ἄνθρωποι, καὶ λέγει κάθε εἷς τὸν λόγον του πλὴν κανεὶς δὲν ἠξεέρει τὴν βουλὴν τοῦ οἰκοκύρι πότε θέλει τὸ θερίσει.
τζι εἶναι καὶ οἱ τοιούτοι ἄνθρω­ποι· ἐπέρασαν οἱ Προφῆται, καὶ εἶπαν, ὅτι κοντὰ εἶναι τὸ τέλος· ἦλθαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι, καὶ εἶπαν καὶ αὐτοὶ ὁμοίως, ἐπειδὴ ἔβλεπαν τὸν κόσμον, ὅτι εἰς τὸ χειρότερον ὑπήγενεν ἦλθαν καὶ οἱ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ αὐτοὶ εἶπαν ὅτι πλησίον γίνεται τὸ τέλος· ἀλλὰ κανεὶς δέν ἤξευρε τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ· τόσον μόνον μᾶς δείχνει ὁ Κύριος εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, καὶ λέγει, ὅτι ὅταν γένουν σύγχυσες καὶ πόλε-μοι εἰς τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου, τότε νὰ θαρρῆτε ὅτι ἐγγὺς εἶναι τὸ τέλος.
λλ’ ἐπειδὴ εἴπαμεν περὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου, ἂς διηγηθοῦμεν καὶ περὶ τοῦ Ἀντιχρίστου, πὼς μέλλει νὰ γεννῃθῇ καὶ πῶς μέλλει νὰ θραφῇ, καὶ πῶς μέλλει νὰ κάμῃ ταῖς ἀτυχίαις του. Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἱησοῦς Χριστός, θέλοντας νὰ ἔλθῃ ἐπὶ τῆς γῆς, νὰ σώση τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐγεννήθη ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, ὅπου ἦτον ἀπὸ γένος βασιλικὸν τοῦ Ἰούδα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, καθὼς τὸ προεῖπε καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, ὅταν εὐλόγει τὰ παιδὶα του· Ἰούδα, σὲ αἰνέσουσιν οἱ ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρες σου ἐπὶ νώτου τῶν ἐχθρῶν σου, σκύ­μνος λέοντος Ἰούδα, οὐδὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθη ὦ ἀπόκειται, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν ἤγουν, ὦ Ἰού­δα υἱέ μου, νὰ σὲ ἐπαινέσουν οἱ ἀδελφοί σου, τὰ χέρια σου νὰ εἶναι εἰς τὴν ράχην τῶν ἐχθρῶν σου, νὰ σὲ προσκυνήσουν τὰ παιδὶα τοῦ πατρός σου· ὡσὰν γέννημα λεονταρίου ἐγεννήθης ἀπὸ τὸ γένος μου· ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ ὥσπερ λέων, ὡσὰν γέννημα λεον­ταρίου, τὶς νὰ τὸν ἐξυπνήσῇ; δηλονότι, ὁ Χριστὸς ὅπου ἀπέθα­νε διὰ τὴν ἠμῶν σωτηρίαν δὲν θέλει λείψει Προφήτης μηδὲ Βα­σιλεὺς ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἰούδα, ἕως ὅπου νὰ ἔλθη ὁ μελλού­μενος, καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀπαντοχὴ τῶν ἐθνῶν. Καὶ περὶ μὲν τοῦ Χριστοῦ ἔτζι ἐπροψητευσε· διὰ δὲ τὸν Ἀντίχριστον λέγει πρὸς τὸν ἕβδομόν του υἱόν, τὸν Δάν.
Γεννηθήτω Δᾶν ὄφις ἐφ’ ὁδοῦ δάκνων πτέρναν ἵππου· ἤγουν, ἂς γένη ὁ Δὰν ὀφίδι εἰς τὴν στράταν νὰ δαγκάνῃ τὴν πτέρναν τοῦ ἀλόγου. Ὄφις μὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Διάβολος, ὅπου ἐξεπλάνεσε τὴν Εὐαν εἰς τὸν Παράδεισον μὲ σχῆμα ὀφιδίου. Λέγεται δὲ ὁ Ἀντίχριστος ὄφις, ἐπειδὴ θέλει ἔχη ὅλον τὸν Διάβολον μέσα του, νὰ πλανᾷ τὸ γένος τῶν ἀνθρώ­πων.  Ὅτι δὲ ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δὰν μέλλει νὰ γεννηθῆ ὁ Ἀντί­χριστος, προφητεύει το ὁ Προφήτης, καὶ λέγει : Δὰν κρίνει τὸν ἐαυτοῦ λαόν, ὡσεὶ καὶ μία φυλὴ ἐν Ἰσραήλ. Καλὰ καὶ λέγουσι τι­νές, ὅτι διὰ τὸν Σαμψῶν τὸ λέγει ὁ Προφήτης, ὅτι καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δὰν ἦτον, καὶ ἔκρινε τὸν κόσμον εἴκοσι χρό­νους.
λλὰ εἰς μὲν τὸν Σαμψῶν ἐπληρώθη μερικὸν εἰς δὲ τὸν Ἀντίχριστον μέλλει νὰ πληρωθῆ τελείως· διότι λέγει καὶ ὁ Προφήτης Ἱερεμίας : Σπουδὴν ἐκ Δὰν ἀκουσώμεθα, ὁξύτητος ἵππων αὐτοῦ, ἀπὸ φωνῆς χρεμετισμοῦ ἱππασίας ἵππων αὐτοῦ ἐσεῖσθη πᾶσα ἡ γῆ· ἤγουν, θέλομεν ἀκούσει γληγοράδα καὶ ἀπὸ τὸν Δὰν, καὶ ἀπὸ τὴν λεπτότητα τῶν ἀλόγων του· ἀπὸ τὴν φωνὴν καὶ τὸν χλυμητρισμὸν τῶν ἀλόγων του ἐσείσθη ὅλη ἡ γῆ. Καὶ πάλιν ὁ Προφήτης Μωϋσῆς προφητεύει, καὶ λέγει : Σκύμνος λέοντος Δάν, καὶ ἐκπηδήσει ἐκ τοῦ Βασάν· ἤγουν, γέννημα τοῦ λεοντα­ρίου εἶναι ὁ Δάν, καὶ θέλει, πηδήσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Γέννημα λεονταρίου ὀνομάζει τὸν Ἀντίχριστον, ὅτι θέλει βασιλεύσει καὶ αὐτός, ὡσὰν πῶς ὁ λέων εἶναι βασιλεὺς εἰς ὅλα τὰ θηρία· ὁμοίως, καὶ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται γέννημα λεονταρίου, ἐπειδὴ ἦτον ἀπὸ γένος Βασιλικόν, καλὰ καὶ ἂν καὶ ἐπὶ γῆς δὲν ἔγινε Βασιλεύς, διότι εἰς ὅλα θέλει νὰ παρομοι-άση τὸν Χριστὸν ὁ ἀσεβέστατος καὶ πλάνος Ἀντίχριστος! Λέων ὁ Χριστός, λέων καὶ ὁ Ἀντίχριστος.
Βασιλεὺς εἶναι ὁ Χριστὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος θέλει γένη Βασιλεὺς ἐπὶ τῆς γῆς· ἔφανη ὁ Χριστὸς ταπεινὸς ὡς ἄρνιον, ὁμοίως καὶ αὐτὸς θέλει φανῇ ταπεινὸς εἰς τὴν ἀρχήν, καὶ ὑστέρα λύκος· ἐπεριτμήθη ὁ Χριστός, θέλοντας νὰ πλήρωση τὸν νόμον, ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος θέλει περιτμηθῇ, νὰ φανῆ ὅτι πληρώνει τὸν νόμον· ἀπέστειλεν ὁ Χριστὸς τοὺς Ἀπο­στόλους εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ αὐτὸς ὁμοίως θέλει στείλῃ ψευδαποστόλους νὰ πλανήση τοὺς ἀνθρώπους· ἐμάζωξεν ὁ Χριστὸς τοὺς σκορπι-σμένους εἰς τὴν βασιλείαν του, ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος θέλει μαζώξει τὸν λαὸν τῶν Ἑβραίων· ἔδωκεν ὁ Χριστὸς σημά­δι καλὸν εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τὸν Σταυρόν του, ὁμοίως καὶ ἐ­κεῖνος θέλει δώσει σημάδι κακὸν εἰς ὅσους τὸν πιστεύσουν εἰς σχῆμα ἀνθρώπου ἐφάνη ὀ Χριστός, καὶ αὐτὸς ὁμοίως ἄνθρωπος θέλει φανῇ· ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ἐγεννήθη ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸς ὁμοίως ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων μέλλει νὰ γεννηθῇ· ἀνέστησεν ὁ Χριστὸς τὴν σάρκα του, θέλει ἀναστήσει καὶ αὐτὸς ἄλλους νεκρούς· καὶ αὐτὰ ὅλα τὰ θέλει κάμη ὁ πλάνος κατὰ φαντασίαν, καὶ διὰ πλάνην τῶν ἀνθρώπων.
Δύο ἔλευσες λέγει ἡ Γραφή μας ἐπί τοῦ Χριστοῦ. Μίαν μὲν τὴν κατὰ σάρκα γέννησίν του, ὄπου ἐγεννήθη ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου, καὶ ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος· δεύτερην δέ, τὴν ὁποίαν ἀπαντεχένομεν νὰ ἔλθη· καὶ ἡ μὲν πρώτη του ἔλευσις ἦτον ταπεινὴ καὶ καταφρονεμένη, καὶ εἶχε προμηνυτὴν καὶ προετοιμαστὴν τὸν Βαπτιστὴν Ἰωάννην ἡ δὲ δευτέρα του θέλει ἔσται ἔνδοξος καὶ τιμημένη, καὶ θέλει ἔχη προμηνυτάς, τὸν δίκαιον Ἐνώχ, καὶ τὸν Προφήτην  Ἠλίαν, ὡς τὸ ἐπροεῖπαμεν εἰς τὴν προφητείαν τοῦ Προφήτου Μαλαχίου, οἱ ὁποῖοι θέλουν διδάσκει τὸν καιρὸν ἐκείνον, νὰ μὴ δεχθοῦν τὸν Ἀντίχριστον οἱ ἄνθρωποι, καθὼς τὸ λέγει ὁ Προφήτης Δανιὴλ ὡς ἐκ στόματος Θεοῦ· Διαθήκην διαθήσομαι μιᾶς ἑβδομάδος· ἤγουν, θέλω βάλω νόμον μιᾶς ἑβδομάδος· μία ἑβδομάδα οἱ ἑπτὰ χρόνοι λέγονται· καὶ εἰς μὲν τοὺς τρεῖς ἥμισυ χρόνους, ἤγουν, ταῖς χίλιαις διακόσιαις ἑξήντα ἡμέραις, θέλουν διδάσκει τὸν κόσμον νὰ μὴ πιστεύσουν τὸν Ἀντίχριστον· εἰς δὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἥμισυ χρόνους, θέλει δείξει ὁ Ἀντίχριστος τὰ ἔργα του, καθὼς τὸ μαρ­τυρεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του, καὶ λέγει : Τὴν πόλιν τὴν ἅγιαν πατήσουσι μῆνας τεσσαρακοστὰ δύο, καὶ δώσω τοῖς δυσὶ μάρτυσί μου, καὶ προφήτευουσιν ἠμέ­ρας χιλὶας διακοσίας ἑξήκοντα, περιβε-βλημένοι σάκκου» οὗτοι εἰσιν αἱ δύο ἐλαῖαι, καὶ αἱ δύο λυχνίαι, αἱ ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ τῆς γῆς ἐστώσαι· καὶ εἴτις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, πὺρ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν, καὶ κατεσθίει τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν εἴτις αὐτοὺς θέλει ἀδικῆσαι, οὕτως δεῖ αὐτὸν ἀποκταθῆναι· ἤγουν, αὐ­τοὶ οἱ δύο μάρτυρες τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ θέλουν πατήσει τὸ κάστρον τὸ ἅγιον, δηλονότι τὰ Ἱεροσόλυμα, ἠμέραις χιλίαις διακοσίαις ἑξήντα· αὐτὸ σημαίνει καὶ τὸ ἄλλο ρητὸν ὅπου λέγει, μῆνας τεσσαράκοντα δύο, ὅτι οἱ σαράντα δύο μῆνες τόσαις ἠμέ­ραις κάμνουν καὶ θέλουν προφητεύσει εἰς ταῖς τόσαις ἡμέραις φοροῦντες σακκία· αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο ἐλαίαις καὶ οἰ δύο λαμπάδες, ὅπου στέκονται ἐμπροστὰ εἰς τὸν Θεόν τῆς γῆς· καὶ ὁποῖος θε­λήσει νὰ τοὺς κάμη κακόν, στία θέλει εὐγένη ἀπὸ τὸ στόμα τους, νὰ κατα-καίῃ τοὺς ἐχθρούς τους· καὶ ὅποιος βουληθῇ νὰ τοὺς ἀδικήσῃ, ἔτζι τὸν πρέπει νὰ φονευθῆ· καὶ πάλιν ὁρίζει, παρακάτω διὰ αὐτούς. Οὗτοι ἕξουσιν ἐξουσίαν κλεῖσαι τὸν οὐρανόν, ἵνα μὴ βρέχη ὑετὸς ἐν ταῖς ἠμέραις τῆς προφητείας αὐτῶν καί, ἐξουσίαν ἔχωσιν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, στρέψαι αὐτὰ εἰς αἷμα, καὶ πατάξαι τὴν γῆν πάσῃ πληγῆ, ὁσάκις ἂν θελήσωσιν ἢγουν, αὐτοὶ οἱ δύο ἔχουν ἐξουσίαν νὰ κλείσουν τὸν οὐρανὸν νὰ μὴ βρέχῃ βροχὴν εἰς ταῖς ἡμέραις ὅπου θέλουν προφητεύσει· αὐτοὶ ἔχουν καὶ δύναμιν εἰς τὰ νερὰ νὰ τὰ μεταγυρίσουν εἰς αἷμα, καὶ ἔχυον ἐξουσίαν νὰ δώσουν εἰς τὸν κόσμον ὅτι ἀσθένειαν θελήσουν καὶ πά­λιν ὁρίζει παρακάτω : Καὶ ὅτε τελέσωσι τὴν μαρτυρίαν αὐτῶν, τὸ θηρίον, τὸ ἀναιβαίνον ἐκ τῆς ἀβύσσου, ποιήσει πόλεμον μετ’ αὐτῶν ρίψει ἐπὶ τῆς πλατείας πόλεως τῆς μεγάλης· ἤγουν, ἀφόντις πληρώσουν τὴν μαρτυρίαν τους, τὸ θηρίον ὅπου ἀναβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσον, δηλονότι ὁ Ἀντίχριστος, θέλει κάμῃ πόλεμον μετ’ αὐτούς, καὶ τοὺς θέλει, νικήσει, καὶ τοὺς θέλει φονεύσει, καὶ τὰ κορμία τοὺς τὰ θέλει ρίψει εἰς τὴν στράταν τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλ’ ἂς ἐπαναλάβωμεν ἐξ ἀρχῆς τὴν διήγησιν τοῦ Ἀντιχρίστου νὰ εἰποῦμεν πὼς θέλει γεννηθῆ, καὶ πὼς θέλει καταστηθῇ τὰ ὕστερα.
Αὐτὸς ὁ πλάνος καὶ ἀσεβέστατος Ἀντίχριστος μέλλει νὰ γεννηθῇ ἐκ μιᾶς γυναικός, πόρνης μὲν εἰς τὸ κρυφόν, παρθένου, δὲ εἰς τὸ φανερὸν καὶ δὲν θέλει εἶσται αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ Διάβολος, ἀμὴ ἄνθρωπος θέλει εἶσται, ὡσὰν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἔχη ὅλην τὴν διαδολικὴν ἐνέργειαν ἐγκάτοικον μέσα του, καθὼς τὸ ὁρίζει και ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός· καὶ θέλει περιτμηθῇ καὶ αὐτὸς ὥσπερ ὁ Χριστός, καὶ μαθητὰς θέλει μαζώξει περίσσους κατὰ μίμησιν τοῦ Χρίστου, νὰ ὑπηρετοῦν τὰ κακὰ του θελήματα· καὶ πρώτον μὲν θέλει ἀγαπήσει τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, καὶ θαύματα πολλὰ θέλει δείξει εἰς αὐτούς, ὅλα κατὰ φαντασίαν καὶ πλάνην, διὰ νὰ πλανέση τοὺς ἀνθρώπους, ὀχι μόνον τοὺς κακούς, ἀλλ’ ἂνἦτον δυνατὸν καὶ αὐτοὺς τοὺς δικαίουςκαθὼς τὸ ὁρίζει  Κύριος εἰς τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιονκαὶ εἰς μὲν τὴν ἀρχὴν του θέ­λει  εἶσται ταπεινόςἥσυχοςἀγαπημένος μὲ ὅλουςεὐλαβής,εἰρηνοποιόςνὰ μισῇ τὴν ἀδικίαννὰ ἀποστρέφεται τὰ δῶρατὰ εἴδωλα νὰ μὴ προσκυνῇ,ταῖς Γραφαῖς τῆς  Ἐκκλησίας νὰ ἀγαπήσητοὺς Ἱερεῖς νὰ τιμᾷτοὺς γέροντας νὰ ἐντρέπεται,τοὺς νέους νὰ καλοπιάνητὴν μοιχείαν νὰ συγχαίνεταιτὴν κατάκρισιν νὰ ἐχθρεύεται· ποτὲτου νὰ μὴν ὁμόσητοὺς ξένους νὰ ἀγαπᾷτοὺς πτωχοὺς νὰ κυβερνᾷτοὺς ὀρφανοὺς νὰἐλεημονάταιταῖς χήραις νὰ ἐπιτηρῆτοὺς ἀσθενημένους νὰ κοιτάζηΜετὰ δὲ ταῦτα, θέλει κάμη καὶ σημεῖα καὶ θαύματα· λεπροὺς νὰ καθαρίζη, παραλύτους νὰ σηκώση, δαίμονας νὰ προλέγη διὰ τὰ μακρόθεν, νεκροὺς νὰ ἀναστήση, τυφλοὺς νὰ ἀναβλέψῃ, καὶ ἄλλα πολ­λὰ θαύματα νὰ κάμη, ὅπου ἰδῇ δύο ἀνθρώπους, ὅτι μαλώνουν, αὐτὸς νὰ τοὺς κάμνῃ ἀγάπην,λέγοντας ὡς ὁ Θεός : Μὴ ἐπιδυέται ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου ἤγουν ἂς μὴ βασιλεύση ὁ ἥλιος εἰς τὴν ἔχθραν τοῦ ἀδελφοῦ σου· ἄσπρα νὰ μὴν ἀποκτήση, χρυσίον νὰ μὴν ἀγαπήση, βίον νὰ μὴ καταδέχε­ται· καὶ αὐτὰ ὅλα θέλει κάμνη διὰ νὰ τὸν ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τὸν τιμοῦν.
Τέλος ὡσὰν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ καλὰ του καὶ ταῖς ἀρεταῖς του, θέλουν μαζωχθῆ ὅλοι νὰ τὸν κάμουν βασιλέα· μάλιστα δὲ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων θέλει τὸν ζήτηση διὰ βασιλέα τους, λέγοντας πρὸς ἀλλήλους. Μὴ νὰ εὑρίσκεται ἄλλος κανεὶς εἰς τούτον τὸν καιρὸν ὡσὰν ἐτοῦτον; μὴ νὰ ἦτον κανεὶς ἂλλος Ἅγιος ὡσὰν αὐτόν; ἂς κάμωμεν βασιλέα αὐτόν, ἂς σπουδάσωμεν νὰ τὸν ἀποκτήσωμεν αὐθέντην.
λοι τους γοῦν θέλουν ὑπάγῃ πρὸς αὐτόν, παρακαλοῦντες τον καὶ λέγοντες : Ἡμεῖς ὅλοι μας ἐσένα θέλομεν βασιλέα, εἰς ἐσένα ἀγαποῦμεν νὰ ὑποτασσωμεσθε· ὅλοι εἰς ἐσένα θαρροῦμεν νὰ σωθοῦμεν, ὅτι ἐσὺ μόνος εἶσαι δίκαιος ἐπὶ γῆς· ἐσένα ἐγνωρίσαμεν ἅγιον εἰς τὴν γενεάν μας· ἐσένα εὐρήκαμεν καλὸν καὶ ἀγαθὸν εἰς τὸ γένος μας· διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν σε, βασίλευσαι εἰς ἠμᾶς ὅλους· καὶ αὐτὸς δὲν τοὺς θέλει ἀκούῃ, πονηρεύοντας νὰ τὸν παραδεηθοῦν ὅμως μὲ πολλὴν παρακάλεσιν θέλει γένη βασιλεύς· καὶ παρευθὺς θέλει ὑψωθῇ ἡ καρδία του, καθὼς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του, καὶ λέγει : Καὶ προσεκύνησαν τὸν δράκοντα, ὅς ἔδωκεν ἐξουσίαν τῷ θηρίῳ, καὶ προσεκύνησαν τὸ θηρίον, λέγοντες : Τὶς ὅμοιος τῷ θηρίῳ τὶς δύναται πολεμησαι μετ’ αὐτοῦ; καὶ ἐδόθη αὐτῷ στόμα λαλοῦν μεγάλα καὶ βλάσφημα· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐ­ξουσία ποιῆσαι μῆνας τεσσαράκο-ντα δύο· καὶ ἠνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίας πρὸς τὸν Θεόν, βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἤγουν, οἰ ἄνθρωποι θέλουν προσκυνήσει τὸν Διάβολον, ὁ ὅποιος ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν του Ἀντιχρίστου· καὶ θέλουν προσκυ­νήσει τὸν Ἀντίχριστον λέγοντες : Ποὶος εἶναι ὅμοιος ὡσὰν ἐτοῦτον; τὶς δύνεται νὰ πολεμήση μετ’ αὐτόν; θέλει τοῦ δοθῆ στό­μα, νὰ λαλῇ περισσὰ καὶ βλάσφημα, καὶ θέλει τοῦ δοθῇ ἐξουσία νὰ κάμη, μῆνας σαράντα δύο, ἤγουν, τρεῖς ἥμισυ χρόνους· θέλει ἀνοίξει τὸ στόμα τοῦ εἰς βλασφημίας πρὸς τὸν Θεόν, νὰ βλα­σφημᾷ τὸ ὄνομά του· αὐτὸς ὅπου ἦτον πρῶτα ταπεινός, θέλει γένῃ ὑπερήφανος· ὁ ἐλεήμων, θέλει γένῃ ἐχθρὸς τῶν πτωχῶν ὁ φιλάνθρωπος, θέλει γένῃ ἀπάνθρωπος· αὐτὸς ὅπου ἐμίσει τὴν ἀδικίαν, θέλει διώξει τοὺς δικαίους· αὐτὸς ὅπου ἀποστρέφετο τὴν πλεονεξίαν, θέλει ἀποκτήσει τὴν ἀδικίαν εἰς αὐτὰ ὅλα θέλει, ὑπερηφανευθῆ εἰς τὴν βασιλείαν του, καὶ θέλει κάμῃ πόλεμον νὰ φονεύση τρεῖς βασιλεῖς, τῆς Αἰγύπτου, τῆς Λίβυας, καὶ τῆς Αἰθιο­πίας· μετὰ ταῦτα θέλει ἀνακτίσει τὸν ναὸν τῶν Ἑβραίων εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ θέλει τὸν δώσει εἰς τὰ χέρια τῶν Ἑβραίων νὰ τὸν ὁρίζουν. Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καὶ λέγει : Ὅταν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸ ρηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ Προφήτου, ἑστὼς ἐν τόπῳ ἅγιῳ, (ὁ ἀναγινώσκων νοείτω,) τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαία, φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὅρη; βδέλυγμα καὶ σύγχαμα αὐτὸν τὸν Ἀντίχριστον ὀνομάζει ὁ Κύριος, ὅπου θέλει ἐρημώσει τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, καὶ θέλη σταθῇ εἰς τὸν ἅγιον τόπον, δηλονότι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα· ἔπει­τα θέλει ὑπερηφανευθῇ κατὰ Θεοῦ, βάνοντας ὁ ταλαίπωρος εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι θέλει βασιλεύει αἰωνίως· δὲν ἤξευρει, ὅτι γλήγορα ἀφανίζεται, ἡ Βασιλεία του. Τοιαῦτα ἔργα θέλει κάμῃ ὁ ἀσεβέστατος.
Τότε ποῖος νὰ εἶναι, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὅποῦ νὰ εὑρέθη ἄξιος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν; ποῖος νὰ γνωρίση τὴν πλάνην νὰ τὴν ἀποφυγή; ὁποῦ μέλλει νὰ μάζωξη τοὺς δαί­μονας εἰς σχῆμα ἀνθρώπων, νὰ τοὺς καταστήση, αὐθεντάδες εἰς κάθε τόπον, ἐκείνους, ὀποῦ τὸν ἔκαμαν βασιλέα, νὰ τοὺς συγχαθῇ, καὶ αὐτὸς νὰ γένη ὀργίλος, θυμώδης, ἄτυχος, ἀκατάστατος, φοβερός, μισητός, ἄσχημος, ἀνήμερος, πονηρός· καὶ ἄλλο νὰ μὴν εἶναι ἡ ἔννοιά του, μόνον πῶς νὰ πλανέσῃ ψυχὰς ἀνθρώπων· τότε θέλει βοήσει μετὰ μεγάλης φωνῆς εἰς ὄλον του τὸ φουσάτον. Γνωρίσατε ἔθνη, φυλαί, καὶ γλώσσαι τὴν μεγάλην μου δύναμιν καὶ ἐξουσίαν τὶς εἶναι ὅπου νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν βασιλείαν μου; ποῖος βασιλεὺς εἶναι ὅπου νὰ μὴ μὲ φοβᾶται; ἐὰν θέλετε, ἰδέτε καὶ σημεῖα ὅπου θέλω κάμῃ· τότε βουνὰ νὰ μετατόπιση, εἰς τὴν θάλασσαν νὰ περιπατήση ὡσὰν καὶ εἰς τὴν γῆν, στίαν νὰ κατεβάση, ἀπὸ τοὺς οὐρανούς· τὴν ἠμέραν νὰ τὴν κάμῃ νύκτα, καὶ τὴν νύκτα ἡμέραν καὶ καθολικὰ νὰ εἰποῦμεν, εἴτι τὸν φανῇ ἐκεί­νον καὶ θέλει κάμνῃ, νὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι.
ὰν τῷρα δὲν φαίνεται, εὐλογημένοι Χριστιανοί, καὶ πάλιν μᾶς πλανά, καὶ τὸν πιστεύομεν, τὶ νὰ κάμουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ ἐκείνου; ἐὰν μία γυναῖκα ἁμαρτωλὴ γητεύοντας καὶ μαγεύοντάς μᾶς γελᾷ, καὶ παραδιδόμασθεν εἰς τὸν διάβολον, τότε τί θέλουν πάθη ὅσοι εὑρεθοῦν εἰς ταῖς ἡμέραις ἐκεῖναις;
μως ἀφόντις ὁ πλάνος ἐκεῖνος κάμῃ τὰ διαβολικὰ του ἔρ­γα, καὶ τὸν πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς δὲν θέλει βρέξει, ἡ γῆ δὲν θέλει κάμῃ καρπούς, ἡ θάλασσα θέλει βρωμήσει νὰ ψο­φήσουν τὰ ψάρια, οἱ ποταμοὶ θέλουν ξήρανθη, οἱ λίμναις θέλουν στειρεύσει, τὰ πηγάδια θέλουν χάσει τὸ νερόν τους, τὰ θηρία θέ­λουν ἐπανέβη, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τετράποδα καὶ ζῷα ὅλα θέλουν ψοφήσει, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν πεϊναν καὶ δίψαν θέλουν ἀποθάνη, οἱ μητέρες θέλουν ἀγκαλιάζει ταῖς θυγατέρες τους νὰ ἀποθνῄσκουν, οἱ πατέρες θέλουν περιπλέκεσθαι τὰ παιδιά τους νὰ ξεψυχοῦν, καὶ κανεὶς δὲν θέλει εἶσται νὰ τοὺς θάπτῃ· ἡ γῆ ὅλη θέλει γεμίσει, βρῶμα καὶ δυσωδία ἀπὸ τὰ κορμιὰ τῶν ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων· ἡ θάλασσα θέλει ξεχύσει τοὺς ποταμοὺς ὅσπὲρ κοπρίαν βρωμερήν.
Τότε πεῖνα καὶ δίψα μεγάλη θέλει εἶναι εἰς ὄλον τὸν κόσμον τότε κλαύματα, καὶ θρῆνος πολὺς θέ­λει εἶσται εἰς ὅλην τὴν γῆν· ἀναστεναγμοὶ καὶ θλίψεις τῆς καρ­δίας θέλουν περισσεύει· οἱ ἄνθρωποι, τοῦ καιροῦ ἐκεῖνου θέλουν καλοτυχίζει τοὺς ἀποθαμμενους νὰ λέγουν. Καλότυχοι ἐκεῖνοι ὅπου δὲν ἔφθασαν ταῖς ἡμέραις ἐτοῦταις· καὶ θέλουν κράζῃ μεγαλοφώνως : Ἀνοίξατε τάφοι καὶ δεχθῆτε καὶ  ἠμᾶς· ἀνοίξατε νὰ σεβοῦμεν νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσεβέστατου βασιλέως· τὶ τὸ ὄφελός μας νὰ ζοῦμεν πεινασμένοι; τὶ τὸ διάφορόν μας νὰ περνοῦμεν διψασμένοι; ὦ θάνατε παράλαβέ μας, καὶ ἀνά­παυσέ μας ἀπὸ τούτους τοὺς κόπους. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔτζι θέ­λουν κλαίει παραπονούμενοι· ὁ δὲ μικρὸς ἐκεῖνος βασιλεὺς θέλει στείλῃ ὁρισμοὺς εἰς ὅλην του τὴν ἐπαρχίαν μὲ δαίμονας, μὲ ἀνθρώπους, μὲ ὅλους τους ὑπηρέτας, νὰ λέγουν : Βασιλεὺς  μέγας ἔγινεν εἰς τὴν γῆν, ἐλᾶτε ὅλοι νὰ τὸν προσκυνήσετε, ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν τῆς βασιλείας του· διότι, αὐτός σᾶς θέλει δώσει καὶ ψωμί, καὶ κρασὶ πολύ, βίον ὅσον θέλετε νὰ σᾶς χαρίσῃ, δωρεαῖς καὶ τιμαῖς μεγάλαις νὰ σᾶς δώσῃ· ποῖος εἶναι ὅμοιος ὥσπερ αὐτόν; ὅπου σαλεύει τὴν γῆν, ὅπου μεταθέ­τει τὰ βουνά, ὅπου ἀνασταίνει νεκρούς, ὅπου πλουτίζει τοὺς φτω­χούς, ὅπου κάμνει εἴτι τὸν φαίνεται; ἐλατὲ ὅλοι πρὸς  αὐτὸν νὰ ἀγοράσετε τὸ πὰν ἀγαθόν. Τότε νὰ ὑπάγωσιν ὅλοι πρὸς ἐκεῖνον λέγοντες :  Ἠκούσαμεν, ὅτι εἶσαι μέγας βασιλεύς, καὶ καλοκαρδίζεις τοὺς δούλους σου, διὰ τοῦτο ἤλθαμεν νὰ σὲ προσκυνήσωμεν νὰ μᾶς διαθρέψῃς, ὅτι χανόμεσθεν ἀπὸ τὴν πεῖναν. Τότε θέλει τους, ἀποκριθῆ ὁ πλάνος, νὰ τοὺς εἰπῇ.
λᾶτε νὰ σᾶς κάμω βούλαν εἰς τὸ δεξιὸν χέρι καὶ εἰς τὸ μέτωπον, καὶ τότε νὰ σᾶς δώσω εἴτι γυρεύετε.  Ἐκεῖνοι δέ,  μὴ γνωρίζοντες τὴν πλάνην του, θέλουν σταθῇ νὰ τοὺς βουλλώσῃ εἰς τὸ δεξιὸν χέρι καὶ εἰς τὸ βλέφαρον, διὰ νὰ μὴ δύνωνται πλέον νὰ κάμουν τὸν Σταυρόν τους, ἀλλά, νὰ εἶναι ὅλως διόλου, ἐδικοί του· ἠ δὲ βοῦλα του θέλει ἔχῃ ψῆφον, ἑξακόσια ἐξηνταέξη, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του, καὶ λέγει :  Καὶ ποιεῖ πάντας τοὺς μικρούς, καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ τοὺς πλουσίους, καὶ τοὺς πτωχούς, τοὺς ἐλευθέρους, καὶ τοὺς δούλους, ἵνα δώσῃ αὐτοῖς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς, ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν, ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι, εἰμὴ, ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, ἢ τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου, ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνό­ματος αὐτοῦ· ὧδε ἡ σοφία ἐστὶν ὁ ἔχων τὸν νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρωπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ, ἑξακόσια ἐξήκονταέξ.
 δὲ ἔννοια τῆς βούλας θέλει νὰ λέγῃ· Ἀρνοῦμαι τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς·ἀρνοῦμαι τὸ ἅγιον Βάπτισμα, ἀρνοῦμαι ὅτι νὰ λατρεύω τὸν Χριστόν, καὶ γίνομαι ἐδικός σου δοῦλος· ἀρνοῦμαι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἀγαπῶ τὴν κόλασιν· ἀρνοῦμαι τὸν Σταυρόν, καὶ δέχομαι τὴν ἐδικήν σου βοῦλλαν.
Τοιαύτην ἔννοιαν θέλει ἔχῃ ἡ βούλλα ἐκείνη τοῦ πλάνου Ἀντίχριστου, καθὼς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος ὁ Πάπας τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος διηγεῖται αὐτὰ ὅλα, ὅσα λέγω τώρα ἐγὼ ἀπλῶς, καὶ τὰ καταλαμβάνετε· ὅποιος δὲ δὲν θέλει σταθῇ νὰ τὸν βουλλώση θάνατον θέλει πέρνῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας του. Καλότυχος ὁποῦ ὑπομείνει τὸν καιρὸν ἐκεῖνον· ἐκεῖνος θέλει σωθῇ, ὡς ὁρίζει ὁ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον. Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται· καὶ πάλιν ὁ Θεολόγος Ἰωάννης λέγει εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του διὰ τοὺς τοιούτους. Μακάριοι οἱ ἐν Κυρὶῳ ἀποθνήσκοντες ἀπάρτι. Μετὰ ταῦτα θέλει σχηματίσει τοὺς δαίμονας εἰς σχῆμα φωτεινῶν Ἀγγέλων, καί πλῆθος πολὺ θέλει παραστήσει ἔμπροσθέν του, νὰ τὸν ἐγκωμιάζουν, λέγοντες : Μέγας ὁ βασιλεὺς τοῦ καιροῦ ἐτοῦτου· μέγας ὁ ἐξουσι-αστὴς καὶ αὐθέντης· ποῖος εἶναι ὁ Θεός; Ποῖος εἶναι ὁ Κύριος, πάρεξ αὐτός; αὐ­τὸς εἶναι ὀ Θεός, ὅπου ἔκτισε τὰ πάντα· αὐτὸς ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὀ υἰός τοῦ Θεοῦ· ἐλᾶτε προσκυνήσετέ τον· ἐλᾶτε πιστεύσετέ τον· διὰ τοῦτο μᾶς παραγγέλλει ὁ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καὶ λέγει : Βλέπετε, μὴ τις ὑμᾶς πλανήση, πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, λέγοντες : Ἐγὼ εἰμὶ ὀ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι· καὶ πάλιν παρακάτω ὁρίζει : Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται, καὶ δώσουσι, σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς· ἰδοὺ προείρηκα
ὑμῖν ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν : Ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις μὴ πιστεύσητε· ἤγουν, τότε ἐὰν σᾶς εἰπῇ κανείς, ἐδῷ εἶναι ὁ Χριστός, ἢ εἰς ἄλλο μέρος, μὴ πιστεύσητε· διότι θέλουν σηκωθῆ ψευδεῖς Χριστοί, καὶ ψευδεῖς Προφήται, καὶ θέλουν κάμῃ θαύματα πολλά, ὥστε νὰ δυνηθοῦν νὰ ξεπλανέσουν καὶ τοὺς διαλεκτούς· ἰδού, ὁποῦ σᾶς τὸ ἐπροεῖπα· τὸ λοιπὸν ἐὰν σᾶς εἰποῦν ἐκεῖνοι, ἰδοὺ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν ἔρημον, νὰ μὴν ὑπᾶτε ἐὰν σᾶς εἰποῦν, Ἰδοὺ ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σπίτι, νὰ μὴ τοὺς πιστεύσετε. Καὶ οὐ μόνον εἰς τόσον θέλει ὑπερηφανευθῇ ὁ ταλαίπωρος ἐκεί­νος, ἀλλὰ καὶ ἄλλας φαντασίας θέλει κάμνῃ, νὰ δείχνῃ ὅτι ἀνε­βαίνει εἰς τὸν οὐρανον, νὰ φαντάζεται ὅτι πέτεται, νὰ σχηματίζεται ὅτι ἀποθνῄσκει, καὶ πάλιν νὰ ἀνασταίνεται, καὶ νὰ προστάσῃ τοὺς ὑπηρέτας του μὲ πολὺν φόβον καὶ τρόμον νὰ κάμνουν τὸ θέλημά του.
Τότε θέλει στείλη εἰς τὰ βουνά, καὶ εἰς τὰ σπήλαια, καὶ εἰς ταῖς τρύπαις τῆς γῆς τοὺς δαίμονάς του νὰ γυρεύουν ὅσους δὲν ἠθέλησαν νὰ βουλλωθοῦν καὶ ἔφυγαν, καὶ ἀφόντις τοὺς φέρουν, εἰ μὲν θελήσουν νὰ τοὺς βουλλώση, ἤδη καλῶς· εἰδὲ καὶ δὲν θε­λήσουν, νὰ τοὺς παιδεύῃ μὲ τοιαῦτα βάσανα, ὅπου κανεὶς ἐξαιώνος δὲν τὰ ἤκουσε· τοιαύταις παίδευσες θέλει κάμνῃ, ὅπου μόνον νὰ ταῖς συλλογισθῇ κανείς, ὅλος τρομάσσει καὶ φρίσσει. Καλότυχοι ἐκεῖνοι ὅπου τὸν νικήσουν τότε τὸν παράνομον ὅτι ὡσὰν τοὺς μεγάλους Μάρτυρας θέλουν τιμηθῆ ἐκεῖνοι, καὶ μάλιστα περισσότερον ὅτι οἱ μὲν παλαιοὶ Μάρτυρες ἐνίκησάν τοὺς ὑπηρέτας του, ἐκεῖνοι δὲ θέλουν νικήσει ἐκεῖνον τὸν Ἀντίχριστον ἐ­κεῖνοι ὅπου φάνουν τότε ἄξιοι ὑπηρέται τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι θέλουν στεφανωθῇ, καὶ θέλουν τιμηθῇ παρὰ τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ.
λλ’ ἂς ἔλθωμεν πάλιν ὅθεν ἀφήσαμεν τὸν λόγον μας· ἀφόντις τοὺς βουλλώσῃ τοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἀντί-χριστος, πεινών­τες καὶ διψῶντες θέλουν ὑπάγει νὰ τὸν εἰποῦν. Ἰδοὺ ἠμεῖς ἐπροσκυνήσαμέν σε, καὶ σφράγισές μας· τὸ λοιπὸν δός μας νὰ φάμεν, καὶ νὰ πιοῦμεν, ὂτι ἀποθνήσκομεν ἀπὸ τὴν πεῖναν γύρισε τὴν βρώμαν τῆς θαλάσσης εἰς εὐωδίαν, ὅτι ξεψυχοῦμεν πρόστα­ξε τὰ πηγάδια νὰ ἀναβρύσουν νερὸν ὥρισε τὸν οὐρανὸν νὰ βρέξῃ, καὶ τὴν γῆν νὰ δώσῃ τὸν καρπόν της· δίωξε ἀποπάνω μας τὰ ἀνθρωπό-φαγα θηρία, ὅτι ὅλοι μας εἰς ἐσένα θαρροῦμεν νὰ ζήσωμεν. Τότε θέλει τοὺς ἀποκριθῆ μὲ πολλὴν κακίαν λέγον­τας· πόθεν νὰ σᾶς δώσω ἐγῶ ψωμί; ποῦ νὰ εὕρω τὸ κρασί, ἢ τὸ νερόν; μὴ νὰ εἶμαι ἐγὼ ὀ Θεὸς νὰ σᾶς τὰ δώσω αὐτά; ἢ γῆ δὲν θέλη νὰ βρέξη, πόθεν λοιπὸν νὰ εὕρω ἐγὼ τροφὴν νὰ σᾶς δώσω; δοτὲ καὶ ἐσεῖς ἐμένα.
Τότε οἱ ἄνθρωποι, ὡσὰν ἀκούσουν τὴν τοιαύτην ἀπόκρισιν τοῦ Ἀντίχριστου, θέλουν γνωρίση ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀντίχριστος, καὶ θέλουν κλαύσῃ μεγάλως, κρούοντες τὸ στῆθος τους καὶ τὸ πρόσωπόν τους, καὶ λέγοντες· ὦ τῆς συμφορᾶς τῆς μεγάλης· ὦ τῆς κακῆς πραγματείας· ὦ εἰς τὸν γελασμὸν ὅπου ἐπάθαμεν, ὦ εἰς τὸ πταίσιμον ὅπου ἐπταίσαμεν ὦ εἰς τὸ κακὸν ὅπου ἐπέσαμεν ἀλλοίμονον, πῶς, ἐπλανέθημεν· ἀλλοίμονον, πῶς ἐγελάσθημεν ἀλλοίμονον εἰς ἠμᾶς, πῶς μᾶς ἐξεπλάνεσεν ὁ πλάνος ἐτοῦτος· ἀλλοίμονον εἰς ἠμᾶς πῶς μᾶς ἔπιασεν ὁ τύραννος μὲ τὸν δόλον του· ἀλλοίμονον, πῶς ἐπιάσθημεν εἰς τὸ δίκτυον τοῦμιαροῦ τούτου· δὲν ἀκούαμεν ταῖς γραφαῖς; δὲν ἐβλέπαμεν πῶς ἐπαράγγελαν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας; τί ἠτον αὐτὸ εἰς ἠμᾶς καὶ ἐγελάσθημεν; πόσαις φοραῖς τὰ ἠκούσαμεν αὐτὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὅπου τὰ ἐδίδασκαν; καὶ τώρα πῶς ἐπλανέθημεν;
Ταῦτα λέγοντες θέλουν φύγῃ εἰς τὰ ὄρη, καὶ εἰς τὰ σπήλαια, νὰ κλαίουν τὴν ἁμαρτίαν τους, καὶ μὲ συντετριμμένην καρδίαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς συμπαθήσῃ τὴν ἀσέβειάν τους. Ὁ δὲ Θεός, ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος ὅπου εἶναι, τοὺς θέλη γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ μιαροῦ Ἀντίχριστου, καὶ θέλει τοὺς σκεπάσει μὲ τὸ χέρι του, νὰ μὴ τοὺς εὕρη ὁ πλάνος αὐτός. Καὶ οἱ μὲν μετανοήσαντες ἔτζι θέλουν πάθη. Ὅσοι δὲ θέλουν εἶσται εἰς τὰ κάστρη καὶ εἰς ταῖς χώραις μέγαν πόνον θέλουν ὑπομείνη· τότε οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν θέλουν ἔλθη εἰς τὴν δύσιν, νομίζοντες ὅτι ἐκεῖ εἶναι καλοπάθεια· ἄλλοι δὲ ἀπὸ τὴν δύσιν θέλουν πηγαίνῃ εἰς τὴν ἀνατολήν, μὴν ἠξεύροντες ὅτι εἰς κάθε τόπον εἶναι ἡ τοιαύτη κακοτυχία καὶ ταλαιπωρία. Τοιαύτη λύπη καὶ θλίψις θέλει γένη ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκεῖναις, οἵα οὐ γέγονεν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, ὡς ὁρίζει ὁ Κύριος εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον.
Τότε ἀλλοίμονον εἰς ταῖς ἐγγαστρωμέναις, καὶ εἰς ταῖς ὀρφαναῖς, καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· τὴν ἡμέραν θέλουν ἀπαντεχένει τὴν νύκτα, καὶ τὴν νύκτα θέλουν ἀπαντεχένει τὴν ἡμέραν· και τὴν μὲν ἡμέραν θέλουν λέγη : Πότε νὰ γένη νύκτα, νὰ ἀναπᾳυθοῦμεν ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους; πότε νὰ νυκτῶσῃ, νὰ μὴν ἤμεσθεν ἔξυπνοι καὶ πεινοῦμεν, πότε νὰ βραδιάσῃ, νὰ μή μας εὑρίσκουν τὰ θηρία καὶ μᾶς τρώγουν; τὴν δὲ νύκτα πάλιν ἀκούοντες τὰς ἀστραπὰς καὶ τὰς βροντάς, νὰ λέγουν : Πό­τε νά ξημερώση, νὰ ἰδοῦμεν κἂν τὸ φῶς τῆς ἡμέρας; πότε νὰ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, νὰ γνωρίσωμεν τοὺς γείτονάς μας; πότε νὰ γένη ἡμέρα, νὰ ἰδοῦμεν τοὺς συγγενεῖς μας; κἂν νὰ παρηγορηθοῦμεν ὀλίγον; ἔτζι νὰ λέγουν λυπούμενοι καὶ κλαίοντες. Τότε ὅλη ἡ γῇ κλαίει· ὁ οὐρανὸς κλαίει· ἡ θάλασσα, ὁ ἀήρ, ὁ αἰθήρ, ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη, καὶ τὰ ἄστρα κλαίουν, καὶ τὰ ἄγρια καὶ ἀνή­μερα ζῷα κλαίουν· τότε κλαίουσι καὶ τὰ ὄρη καὶ οἱ κάμποι διὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτά, οἱ πέτραις καὶ τὰ ξύλα, ὅλα θέλουν λυποῦνται διὰ τοὺς ἀνθρώπους, πὼς ἐπλανέθησαν, πῶς ἐγελάσθησαν, πῶς ἀπατήθησαν, καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν πλάνον Ἀντίχριστον· καὶ οὐ μόνον τοσούτον, ἀλλὰ ἐδέχθησαν καὶ τὴν μιαρᾶν τοῦ σφραγῖδα, καὶ ἀρνήθησαν τὸν τίμιον καὶ ζοωποιὸν Σταυρόν.
Κλαύσει θέλουν τότε καὶ οἱ Ἐκκλησίαις τοῦ Θεοῦ πένθος μέγα· διότι μήτε λειτουργία, μήτε ἄλλη ὑπηρεσία θέλει γίνεται πλέον ἀμἠ ὅλα θέλουν καταπατηθῆ ὥσπερ σκύβαλα· τὸ τίμιον σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δὲν θέλει φανῆ εἰς ταῖς ἡμέραις ἐκεῖναις· ἡ λειτουργία θέλει σβυσθῇ οἱ ψαλμωδίαις θέλουν παύσει· αἱ ἀναγνώσεις τῶν γραφῶν δὲν θέλουν ἀκουσθῇ· ἠ διδαχὴ καὶ αἱ ψυχωφελεῖς διηγήσεις θέλουν καταργηθῇ· μόνον ὀ θρῆνος θέ­λει περισσεύει· οἱ ἀναστεναγμοὶ θέλουν πληθένει· οἱ θλίψεις θὲλουν αὐξαίνει· τότε τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον θέλουν τὸ ρίχνει εἰς ταῖς στράταις, καὶ κανεὶς δὲν τὸ θέλει μαζώνει· τὰ πολύτιμα καὶ ζηλευτὰ πράγματα, ὅλα θέλουν μισηθῇ εἰς τὰς ἡμέρας ἐκεῖνας· διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουν ἀγωνίζεσθαι μόνον, πὼς νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ πλάνου Ἀντιχρίστου, καὶ εἰς κανένα τρόπον δὲν θέλουν δυνηθῆ νὰ τὸν ἀποφύγουν διότι ἔχοντες τὴν μιαρᾶν του σφραγίδα, θέλουν εἶναι φανεροί, καὶ γνωστοί εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ μέσα θέλει, εἶσται φόβος, ἀπὸ ἔξωθὲν τρόμος· εἰς ταῖς νύκταις καὶ ἡμέραις, εἰς ταῖς στράταις καὶ εἰς τὰ σπίτια· εἰς ταῖς στράταις θέλουν κείτεσθαι τὰ βρωμερὰ κορμιὰ τῶν ἀποθνησκόντων, καὶ εἰς τὰ σπίτια θέλει εἶσται πεῖνα, καὶ δίψα· εἰς ταῖς στράταις θέλει εἶσται σύγχυσις καὶ ἀνάκατωσις, καὶ εἰς τὰ σπίτια δάκρυα ἀπαρηγόρητα· τότε θέλει μαρανθῇ ἡ εὐμορφία τῆς ὄψεως τῶν ἀνθρώπων διότι θέλουν γενῇ τὰ πρό­σωπά τους ὡσὰν πρόσωπα νεκρῶν· ἡ εὐμορφάδα τῶν γυναικῶν θέλει χαθῇ· ἡ ἐπιθυμία θέλει παύσει· καὶ λοιπὸν ἀλλοίμονον εἰς τοῖς ἀνθρώποις τοῦ καιροῦ ἐκείνου.
λλ’ οὖν ὁ φιλάνθρωπος καὶ εὔσπλαγχνος Θεὸς δὲν θέλει ἀφήσει τὸ πλάσμα του νὰ παιδευθῇ εἰς πολλὰς ἡμέρας· ἀμὴ οἱ τρεῖς ἥμισυ χρόνοι ἐκεῖνοι ὅπου προείπαμεν, ὅτι θέλει κάμει ὁ Ἀντίχριστος βασιλεύς, θέλουν κολοβωθῆ, καί, θέλουν ὀλιγωθοῦσι, διὰ τὴν μετάνοιαν ἐκείνων ὅπου θέλουν φύγη εἰς τὰ σπήλαια, καὶ εἰς ταῖς τρύπαις τῆς γῆς, νὰ μετανοοῦν εἰς τὴν ἀσέβειάν τους· καθὼς τὸ ὁρίζει καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον : Καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμεραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πάσα σὰρξ διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμεραι ἐκεῖναι. Ἀφόντις γοῦν πληρωθοῦν οἱ τρεῖς ἥμισυ χρόνοι, παρευθὺς ὡς ἐν συντόμω θέλει ἀφανισθῆ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ μιαροῦ Ἀντιχρίστου, νὰ καταργηθῆ ἡ δύναμίς του, καὶ ἡ πολλή του ὐπερηφάνεια· καὶ αὐτὸς νὰ  ὑπάγῃ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του, καὶ λέγει : «Καὶ εἶδον τὸ θηρίον, καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου, καὶ μετὰ τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ καὶ ἐπιάσθῃ τὸ θηρίον, καὶ μετὰ τούτου ὁ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἶς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου, καὶ τοὺς προσκυνούντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες βληθήσονται οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν τῷ θείῳ· καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ρομφαῖα τοῦ καθη-μένοῦ ἐπὶ τοῦ ἵππου, τῇ ἐκπορευομένη ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, καὶ πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν».
γουν εἶδα τὸ θηρίον, τουτέστι τὸν διάβολον αὐτόν, καὶ εἶδα καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ τὰ φουσάτα τους, ὅπου ἦτον μαζωμένα νὰ κάμουν πόλεμον μετ’ ἐκεῖνον, ὅπου ἐκάθητο εἰς τὸ ἄλογον, καὶ μὲ τὸ φουσάτον του· ποῖος δὲ ἦτον ἐκεῖνος ὀποῦ ἐκάθητο εἰς τὸ ἄλογον, και ποῖον εἶναι τὸ φουσάτον του; ἀκούσατε πὼς ὁρίζει παραπάνω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ρητόν : «Καὶ εἶδον οὐρανὸν ἀνεωγμένον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτόν, πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖ καὶ πολεμεῖ· οἱ δὲ ὀφθαλμοί αὐτοῦ ὡς φλόξ πυρός, καὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων ὄνομα γεγραμμένον, ὅ οὐδεὶς οἶδεν, εἰ μὴ αὐτος καὶ περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι· καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ· καὶ τὰ στρατεύμα­τα ἐν τῷ οὐρανῷ ἠκολούθουν αὐτῶ ἐφ’ ἵπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκὸν καὶ καθαρὸν καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ρομφαῖα ὁξεῖα, ἵνα ἐν αὐτῇ πατάξη τὰ ἔθνη»· ἤγουν, εἶδα τὸν οὐρανὸν ἀνοικτόν, καὶ ἰδοὺ ἕνα ἄλογον ἄσπρον, καὶ ἐκεί­νος ὅπου ἐκάθετο εἰς αὐτὸ εἶναι πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ μὲ δικαιοσύνην θέλει κρίνει, καὶ θέλει πολεμήσει· τὰ μάτιά του ἦτον ὡσὰν τὴν φλόγα τῆς στίας, καὶ εἰς τὸ κεφάλι του εἶχε στεφάνια πολλά, καὶ εἶχεν ὄνομα γραμμένον, τὸ ὁποῖον δὲν τὸ ἐξεύρει κα­νεῖς, μόνον αὐτός· καὶ ἐφόρει ροῦχον βαμμένον μὲ αἷμα, ἐπειδὴ ἐθανατώθη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, καὶ ἔχυσε τὸ πανάγιόν του Αἷμα, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομά του, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ· καὶ τὰ φουσάτα του εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν ἀκολουθοῦσαν καθήμενα εἰς ἄσπρα ἀ­λόγα, καὶ ἐφοροῦσαν βασιλικὸν φόρεμα ἄσπρον καὶ καθαρόν, ὁποῖοι εἶναι οἱ Ἄγγελοι, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα ἐκείνου ὅπου ἐκάθητο εἰς τὸ ἄσπρον ἄλογον εὐγένει δίστομον σπαθί, διὰ νὰ πατάξῃ τὰ ἔθνη. Μετ’ αὐτὸν γοῦν τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους ἔκαμαν πόλεμον οἱ βασιλεῖς καὶ ὁ διάβολος, καὶ ἐπιάσθη ὁ διάβολος ἀντάμα μὲ τὸν Ἀντίχριστον, ὅπου ἔκαμνε τὰ σημεῖα ἐμπροστά του, μὲ τὰ ὁποῖα σημεῖα ἐπλάνεσεν ἐκείνους, ὅπου ἐπήραν τὴν βοῦλλαν τοῦ διαβόλου, καὶ ἐπροσκύνησαν τὴν εἰκόνα του, τουτέστι τὸν Ἀντίχριστον· ζωντανοὶ θέλουν βαλθῆ οἱ δύο αὐ­τοὶ εἰς τὴν λίμνην τῆς στίας, ὅπου καίεται μὲ θειάφι· καὶ οἱ ἐπίλοιποι, ἤγουν οἱ ὑπηρέται του, ἐφονεύθησαν μὲ τὸ σπαθί, ὄ­που εὔγενεν ἀπὸ τὸ στόμα ἐκείνου ὅπου ἐκάθετο εἰς τὸ ἄλογον, καὶ ὅλα τὰ πουλιὰ ἐχόρτασαν ἀπὸ τὰ κορμιά τους.
Τότε ὡσὰν παύσουν ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Ἀντίχριστου, καὶ φο­νευθοῦν οἱ ὑπηρεταί του, καὶ φθάση ἡ συντέ-λεια, τί ἄλλο λείπεται, πάρεξ ἡ φανέρωσις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ὅν ἤλπισαμεν, καὶ ἐλπίζομεν νὰ σωθοῦμεν; ὁ ὅποιος θέλει κάμει δικαιοκρισίαν εἰς ὄ­λον του τὸ πλάσμα. Ἔτσι γοῦν θέλει γένῃ ἡ παρουσία του, ὥσπερ τὸ ὁρίζει μοναχὸς τοῦ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἐυαγγέλιον. «Ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν, καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ἧ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί»· ἤγουν, ὡσὰν πῶς ἡ ἀστραπὴ εὐγένει ἀπὸ τὴν ἀνατολήν, καὶ φαίνεται εἰς τὴν δύσιν, ἔτζι θέλει ἔσται καὶ ἡ φανέρωσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώ­που, ἤγουν τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἐγινεν ἄνθρωπος καὶ υἱὸς ἀνθρώ­που· διότι ὅπου εἶναι τὸ νεκρὸν κορμί, ἐκεῖ μαζώνονται οἱ ἀετοὶ· δηλονότι, ἐκεῖ ὅπου καθίσει ὁ Χριστὸς κριτής, ἐκεῖ θέλουν συναχθῆ καὶ οἱ Ἀπόστολοι ὁμοῦ μὲ τὸν κόσμον ὄλον. Πτῶμα λέγεται ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἀπέθανε καὶ ἔγινε νεκρὸς διὰ τὴν σωτηρίαν μας· ἀετοὶ δὲ λέγονται οἱ Ἀπόστολοι, διότι ἦτον καθαρὸς ὁ νοῦς τους, ὥσπερ καὶ τὰ μάτια τοῦ ἀετοῦ, ὅπου εἶναι καθαρά, καὶ δὲν δακρύουν. Καὶ πάλιν ὁρίζει ὁ Κύριος παρακάτω : «Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη, οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται, καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρᾳνῷ· καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, καὶ ὄψονται τὸν Υἱόν του ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς». Δηλαδή, πάραυτα ἀφόντις ἀπεράση ἡ θλῖψις τῶν ἡμερῶν ἐκεῖνων, ὁ ἥλιος θέλει σκοτισθῇ, καὶ τὸ φεγ­γάρι δὲν θέλει δώσει τὸ φῶς του, καὶ τὰ ἂστρα θέλουν πέση ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τὰ τάγματα ὅλα τοῦ οὐρανοῦ θέλουν σαλευθῇ, καὶ τότε θέλει φανῇ τὸ σημάδι τοῦ Χριστοῦ, ἤγουν ὁ Σταυρός, εἰς τὸν οὐρανόν τότε θέλουν κλαύσει ὅλαις οἱ γενεαῖς τῆς γῆς, καὶ θέλουν ἰδῆ τὸν Χριστόν, ὅπου ἔρχεται εἰς τὰ σύνεφα τοῦ οὐ­ρανοῦ μὲ τιμὴν καὶ δύναμιν πολλήν.
Τότε ὁ οὐρανὸς θέλει τυλιχθῆ ὡς χαρτίον ἡ γῆ θέλει κατακαῇ διὰ ταῖς ἁμαρτίαις τῶν ἀν­θρώπων, ὅτι ἐμιάνθη ἀπὸ τοὺς ἄνθρώπους μὲ πορνείαις, μὲ μοιχείαις, μὲ φόνους, μὲ εἰδωλολατρείαις, μὲ κατάκρισες, μὲ καταδοσίαις, μὲ ψευδολογίαις, μὲ συκοφαντίαις, μὲ πονηρίαις, μὲ ἔχθριταις, μὲ πολέμους, μὲ αἱματο-χυσίαις. Τότε ὁ οὐρανὸς νὰ τρὲμῃ ὡς καλάμι, τὰ ὄρη, νὰ σείωνται ὡς τὰ φύλλα τοῦ δένδρου ἀπὸ μεγάλον ἄνεμον, καὶ ὅλα λοιπὸν τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ νὰ τρέμουν ἀπὸ τὸν φόβον τους. Καὶ πάλιν ἀκούσατε τί ὁρίζει, ὁ Κύριος. «Καὶ ἀποστελεῖ τοὺς Ἀγγέλους αῦτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς με­γάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι, τοὺς ἐκλεκτοῦς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ’ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἀκρῶν αὐτῶν»· ἤγουν, τότε θέ­λει πέμψει ὁ Χριστὸς τοὺς  Ἀγγέλους του μὲ δυνατὴν φωνὴν τρουμπέτας, νὰ μαζώξουσι τοὺς διαλεκτοὺς   ἀπὸ τοὺς τέσσαρας ἀνέμους, ἀπὸ τὸν Βορέαν, ἀπὸ τὸν Νότον, ἀπὸ τὸν Εὖρον, καὶ ἀπὸ τὸν Ζέφυρον, καὶ ἀπὸ ταῖς ἄκραις τοῦ οὐρανοῦ ὡς ταῖς ἄκραις του. Καὶ πάλιν ὁρίζει, εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἔτζι : «Ἀμήν Ἀμὴν λέγῳ ὑμῖν,  ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φω­νῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται»· ἤγουν, ἀλή­θεια ἀλήθεια σας λέγω, ὅτι θέλει ἐλθῃ ὥρα, ὅπου καὶ τώρα εἶ­ναι, ὅταν θέλουν ἀκούσει οἱ νεκροὶ τὴν φωνὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅσοι τὴν ἀκούσουν, θέλουν ζωντανεύσει. Καὶ πάλιν ὁρίζει πάρακάτω : « Μὴ θαυμάζητε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ἧ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ· καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσα-ντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως· ἤγουν, μὴ  θαυμάζετε αὐτό, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθῃ ὥρα εἰς τὴν ὁποίαν ὥραν ὅλοι ὅσοι εἶναι εἰς τοὺς τάφους θέλουν ἀκούσει τὴν φωνὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ θέλουν ὑπάγουν, ὅσοί ἔκαμαν τὰ καλὰ εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, καὶ ὄσοί ἔκαμαν τὰ κακὰ θέλουν ὕπαγῃ εἰς ἀνάστασιν κατακρίσεως. Τότε νὰ ἀναστηθοῦν οἱ βασιλεῖς  οἱ ὑπερή­φανοι καὶ δυνάσται, νὰ δώσουν ἀπόκρισιν διὰ τὸν κόσμον τους τότε νὰ ἀναστηθοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἐπίσκοποι, νὰ δώσουν λόγον διὰ τὸ ποίμνιόν τους τότε νὰ ἀναστηθοῦν οἱ Ἱερεῖς καὶ Πνευ­ματικοί, νὰ δώσουν ἀπο-λογίαν διὰ ταῖς ἐνορίαις τους, καὶ διὰ ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ὅπου εἶναι εἰς τὸ  χέρι τους· τότε θέλουν ἀναστηθῆ οἱ στρατιώται οἱ ἄδικοι, ὀποῦ δὲν τοὺς ἀρκεῖ ὁ μισθός τους, ἀμὴ ἀδικοῦν, τοὺς πτω-χοὺς καὶ στρατοκόπους· τότε θὰ παρασταθοῦν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ οἱ ἄρπαγὲς καὶ ἄδικοι κριταί, ὅπου τρώγουν ἄσπρα, διὰ νά ἀδικήσουν τὸν πτωχὸν τότε νὰ φαίνωνται οἱ δικασταὶ οἱ δωροφάγοι, ὅπου πέρνουν δῶρα, διὰ νὰ καταδικάσουν τὸν ὀρφανὸν τότε νὰ τραβίζωνται οἱ ἄρχοντες, ὅπου ζηλεύουν τὸν πτωχόν, καὶ πάσχουν νὰ τὸν χαλάσουν, νὰ πὰρουν τὸ σπίτι του, τὸ χωράφι του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του, καὶ ὅλα του τὰ τίποτες· τότε νὰ ἀναστῃθοῦν οἱ ἀμελεῖς καὶ ὀκνηροί, ὅπου δὲν σπουδάζουν τὴν Ἐκκλησίαν, ἄλλα κοιμώνται ὁλονυ­χτὶς τὴν ἅγιαν Κυριακὴν καὶ τὰς ἄλλας Ἑορτάς· τότε θέλουν ἀναστηθῇ ὅσοι δὲν βαστοῦν τὰς ἁγίας Ἑορτάς, ἀλλὰ ταῖς καταπατοῦν καὶ δουλεύουσι τότε θέλουν ἀναστηθῆ ἀνδρόγυνα μετὰ μεγάλης ντροπῆς, ὁσᾶ δὲν ἐφύλαξαν τὴν κοίτην τοὺς ἀμίαντον.
Τότε νὰ κλαύσουν ὅσοι δὲν ἐβάσταξαν τὴν ἐντολὴν ὄπου ὁ­ρίζει. Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σευατὸν τότε νὰ δακρύσουν ὅσοι δὲν ἐφύλαξαν τὴν παραγγελίαν τοῦ Κυρίου ὅπου ὁρίζει : Μὴ φονεύσης, μὴ ψευδομαρτυρήσης· τότε νὰ θρηνήσουν ὅσοι δὲν ἤκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου ὅπου ὁρίζει : Τίμα τὸν πατέρα σου, καὶ τὴν μητέρα σου· τότε νὰ λυπήσουν ὅσοι δὲν ἐτήρησαν τὸν ὁρισμόν τοῦ Θεοῦ ὅπου ὁρίζει· Μὴ ἐπιθυμήσης τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου· τότε νὰ κατακριθοῦν ὅσοι δέν ἐφύλαξαν τὴν ἐντολήν του Κυρίου, ὅπου ὁρίζει· Μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε· τότε νὰ καταδικασθοῦν ὅσοι δὲν τελείωσαν τὸν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁρίζει : Μὴ καταδικάζετε, καὶ οὐ μὴ καταδικα-σθῆσεσθε· τότε νὰ μὴ συγχωρηθοῦν ὅσοι δὲν ἐσυγχώρεσαν τοῦ ἄλλου τὸ πταίσιμον, καθὼς ὁρίζει καὶ ὁ Κύριος. Ἄφετε, καὶ ἀφεθήσεται, ὑμῖν καὶ πάλιν ἂν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρῶποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τὰ παραπτώματα ὑμῶν τότε νὰ ἀναστηθοῦν ὀργισμέναις καὶ ταλαίπωραις ὅσαις μαντεύουν, γητεύουν, καί ἀποδένουν· ὅσαις κά­μνουν Χριστιανοὺς ἀνθρώπους καὶ δαιμονίζονται, ὅσαι γητεύουν ἀσθενημενους, διὰ πλάνην καὶ κόλασιν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που· ὅσαις μαντεύουν διὰ νὰ παραδώσουν ἄνθρωπον εἰς τοῦ δια­βόλου τὰς χεῖρας· τότε νὰ τρομάξουν, τότε νὰ κλαύσουν θρῆνον μέγαν καὶ ἀπαριγόρητον τότε νὰ θαυμάζωνται καὶ νὰ μετανοοῦν, πῶς ἐπλανέθηκαν εἰς τὴν διαβολικὴν πλάνην καί τέχνην τότε ἀλλοίμονον εἰς ἐκείναις, ὅπου βάνουν ἔχθραν ἀνάμεσα εἰς τὸ ἀνδρόγυνον ἀλλοίμονον εἰς ἐκείναις, ὅπου βλέπουν τίποτε πταίσιμον εἰς τὸν γείτονά τους, καὶ δὲν τὸ κρύβουν, ἀμὴ τὸ ξεφωνίζουν εἰς ὅλην τὴν γειτονίαν· τότε ἀλλοίμονον εἰς ἐκείναις, ὅπου κατα­κρίνουν τὴν γυναῖκα, ἢ τὴν θυγατέρα τοῦ γειτόνου τους· ἀλλοίμονον εἰς ἐκείναις, ὅπου ἐχθρεύονται τὸ καλόν τῆς γειτόνισσάς τους. Τότε ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὅπου πίνουν τὸ κρασὶ μὲ χο­ροὺς καὶ παιγνίδια, ὅπου πολυπίνουν καὶ πολυτρώγουν ὡσὰν τὰ ἀγρία ζῷα· ἀλλοίμονον τότε εἰς ἐκείνους ὅπου ἀφήνουν τὴν γυναῖκα τους, καὶ πηγαίνουν εἰς τοῦ γειτόνου τους, ἡ εἰς ἄλλην καμμίαν ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, ὅπου καταδίδουν τὸν γείτονά τους, ὅπου ψευδομαρτυροῦν, ὅπου ψευδορκοῦν, ὅπου συκοφαν­τοῦν, ὅπου διαβάλουν, ὅπου ζηλεύουν, ὅπου φθονοῦν τὸ καλόν τοῦ γειτόνου τους· ἀλλοίμονον τότε, εὐλογημένοι Χριστιανοί, εἰς ἠμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, πῶς νὰ ἀναστηθοῦμεν ἠμεῖς οἱ ταλαίπω­ροι; πῶς νὰ ἀποκριθοῦμεν εἰς τὰς ἁμαρτίας μας; Καὶ τί νὰ λέγω τὰ κατὰ μέρος; τότε οἱ δίκαιοι θέλουν λάμψει ὥσπερ ὁ ἥλιος, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ θέλουν γένη σκοτεινοὶ καὶ μαῦροι ὥσπερ τὴν πίσσαν. λοι εἰς μίαν ἡλικίαν θέλουν ἀναστηθῇ· νέοι, γέροντες, παιδία, ἄνδρες, ὅλοι εἰς ἕνα κορμὶ θέλουν ἀποκατασταθῇ· ὅλοι τριαντατριῶν χρονῶν θέλουν εἶσται, ὡσὰν καὶ ἡ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς· ὅλοι θέλουν γνωρίζονται, φίλοι, συγγενεῖς, ἀδελφοί, γείτο­νες, ἐδικοί, ἀνδρόγυνα, πατέρες, μητέρες, τέκνα, θυγατέρες, τί­ποτες κακὸν νὰ μὴν ἐνθυμοῦνται. Ὅσαις ἀτυχίαις ἔκαμαν ποτὲ ἢ λύπαις εἰς τὸν κόσμον, νὰ ταῖς ἀστοχήσουν· ὅλοι καλωσύνην καὶ χαρὰν νὰ ἔχουν· καὶ δίκαιοι, καὶ ἁμαρτωλοί, ὅλοι μὲ τὸ κορμὶ ἐκεῖνο εἰς ἀφθαρσίαν, καὶ ποτὲ νὰ μὴ χαλάσουν καὶ οἱ μὲν δίκαιοι θέλουν ἀναστηθῇ διὰ νὰ τιμηθοῦν, καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθά, ὅπου τοὺς προητοίμασεν ὁ Θεός· οἱ ἁμαρτωλοί, διὰ νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιον κόλασιν, ὅπου ἐπροξένησαν μοναχοί τους· διότι κάθε ἕνας κατὰ τὰ ἔργα του θέλει ἀπολαύσει ἀπὸ τὸν δίκαιον Κριτὴν· οἱ μὲν ἀγαθοὶ ἀγαθά, οἱ δὲ κακοὶ κακά· ὅλοι θέ­λουν εἶναι γυμνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι, ἀπαντεχένοντες τὸν δικαιοκρίτην Χριστόν. Καθ’ ἕνας κατὰ τὴν ἁμαρτίαν του θέλει εἶ­ναι σημαδεμένος· μοναχαῖς οἰ ἁμαρτίαις θέλουν κατηγορεῖ τὸν ἄνθρωπον· τὰ πταίσματα ὅπου καθ’ ἑνὸς ἀνθρώπου θέλει τὸν κα­τακρίνει· ὁλονῶν οἱ ἁμαρτίαις ξεσκεπασμέναις εἶναι τότε· ὁλονῶν τὰ σφάλματα φανερὰ παρασταίνονται· τίποτες ἐκεῖ δὲν κρύβεται, τίποτες δὲν σκεπάζεται, ὅλα φανερώνονται εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ θέλουν κράζει μεγαλοφώνως τὰς ἁμαρτίας τους, ὅλοι θέλουν κρούει τὸ στῆθος τους νὰ κλαίουν ἀπαρη­γόρητα· ποτάμον θέλουν κάμει ἀπὸ τὰ δάκρυά τους· βρύσις θέ­λουν γένη τοῦ καθενὸς ἁμαρτωλοῦ τὰ ὀμμάτια, καὶ δὲν θέλουν ἔχῃ ὄφελος. Οὐ γὰρ ἐστὶ μετάνοια ἐν τῷ ἅδῃ.
Τότε αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θέλουν σαλευθῆ, ὅλα θέλουν τρομάξει, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὰ καταχθόνια τότε θέλουν φρίξει· τότε θέλουν ἔλθει τὰ ἐννέα τάγματα τοῦ οὐρανοῦ, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ἀρχάγγελοι, οἱ Θρό­νοι, αἱ  Ἐξουσίαι, αἱ Ἀρχαί, αἱ Κυριότητες, αἱ Δυνάμεις, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, καὶ τὰ ἑξαπτέ-ρυγα Σεραφίμ, νὰ ἐτοι­μάζουν τὸν φοβερὸν θρόνον τοῦ Χριστοῦ κράζοντα, καὶ λέγοντα : Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ὀ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου. Τότε θέλει φανερωθῆ καὶ ὁ Βασιλεὺς τῶν βα­σιλευόντων, καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Κριτὴς τῶν κριτάδων, καὶ Αὐθέντης τῶν αὐθεντῶν, νὰ τὸν προϋπαντήσουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμοῦ μὲ ἄλλους Ἁγίους, καθὼς ὁρίζει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος : Ἅμα σὺν αὐτοῖς ἀρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου. Οἱ  Ἄγγελοι νὰ τὸν εὐφημοῦν, οἱ Δίκαιοι νὰ τὸν δοξολογοῦν, οἱ Προφῆται νὰ τὸν ἐπαινοῦν, οἱ Μάρτυρες νὰ τὸν ἐγκωμιάζουν, οἱ ἁμα-ρτωλοὶ νὰ τὸν τρομάσσουν. Τότε θέλει φέρουν οἱ  Ἄγγελοι τὸν υἱόν τῆς ἀπώλειας, αὐτὸν τὸν διάβολον, καὶ τὸν Ἀντίχριστον τὸν πλάνον, νὰ τοὺς ἀποφασίση ὁ φοβερὸς Κριτής, καὶ πάραυτα νὰ τοὺς καταδι-κάση, εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Τότε νὰ τὸν ἰδοῦν οἱ πεπλανημένοι Ἰουδαῖοι ὥσπερ ἄνθρωπον, νὰ ἰδοῦν
τὰς χεῖρας του καὶ τοῦς πόδας του τρυπημένους ἀπὸ τὰ καρφία· τότε νὰ ἰδοῦν τὴν ἁγίαν του κορυφήν, ἐστεφανωμένην μὲ τὸν ἀκάνθινον στέφανον τότε νὰ ἰδοῦν τὸν Σταυρόν, ὅπου θέλει λάμπῃ ὑπὲρ τὸν ἥλιον τότε νὰ ἰδοῦν τὰ καρφία ὅπου τὸν ἐκάρφωσαν, τὸ σφουγγάρι ὅπου τὸ ἐγέμισαν ξύδι καὶ τὸν ἐπότισαν, τὸν κάλαμον ὅπου τὸν ἔδωκαν εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὸν ἐνέμπααζαν, τὸ κόκκινον φόρεμα, ὅπου τὸν ἔνδυσαν διὰ ἐντροπὴν ὅλα ὅσα ἔκαμαν καὶ ἐνέργησαν εἰς τὸν Χριστόν, νὰ τὰ ἰδοῦσι τότε, καὶ κλαίοντες νὰ λέγουν πρὸς ἀλλήλους : Ἀλλοίμονον πῶς ἐπλανέθημεν, πῶς ἐγελάσθημεν, πῶς δὲν τὸν ἐγνωρίσαμεν διὰ Θεὸν ἀληθινόν, ἀμὴ τὸν ἐθανατώσαμεν; ἰδοὺ τώρα αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν, αὐτὸς εἶναι Κριτὴς φοβερός. Ὢ ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς ταλαίπωρους, τὶ νὰ κάμωμεν νὰ φύγωμεν ἀπὸ τὰς χεῖρας του;
Τότε θέλουν ἰδῇ τὸν Μωϋσὴν κατέναντί τους, καὶ θέλουν τὸν κράξει νὰ τὸν εἰποῦν : Αὐθέντη Μωϋσῆ βοήθησε τὸ γένος σου, βοήθησε τοὺς δούλους σου, βοήθησέ μας, ὅτι ἠμεῖς κρατοῦντες τὸν νόμον σου, ἐσταυρώσαμεν τὸν Χριστὸν εἴτι δύνεσαι, βοήθησέ μας, ὅτι ἡμεῖς ὅλοι μας εἰς ἐσένα θαρροῦμεν νὰ σωθοῦμεν. Τότε καὶ ὁ Μωϋσῆς θέλει τοὺς ἀποκριθῇ μὲ κάκιτα λέγοντας : Καλὰ νὰ πάθετε ἄθλιοι καὶ πεπλανημένοι· δικαίως πρέπει νὰ κολασθῆτε, ὅτι δὲν ἐγνωρίσετε· ἔγω εἶπα ὅτι θέλει ἔλθει Προ­φήτης μέγας, καὶ εἴτις δὲν τὸν ἀκούσῃ, θέλει κολασθῇ, ἰδοὺ λοι­πὸν ὅπου σᾶς ηὗρεν ὁ λόγος μου· διατὶ δὲν ἐπιστέψατε; διατι τὸν ἐσταυρώσετε; δὲν ἀκούετε πῶς ἔλεγαν οἰ ἄλλοι Προφῆται, ὅτι Παρθένος θέλει γεννήσει Θεόν; δὲν ἐκαταλαμβάνετε πῶς ὅλα σας τὰ χαρτιὰ τὸν ἐμαρτυροῦσαν Θεὸν ἀληθινόν; τώρα τὶ νὰ σᾶς κάμω ἐγῶ; ἂς ἐκάμνετε καλά, νὰ μὴ κολασθῆτε τώρα. Τότε ὡσὰν ἀκοῦσουν τὴν τοιαύτην ἀπόκρισιν τοῦ Μωϋσέως, θέλουν κλαύσει θρῆνον μέγαν, καὶ ὁ ποταμὸς ὁ πύρινος τοὺς θέλει ρίψει εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἕως ἐδῶ ἐφέραμεν τὴν διήγησιν τοῦ λόγου μας ἀπὸ τὰς μαρτυρίας τῶν Ἁγίων, ἂς ἔλθωμεν καὶ εἰς τὴν ἐξήγησιν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ σημερινοῦ, νὰ διηγηθοῦμεν καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Ὁρίζει γοῦν ὁ Κύριος εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἔτζι : « Ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη· καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων καὶ τὰ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων», ἤγουν, ὅταν ἔλθη ὁ Χριστὸς ὁ Υἱός του ἀνθρώπου, ἐπειδὴ σάρκα ἐφόρεσε, καὶ ἔλθουν καὶ ὁλοι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἀντάμα μετ’ αὐτόν, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸ θρονί του τὸν τιμημένον, καὶ θέλουν μαζωχθῇ ἐμπροστά του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει ὁρίσει τοὺς ἀνθρώπους χώρια χώρια, ὡσὰν πῶς ὁ βοσκὸς χωρί­ζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια, καὶ θέλει στήσει τὰ μὲν πρόβατα εἰς τὴν δεξιάν του μεριά, τὰ δὲ γίδια εἰς τὴν ζερβήν. Τοὺς μὲν δικαίους παρομοιάζει ὁ Κύριος ὥσπερ πρόβατα, διὰ τὸ ἥμερον καὶ πρᾶον, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς ὡς τὰ γίδια, ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὄλον εἰς τὴν ἁμαρτίαν τὴν τραχυτάτην περιπατοῦν, ὡσὰν πῶς καὶ τὰ γίδια τρέχουν εἰς τοὺς κρημνούς.
«Τότε ἐρεῖ ὁ Βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ. Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδοκατὲ μοι φαγεῖν ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με· ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ μέ· γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με· ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με· ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρὸς με»· ἤγουν, ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι, ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένην σας βασιλείαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου· διότι ἐπείνασα, καὶ μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα· ἐδίψησα, καὶ μὲ ἐποτίσετε· ξένος ἤμουν, καὶ μὲ ἐσεβάσετε εἰς τὸ σπίτι σας· γυμνὸς ἤμουν, καὶ μὲ ἐνδύσετε· ἀσθένησα, καὶ μὲ ἐκοιτάξετε· εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουν, καὶ ἤλθετε πρὸς ἐμένα. Ἐλᾶτε οἱ Προφῆται, ὅπου ἐδιώχθητε διὰ τὸ ὅνομά μου· ἐλᾶτε οἱ πρὶν τοῦ νόμου δίκαιοι, ὅπου ἀγαπήσετε τὴν βασιλείαν μου, καὶ ἐκαταφρονήσετε τόν κόσμον· ἐλᾶτε οἱ Ἀπόστολοι, Εὐαγγελίου· ἐλᾶτε οἱ Μάρτυρες, ὅπου μὲ ὁμολογήσετε ἐμπροστὰ εἰς βασιλεῖς καὶ τυράννους, καὶ ὑπεμείνετε πολλαῖς τιμωρίαις καὶ βάσανα διὰ τὴν ἀγάπην μου· ἐλᾶτε οἱ Ἱεράρχαι, ὅπου μὲ ὑπηρετήσετε μὲ κα­θαρότητα ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ ἐδιδάσκετε τὸν λαόν σας τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας· ἐλᾶτε οἱ Ἀσκηταί, ὅπου ἐκατοικέσετε εἰς τὰ βουνά καὶ σπήλαια, διὰ νὰ νικήσετε τὸν διάβολον ἐλᾶτε αἱ Μάρτυρες γυναῖκες, ὅπου διὰ τὴν ἀγάπην μου ἐκαταφρονήσετε ταῖς χαραῖς τοῦ κόσμου, καὶ ἐμαρτυρήσετε διὰ τὸ ὅνομά μου· ἐλᾶτε οἱ Ἀσκήτριαις, ὅπου ἐνεκρώσατε τὰ πάθη διὰ τὴν ἀγάπην μου ἐλᾶτε οἱ φιλόπτωχοι καὶ φιλόξενοι, ὅπου ἐμισήσετε τὸν πλοῦτον, καὶ τὸν ἐδώκετε εἰς χεῖρας πτωχῶν ἐλᾶτε ὅσοι ἀγαπήσατε τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην· ἐλᾶτε ὅσοι ἐπεριποιηθήκατε πτωχὸν· ὅσοι ἐκοιτάξετε ἀσθενημένον· ὅσοι ἐνδύσετε γυμνὸν· ὅσοι ἐχορτάσετε πεινασμένον· ὅσοι ἐποτίσετε διψασμένον· ὅσοι ἐδέχθητε ξένον· ὅσοι ἐπιμεληθήκετε ὁρφανόν ὅσοι ἐβοηθήσετε χήραν· ὅσοι ἐπαρηγορήσετε φυλακωμένον· ἐλᾶτε ὅσοι ἐφυλάξετε τὸ ἅγιον Βάπτι­σμα, καὶ δὲν τὸ ἐμολύνετε μὲ πορνείαις, μὲ μοιχείαις, μὲ ἀρσενοκοιτείαις, μὲ φόνους, καὶ μὲ ἄλλαις ἀτυχίαις· ἐλᾶτε ὅσοι ἐσυντρέχετε τὴν  Ἐκκλησίαν μου· ἐλᾶτε ὅσοι σπουδάξετε νὰ κάμετε καλὰ διὰ νὰ ἀρέσετε ἐμένα τὸν ἀθάνατον Βασιλέα· ἰδοὺ ἡ βασιλεία μου ἑτοιμάσθη, ἰδοὺ ὁ Παράδεισος ἀνοίχθη, οἱ στέφανοι στέκονται· ἰδοὺ ἡ χαρά σᾶς ἀπαντεχαίνει, ἡ τρυφὴ σᾶς ἀκαρτερεῖ, τὰ
κάλλη καὶ οἱ εὐμορφίαις τοῦ Παραδείσου ἐτοιμάσθησαν καὶ λοιπὸν ἐλᾶτε κληρονομήσετε ὅσα σᾶς ἑτοίμασα πρὶν κάμω τὸν κόσμον.
«Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες : Κύριε, πό­τε σὲ εἴδομεν πεινώντα καὶ ἔθρεψαμεν, ἢ διψώντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε σὲ εἴδομεν ξένον, καὶ συνηγάγομεν ἢ γυμνόν, καὶ περιεβάλομεν; πότε δὲ σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ, ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρὸς σέ; Καὶ ἀποκριθεῖς ὁ Βασιλεύς, ἐρεῖ αὐτοῖ» : Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»· ἤγουν, ἀφόντις τοὺς εἰπῆ ὁ Βασι­λεὺς τοὺς λόγους ἐκείνους, θέλουν ἀποκριθῇ καὶ αὐτοὶ μὲ πολλὴν ταπείνωσιν λέγοντες : Αὐθέντη, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον καὶ σὲ ἐθρέψαμεν; δέσποτα, πότε σὲ εἴδαμεν διψασμένον, καὶ σὲ ἐποτίσαμεν; φοβερέ, πότε σὲ εἴδομεν γυμνόν, καὶ σὲ ἐνδύσαμεν; ἀ­θάνατε, πότε σὲ εἴδαμεν ξένον, καὶ σὲ ἐδεχθήκαμεν εἰς τὰ σπί­τια μας; φιλάνθρωπε, πότε σὲ εἴδαμεν ἀσθενημένον, ἢ εἰς τὴν φυλακὴν, καὶ ἤλθαμεν πρὸς ἐσένα; Σὺ εἶσαι ὁ παντοτεινὸς Θεός· σὺ εἶσαι ὁ αἰώνιος Βασιλεύς· ἐσὺ ἐπλασας τὸν κόσμον· ὅπου δέν ἤτον· ἐσὺ ἔκαμες τοὺς Ἀγγέλους, καὶ ὄλα τὰ οὐράνια Τάγματα· ἐσὺ εἶσαι ἐκείνος ὅπου τρέμουν αἱ ἀβυσσοι, ὅπου φοβοῦνται οἱ βρύσες, ὅπου τρομάσσουν τὰ ὄρη, ὅπου φρίσσουν οἱ κάμποι· ἐσὺ εἶσαι ὁ κτίστης καὶ δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου· ἐσὺ μᾶς ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆν· ἐσὺ ἐδημιούργησες τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα· ἀπὸ τὸ ἐδικόν σου πρόσωπον σαλεύεται ἡ γῆ· ἐσὺ ἐπιβλέπεις ἐπὶ τὴν γῆν καὶ σείεται· καὶ ἠμεῖς πότε σὲ ἐθρέψαμεν, ἢ ἐποτίσαμεν, ἢ ἐνδύσαμεν, ἢ ἐδεχθήκαμεν, ἢ ἐκοιτάξαμεν; Τότε θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ φοβερὸς Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, λέγοντας μὲ ἰλαρότητα : Ἐκάμετε καλὸν εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς παραμι­κροὺς ἀνθρώπους τοὺς πτωχούς; ἐμένα τὸ ἐκάμετε ἐκεῖνο τὸ κα­λὸν διότι οἱ πτωχοὶ εἶναι ἐδικοί μου ἀδελφοὶ καὶ φίλοι.
«Τότε καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ, κατηραμένοι εἰς τὸ πὺρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς Ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατε μοὶ φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με· ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετε με· γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με· ἀσθενὴς καὶ ἐν φύλακῇ καὶ οὐκ ἐπισκέψασθέ με»· ἤγουν, τότε θέλει εἰπῇ καὶ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπου θέλουν στέκεσθαι εἰς τὸ ζερβὸν του μέρος· Σῦρτε μακρὰν ἀπομένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὴν φωτιὰν τὴν παντοτεινήν, ὅπου τὴν ἑτοίμασα διὰ τὸν διάβολον καὶ διὰ τοὺς ὑπηρέτας του· διότι ἐγῶ δὲν ἑτοίμασα τὴν στίαν αὐτὴν διὰ ἐσᾶς, καὶ διὰ τοὺς Χριστιανούς, ὅπου ἔκαμαν τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὴν ἔκαμα διὰ τὸν διάβολον· ἐσεῖς δέ, ἐπειδὴ ἐκάμετε τὰ ἔργα του, συρτὲ καὶ μετ’ αὐτὸν· ἐγὼ σᾶς ἔπλασα, καὶ ἐσεῖς ἐπήγετε εἰς ἄλλον ἐγώ σᾶς ἐδημιούργησα, καὶ ἐσεῖς δὲν μὲ ἐγνωρίσετε· ἐγὼ ἔκαμα τὴν θάλασσαν διὰ νὰ θρέφεσθε ἀπ’ αὐτήν, καὶ ἐσεῖς μὲ ἐπικράνετε μὲ ταῖς ἀτυχίαις σας· ἐγὰ σᾶς ἐχάρισα ὅλα μου τὰ ποιήματα νὰ ὁρίζετε, καὶ ἐσεῖς δὲν μὲ ἐτιμήσετε ὡς Θεὸν τὸ λοι­πὸν σύρτε μακρὰν ἀπομένα, ἐργάται τῆς ἀνομίας· δὲν σᾶς ἠξεύρω, δὲν σᾶς γνωρίζῳ· εἴτινος τὰ ἔργα καὶ τὰ θελήματα ἐκάμετε, μετ’ ἐκεῖνον συρτὲ νὰ κολασθῆτε, νὰ κληρονομήσετε τὴν αἰώνιον κόλασιν, τὸ πὺρ τὸ ἄσβεστον, τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον, τὸν κλαυθμόν, καὶ τὸν βρυγμὸν τῶν ὀδόντων· διότι ἐπείνασα, καὶ δὲν μὲ ἐδώκετε νὰ φάγω· ἐδίψησα, καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε· ξένος ἤμουν, καὶ δὲν μὲ ἐσεβάσετε εἰς τὰ σπίτια σας· γυμνὸς ἤμουν καὶ δὲν μὲ ἐνδύσετε· ἀσθενὴς ἤμουν, καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε· εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουν, καὶ δὲν ἤλθετε νὰ μὲ ἰδῆτε. Ἐγὼ σᾶς ἔκαμα τὰ ὠτία νὰ ἀκούετε διδαχὴν καὶ παραίνεσιν, καὶ ἐσεῖς τὰ ἑτοιμάζετε εἰς τραγούδια δαιμονικὰ καὶ παιγνίδια· ἐγὼ σᾶς ἔδωκα τὰ ὀμμάτια νὰ βλέπετε τὰ ποιήματά μου, νὰ μὲ δοξάζετε, καὶ ἐσεῖς τὰ ἔχετε ἕτοιμα νὰ βλέπετε κάλλος μάταιον, νὰ τὸ ὀρέγεσθε, νὰ βλέπετε τὸ καλόν τοῦ γειτόνου σας, νὰ τὸ ζηλεύετε, καὶ ἄλλα νοήματα ἄτυχα καὶ κακὰ νὰ κάμνετε· ἐγὼ σᾶς ἐχάρισα τὸ στόμα, νὰ ὑμνῆτε τὸ ὄνομά μου, νὰ μελετᾶτε τὰς γραφάς, νὰ διδάσκετε τοὺς ἀ­μαθεῖς, καὶ ἐσεῖς τὸ ἀνοίγετε εἰς ψευματολογίαις, εἰς ὕβριτας, εἰς καταδόσεις, εἰς διαβαλμούς, εἰς συκοφαντίαις, εἰς ψευδομαρτυρίας· ἐγὼ σᾶς ἔδωκα τὰς χεῖρας, νὰ τὰς σηκώνετε εἰς προσευχήν, εἰς δέησιν, καὶ ἐσεῖς τὰς ἐμιάνετε μὲ φόνους, μὲ ἀδικίαις, μὲ ἁρπαγαῖς, μὲ πλεονεξίας, μὲ αἱματοχυσίαις· ἐγὼ σᾶς ἔκαμα τὰ ποδάρια, διὰ νὰ τρέχετε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου τὴν ἁγίαν, καὶ ἐσεῖς ἐτρέχετε εἰς πολέμους, εἰς πορνείαις, εἰς μοιχείαις, εἰς χορούς, εἰς παιγνίδια. Τώρα ἐχάλασε τὸ πανηγύρι τοῦ κόσμου, ἐπέρασεν ἡ φαντασία ἠ πρόσκαιρη τῶν ἀνθρώπων· ἰδοὺ ἤλθετε γυ­μνοὶ καὶ τετραχηλισμένοι· ὅσοι δὲν ἐλυπήθησαν ἐκεῖ τοὺς πτωχούς, μηδὲ ἐδῶ δὲν ἔχουν λύπην ἀπόμενα· φιλάνθρωπος εἶμαι, ἀλλ’ εἶμαι καὶ δικαιοκρίτης, καθ’ ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του τὸν ἀποδίδῳ, μηδὲ τὸν δίκαιον κολάζω, μήτε τὸν ἁμαρτωλὸν ἐλεῷ· καθ’ ἕνα κατὰ πὼς ἀγωνίσθη, ἔτζι τὸν ἀνταμείβω· θέλω νὰ σᾶς λυ­πηθῶ, ἀμὴ ἐσεῖς πτωχὸν δὲν ἐλυπήθητε· θέλω νὰ σᾶς οἰκτειρήσω, ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν ἐκάμετε τὸ θέλημά μου· τὸ λοιπὸν σύρτε εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἑτοιμάσετε μοναχοί σας.
«Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοί, λέγοντες : Κύριε, πό­τε σὲ εἴδομεν πεινώντα ἢ διψώντα, ἢ ξένον, ἢ γυμνόν, ἡ ἀσθε­νή, ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; Τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων : Ἀμὴν λέγω ὐμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε»· ἤγουν, τότε θέλουν ἀποκριθῆ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ τὸν εἰποῦν μὲ πολὺν θρῆνον καὶ λύπην· Αὐθέντα, πότε σὲ εἴδαμεν
πεινασμένον, ἢ διψασμένον, ἢ γυμνόν, ἢ ἀσθενημένον, ἢ φυλακωμένον, καὶ δὲν σὲ ἐκοιτάξαμεν; αὐθέντα, διατὶ δὲν μᾶς γνωρίζεις; ἐσὺ μᾶς ἔπλασες, ἐσὺ μᾶς ἐδημιούργησες, ἔργα τῶν χειρῶν σου εἴμεσθεν· ἐσὺ μᾶς ἔκτισες ἀπὸ τέσσαρα στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴν γῆν, ἀπὸ τὸ νερόν, ἀπὸ τὸν ἀέρα, καὶ ἀπὸ τὴν στίαν· ἐσὺ μᾶς ἔδωκες ψυχὴν ἠμεῖς εἰς ἐσένα ἐπιστεύσαμεν ἐσένα εἴχαμεν Θεὸν μὲ τὸ ἐδικόν σου βάπτισμα ἐβαπτίσθημεν, μὲ τὴν ἐδικήν σου δύναμιν ἐκάμαμεν καὶ θαύματα· ὅλοι μας εἰς ἐσένα ἐθαρρούσαμεν νὰ σωθοῦ-μεν καὶ τώ­ρα μᾶς λέγεις. Δὲν σᾶς ἠξεύρω, καὶ μᾶς ἀποφασίζεις νὰ κόλασθοῦμεν;
Τότε θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ φοβερὸς Κριτής, λέγων Ἀλήθεια ὡμολογήσετέ με διὰ Θεόν, ἀμὴ δὲν ἐκάμετε τὸ θέλημά μου· ὠνομάζεσθε χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν ἐκάμνετε τὰ ἔργα μου· διότι, οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀλλ’ ὀ ποιῶν τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με· ὄχι ὅποιος μὲ λέγει Αὐθέντη, ἐκεῖνος θέλει σέβῃ καὶ εἰς τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ ὅποιος κάμνει τὰς ἐντολάς μου· ἐὰν ἐθαρρούσετε εἰς ἐμένα, ἂς ἐκάμνετε κατὰ πῶς ἔλεγα· ἂς ἐθρέφετε πτωχόν, ἂς ἐποτίζετε διψασμένον, ἂς ἐνδύνετε γυμνόν, ἂς ἐδέχεσθε ξένον, ἂς ἐκοιττάζετε ἀσθενημένον, ἂς ἐκυβερνούσετε φυλακωμένον· αὐτὰ ὅλα ἐὰν τὰ ἐκάμνετε, ἔστεργά τα ἐγώ· ὅτι ὅποιος κάμη, καλὸν τὸν πτωχόν, ἐμένα τὸ κάμνει. Ὁβαλὼν ἐν τὴ χειρὶ τοῦ πένητος, εὐ­ρίσκει ἐν τῇ παλάμη τοῦ κριτοῦ. Ὀ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ· ἂς ἐκάνετε τὸ καλόν, νὰ μή σᾶς ἐπανέβῃ τὸ κακὸν· τὸ λοιπὸν σῦρ­τε εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, νὰ παιδεύεσθε αἰωνίως.
«Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον»· ἤγουν, θέλουν ὑπάγει οἱ μὲν ἁμαρτωλοὶ εἰς παίδευσιν παντοτεινήν, οἱ δὲ  δίκαιοι εἰς ἀνάπαυσιν ἀτελεύτητον. Τότε θέλουν χωρισθῇ μητέρες ἀπὸ  παιδία, καὶ πατέρες ἀπὸ τέ­κνα. Τότε θὰ χωρισθοῦν ἀδελφοί ἀπὸ ἀδελφούς,  καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι, καὶ ἐδικοί ἀπ’ ἀλλήλως τους. Ἀλλοίμονον, εὐλογημένοι Χριστιανοί· ποταπὸς εἶναι ὁ τόπος ἐκεῖνος, ὅπου εἶναι ὁ κλαυθμός, καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅπου ὀνομάζεται τάρταρος, τὸν ὁποῖον τόπον καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος φρίσσει βλέποντάς τον· ἀλλοίμονον, ποταπὴ εἶναι ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου, ὅπου καίει, καὶ ποτὲ δὲν φωτίζει· ἀλλοίμονον, ποταπὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ σκωλήκια τῆς κολάσεως, ὅπου ποτὲ δὲν ἀποπαύουσι τρώγοντας τοὺς ἁμαρτωλούς· ἀλλοίμονον, ποταποὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ δαίμονες, ὅπου μᾶς θέλουσι τυραννεῖ.
Τότε θέλομεν κράζη, καὶ κανεὶς δὲν μᾶς ἀκούῃ· θέλομεν κλαίῃ, καὶ κανεὶς δὲν μᾶς θέλει λυπᾶται· ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν οἱ δίκαιοι στέκονται ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖνοι λυποῦνται· ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ κλαίουσι, καὶ οἱ δίκαιοι χαίρονται· ὅταν οἱ δίκαιοι χορεύουσι, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δέρνονται· ὅταν οἱ δίκαιοι εἶναι εἰς κατάψυχον, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς φοβερὸν χειμῶνα· ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν οἱ δίκαιοι δοξάζονται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καταδικάζονται· ἀλλοί­μονον ἀδελφοί μου εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν οἱ δίκαιοι θέλουν ἔχη πᾶν ἀγαθόν, καὶ ἐκεῖνοι θέλουσι βλέπει νὰ λυποῦνται· ὅταν οἱ δίκαιοι, ψάλλουσιν, καὶ ἐκεῖνοι κλαίουσιν· οἱ δίκαιοι θέλουν εἶσται εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· οἱ δίκαιοι χαίρονται εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ οἱ ἀμαρτωλοὶ βασανίζονται εἰς τὴν κόλασιν· οἱ δίκαιοι γνωρίζουσιν ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ οἱ κολασμένοι οὐδένα δὲν βλέπουσιν· οἱ δί­καιοι λαμπρύνονται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ σκοτίζονται· οἱ δίκαιοι ἀσπρίζουσι, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ μαυρίζουσι· οἱ δίκαιοι εἶναι χορ­τασμένοι, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ πεινασμένοι· οἱ δίκαιοι εἶναι, εἰς Παράδεισον, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς κόλασιν οἱ δίκαιοι εἰς περιβόλαια εὔμορφα, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς λάκκους σκοτεινούς· οἱ δί­καιοι μὲ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ μὲ τοὺς διαβόλους· οἱ δίκαιοι εἰς χαραῖς, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς λύπαις· οἱ δίκαιοι στεφανώνονται, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀνειδίζονται· οἱ δίκαιοι θέλουν εἴ­ναι ἐπάνω, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ κάτω· οἱ δίκαιοι θέλουν εἶσται εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν ἄβυσσον.
Διὰ τοῦτο καὶ ἠμεῖς, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἂς διορθώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας· ἂς καθαρισθοῦμεν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας· ἂς σπουδάσωμεν νὰ κάμωμεν καλά· τὴν ἐλεημοσύνην ἂς ἀγαπήσωμεν, τὴν φιλοξενίαν ἂς κατορθώσωμεν, τὴν φιλοπτωχίαν ἂς ἐπιθυμήσωμεν, ὅτι πιστεύομεν κρίσιν καὶ ἀνταπόδοσιν ὄτι ἐλπίζομεν νὰ κριθῶμεν κατὰ τὰ ἔργα μας, διὰ νὰ τύχωμεν καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν παραστάσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτῆς τῆς βασι­λείας τῶν οὐρανῶν. Ἧς γένοιτο πάντας ἠμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν Χρι­στῷ τῷ Θεῷ, ὧ πρέπει δόξα, τιμή, καὶ προσκύνησις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
  .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου