Σχοινᾶς Φώτης
Ἐκτενές σχόλιο στό βιβλίο τοῦ π. Νικολάου Λουδοβίκου ‟Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα”.
Ὁ πρῶτος συγγραφέας στόν ὁποῖο ἀσκεῖ κριτική ὁ π. Νικόλαος εἶναι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, στό πρῶτο κεφάλαιο μέ τίτλο ‟Τό πρόσωπο στή θέση τῆς χάριτος καί ἡ ὑπαγορευμένη ἑτερότητα.” Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου πρῶτον ἀποσυνδέει τό πρόσωπο ἀπό τή φύση καί δεύτερον ταυτίζει τό μέν πρόσωπο μέ τήν ἐλευθερία καί τή Χάρη, τήν δέ φύση μέ τήν ἀναγκαιότητα καί τήν πτώση. Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι ὁ Μητροπολίτης Περγάμου δαιμονοποιεῖ τρόπον τινά τήν φύση. Ὁ π. Νικόλαος μέ ἰσχυρή ἐπιχειρηματολογία, βασισμένη στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑποστηρίζει ὅτι ἡ φύση εἶναι προσωπική (ἄρα τελεῖ σέ ἄρρηκτη συνάφεια μέ τό πρόσωπο καί εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀποσύνδεσή της μέ αὐτό), ὅτι τό κατ᾿εἰκόνα ἀνιχνεύεται καί σέ αὐτήν σύμφωνα μέ τούς Πατέρες καί ὅτι ἡ προσωπική φύση τοῦ ἀνθρώπου τελεῖ σέ διάλογο μέ τόν Θεό καί τήν πρόσκληση πού αὐτός ἀπευθύνει σέ αὐτήν – τήν προσωπική φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία καί ἡ θέωση ἀφορᾶ τόσο τήν φύση ὅσο καί τό πρόσωπο. Ἡ φύση δέν βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καί τήν θεοποιό χάρη του. Ἄλλωστε κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ θεώνεται καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς ἀκόμη καί τό σῶμα τοῦ ὑποστάντος τήν εὐπρεπεστάτην ὀθνεῖαν ἀλλοίωσιν τῆς θείας Χάριτος.
Μάλιστα ἐπισημαίνει ὁ π. Νικόλαος, βασιζόμενος στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, πώς μόνο τό πρόσωπο ἁμαρτάνει, ἐνῶ ἡ πτώση τῆς φύσεως εἶναι ἀκατηγόρητη. Ἡ ἁμαρτητική-πτωτική ροπή βρίσκεται ὄχι στό φυσικό, ἀλλά στό γνωμικό θέλημα. Τό γνωμικό θέλημα εἶναι ἡ συγκεκριμένη χρήση τῆς θελητικῆς ἱκανότητος τῆς φύσεως πού κάνει τό πρόσωπο/ὑπόσταση. Βέβαια, ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό γνωμικό θέλημα δέν εἶναι ἐξάπαντος κακό: ἐνδεχόμενο εἶναι νά γίνει καλή ἤ κακή χρήση του ἀναλόγως τῆς καλῆς ἤ κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Τό ὅτι τό πρόσωπο/ὑπόσταση εἶναι ἀδιανόητο νά ἀποσυνδεθεῖ καί νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τή φύση/οὐσία, ἀλλά τελεῖ σέ ἄρρηκτη συνάφεια πρός αὐτήν εἶχα ἐπισημάνει καί ἐγώ στήν ἐκπόνηση τῆς διατριβῆς μου Ἡ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τό πρόσωπο/ὑπόσταση δέν ἀποτελεῖ ξεχωριστή κατηγορία ἀπό αὐτή τῆς φύσεως/οὐσίας, ἀλλά εἶναι στενά συνυφασμένη καί συνάπτεται ἀρρήκτως μέ αὐτήν, ὥστε ὑπόσταση ἀνούσια καί οὐσία ἀνυπόστατη νά εἶναι ἀδιανόητα. Ἡ ὑπόσταση εἶναι πάντοτε ἐνούσια καί ἡ οὐσία ἐνυπόστατη. (Βλ. Φώτη Σχοινᾶ, Βυζαντινή λογική καί ὀντολογία. Ἡ περί κατηγοριῶν διδασκαλία Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 2005, σελ. 78). Προσοχή ὅμως: λέγοντας ὅτι ἡ οὐσία καί ἡ ὑπόσταση δέν ἀποτελοῦν ξεχωριστή κατηγορία ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, οὐδόλως πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ταυτίζονται νοηματικά. Ἡ νοηματική ταύτιση οὐσίας καί ὑποστάσεως ὁδηγεῖ στήν αἵρεση. Κατά τόν Δαμασκηνό «Τοῦτο ἐστί τό ποιοῦν τοῖς αἱρετικοῖς τήν πλάνην, τό ταὐτόν λέγειν τήν φύσιν καί τήν ὑπόστασιν» (Ἔκδοσις ἀκριβής, μζ′ 39-40, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 112). Ἐπίσης: «Εἰδέναι τοίνυν χρεών ὡς ἡ τῶν ὀνομάτων σύγχυσις ποιεῖ τοῖς αἱρετικοῖς τήν πλάνην. Καθώς οὖν τοῖς Μονοφυσίταις, τοῖς Ἀκεφάλοις, φημί τό ταὐτόν λέγειν φύσιν καί ὑπόστασιν, αἴτιον γέγονεν λέγειν ἐπί Χριστοῦ μίαν φύσιν, ἵνα μή εἰς δύο ὑποστάσεις τόν Χριστόν διέλωσιν. Ἔτι δέ καί τοῖς Νεστορίου ὁμόφροσι, τοῦ λέγειν δύο ὑποστάσεις, ἵνα μή τάς δύο Χριστοῦ φύσεις εἰς μίαν συγχέωσιν. Οὕτω καί τοῖς Μονοθελήταις, τό μή εἰδέναι τήν διαφοράν τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ὑποστατικοῦ θελήματος, τουτέστι τοῦ γνωμικοῦ, αἴτιον γέγονε τοῦ ἕν λέγειν ἐπί Χριστοῦ θέλημα· ἵνα οὖν τήν ἐκ τῆς ὁμωνυμίας διαφύγωμεν πλάνην, οὕτω τοῦ περί θελήματος ἀναπτύξωμεν λόγον». (Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων ( 20) 1-10, τόμος ΙV, ἔκδ. B. Kotter, Βερολῖνο 1981, σελ. 203-204). Ὁ πρῶτος πού κάνει διάκριση οὐσίας καί ὑποστάσεως εἶναι ὁ Μ. Βασίλειος στήν Τριαδολογία. Ἡ οὐσία σημαίνει τό “κοινόν” τῆς τριαδικῆς θεότητος, ἡ ὑπόσταση τό “ἰδιάζον” ἑκάστου θείου προσώπου (Γιά τήν λεπτομερῆ ἀνάλυση ὅλων τῶν ἀνωτέρω βλ. τήν ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα διδακτορική διατριβή μου). Ὑφίσταται διάκριση νοηματική μεταξύ οὐσίας/φύσεως καί ὑποστάσεως/προσώπου ὄχι ὅμως διαφορετική κατηγορία (μέ τήν ἀριστοτελική ἔννοια τοῦ ὅρου), πολλῷ μᾶλλον ἀντίθεση μεταξύ τους.
Οἱ ἐπισημάνσεις τοῦ π. Νικολάου εἶναι πολύ καίριες, διότι ὁ πολυθρύλητος περσοναλισμός/προσωποκρατία τῆς Ἀνατολῆς ἔναντι τοῦ ἐσσενσιαλισμοῦ/οὐσιοκρατίας τῆς Δύσεως πρέπει νά ἐπανεξετασθεῖ καί νά τεθεῖ στή σωστή βάση καί στό ὀρθό πλαίσιό του. Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ βιβλίου τοῦ π. Νικολάου θέματα, ὅπως ἡ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως δέν φαίνεται νά ἀπασχολοῦσαν τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκόμη, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ π. Νικόλαος, στούς Πατέρες οὐδεμία διαστολή τοῦ προσώπου ἀπό τό ἄτομο ὑφίσταται. Οἱ δύο ὅροι ταυτίζονται νοηματικῶς. Γενικά κατά τόν Δαμασκηνό «Οὐσία καί φύσις καί μορφή κατά τούς ἁγίους πατέρας ταυτόν ἐστιν. Καί πάλιν ὑπόστασις καί πρόσωπον καί ἄτομον ταὐτόν ἐστιν» (Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, α′ , ἔκδοση B. Kotter, τόμος I, Βερολίνο 1969, σελ. 20). Ὅπως βλέπουμε τό ἄτομο εἶναι νοηματικῶς ἰσοδύναμο μέ τό πρόσωπο. Γι᾿ αὐτό ὁ Δαμασκηνός δέν διστάζει νά ἀποκαλέσει ἄτομα τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «ἡ μέν οὐσία τό κοινόν καί περιεκτικόν εἶδος τῶν ὁμοειδῶν ὑποστάσεων σημαίνει οἷον θεός, ἄνθρωπος, ἡ δέ ὑπόστασις ἄτομον δηλοῖ ἤτοι πατέρα, υἱόν, πνεῦμα ἅγιον, Πέτρον, Παῦλον» (Ἔκδοσις ἀκριβής, μη′ 2-5, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 116).
Ὁ π. Νικόλαος ἀκόμη ὑποβάλλει σέ κριτική τήν Τριαδολογία τοῦ π. Ἰωάννη Ζηζιούλα. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου στήν Τριαδολογία του ἐκκινεῖ, ὀρθά, ἀπό τή μοναρχία τοῦ Πατρός, ἀλλά λανθασμένα στήν δική του ἐκδοχή τῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός θεωρεῖ ἐνεργό μόνο τό πρόσωπο τοῦ Πατρός, ὑποβαθμίζοντας τήν φύση/οὐσία, τό ὁμούσιον καί τήν ἀμοιβαία δοτικότητα τῆς προσωπικῆς ἑτερότητος στήν Ἀγία Τριάδα. Ὁ π. Νικόλαος προσάγοντας ἱκανή Πατερική τεκμηρίωση (χρησιμοποιεῖ χωρία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου) τονίζει τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ὁμοουσίου πρός ὀρθή κατανόηση τῆς Ὀρθοδόξου Τριαδολογίας – τῆς προσωπικῆς ἑτερότητος καί τῆς ἑνότητος τῆς οὐσίας στήν Ἁγία Τριάδα. Ἀκόμη τονίζει – καί εἶναι πολύ σημαντικό – τήν ἀμοιβαία δοτικότητα τῆς προσωπικῆς ἑτερότητος στήν Ἁγία Τριάδα. Ἕχω τήν ἐντύπωση – βέβαια ἴσως κάνω λάθος καί ζητῶ τήν ἐπιείκεια τοῦ ἀναγνώστη– ὅτι ὁ Σαβασμιώτατος π. Ἰωάννης στήν Τριαδολογία του ὑποβαθμίζει ὄχι μόνο τήν φύση/οὐσία τοῦ Πατρός, ἀλλά τά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἀγίας Τριάδος. Βεβαίως μόνος αἴτιος ἐν τῇ Ἀγία Τριάδι εἶναι ὁ Πατήρ καί τά δύο ἄλλα πρόσωπα αἰτιατά, ὅμως δέν παρεμβάλλεται χρόνος στήν πρόεση/σύσταση τῶν δύο ἄλλων προσώπων ἔτσι ὥστε ἡ αἰτιότητα δέν σημαίνει ὑποταγή καί ὑποβάθμιση τῶν δύο αἰτιατῶν προσώπων. Ἀκόμη μπορεῖ βεβαίως τά δύο αἰτιατά πρόσωπα νά λαμβάνουν τό εἶναι τους ἐκ τοῦ ἀναιτίου Πατρός, ἀλλά καί ὁ ἀναίτιος Πατήρ λαμβάνει τήν προσωπική του ἑτερότητα ἀπό τά δύο ἄλλα πρόσωπα. Διότι τί Πατήρ θά ἦταν χωρίς τόν Υἱό καί τί προβολεύς θά ἦταν χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα; Αἴφνης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Ἐπί μέν οὖν τῆς τοῦ υἱοῦ γεννήσεως ἀσεβές λέγειν χρόνον μεσιτεῦσαι ἤ μετά τόν πατέρα τήν τοῦ υἱοῦ γενέσθαι ὕπαρξιν· ἐξ αὐτοῦ γάρ ἤγουν τῆς τοῦ πατρός φύσεως φαμέν τήν τοῦ υἱοῦ γέννησιν. Καί εἰ μή ἐξ ἀρχῆς δῶμεω τόν υἱόν συνυπάρχει τῷ πατρί ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένον, τροπήν τῆς τοῦ πατρός ὑποστάσεως παρεισάγομεν, ὅτι μή ὤν πατήρ ὕστερον ἐγένετο πατήρ». (Ἔκδοσις ἀκριβής, η′ 51-56, ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 20).Ὁμοίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Διά τόν υἱόν γάρ ἐστί τε καί λέγεται πατήρ» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, τόμος Α′, ἔκδοσις Β′, Λόγοι ἀποδεικτικοί Β′ 56,Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 129). Ὁ αἴτιος Πατήρ ἐξαρτᾶται ἀπό τόν αἰτιατό Υἱό γιά νά εἶναι Πατήρ. Θεωροῦμε – μέ τήν ἐπιφύλαξη τοῦ μή εἰδικοῦ – ὅτι ὁ π. Νικόλαος ὀρθῶς τονίζει τήν ἀμοιβαία δοτικότητα τῆς προσωπικῆς ἑτερότητος ἐντός τῆς Ἀγίας Τριάδος. Εἶναι ἀπολύτως ὀρθό αὐτό πού γράφει: «Μέ ὀντολογικούς ὅρους αὐτό σημαίνει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Πατήρ προσφέρει ἑτερότητα στά δύο ἄλλα πρόσωπα, ἀλλά ὅτι ἐπίσης ἐπιτρέπει σ᾿ αὐτά νά Τοῦ προσφέρουν ἀμοιβαίως, μ᾿ ἕνα δυναμικό τρόπο, τή δική Του ἑτερότητα (διότι χωρίς τήν σύννευσιν τῶν δύο πρός τόν Πατέρα καί τήν “τῆς γνώμης σύμπνοιαν καί ταυτότητα τῆς κινήσεως” αὐτή ἡ οὐσιώδης ὅσο καί προσωπική ἑνότητα θά θραυσθεῖ» (π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2009, σελ. 41-42). Ἀξιοσημείωτη ἀκόμη στό ἀνωτέρω χωρίο τοῦ Δαμασκηνοῦ ἡ φράση «ἐξ αὐτοῦ γάρ ἤγουν τῆς τοῦ πατρός φύσεως φαμέν τήν τοῦ υἱοῦ γέννησιν», ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τήν θέση τοῦ Σεβασμιωτάτου π. Ζηζιούλα ὅτι ὁ Πατήρ ὡς πρόσωπο καί ὄχι ὡς οὐσία πραγματοποιεῖ μία περισσότερο προσωπική παρά οὐσιανική σύσταση τῶν δύο ἄλλων προσώπων. Ἀκόμη ὁ Δαμασκηνός γράφει γιά τήν ἔννοια τῆς γεννήσεως: «Γέννησις μέν γάρ ἐστι τό ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ γεννῶντος προάγεσθαι τό γεννώμενον ὅμοιον κατ᾿ οὐσίαν» (Ἔκδοσις ἀκριβής,ὅ.π., σελ. 21). Ὁμοίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «Καί μήν ἐκ τοῦ πατρός φαμεν εἶναι τόν υἱόν, ὡς ἐκ τῆς θείας οὐσίας γεννηθέντα, δηλονότι κατά τήν πατρικήν ὑπόστασιν» ((Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐπιμέλεια Παναγ. Κ. Χρήστου, τόμος Α′, ἔκδοσις Β′, Λόγοι ἀποδεικτικοί Α′ 6,Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 33). Γενικά ὁ Μητροπολίτης Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα εἶναι “ἐκ τῆς οὐσίας κατά τήν Πατρικήν ὑπόστασιν”· τοῦτο εἶναι “ὁ γνώμων” τῆς παλαμικῆς θεολογίας περί τῆς προελεύσεως τῶν προσώπων» (Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, ἔκδοσις Β′, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 150).
Ἐξάλλου θεωροῦμε ὅτι ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ π. Νικόλαος ὅτι ἡ κατά Ζηζιούλα μετάδοση τῆς προσωπικῆς ἑτερότητος ἀπό μόνο τόν Πατέρα εἶναι μία “ὑπαγορευμένη μετάδοση” τῆς προσωπικῆς ἐτερότητος, ἀφοῦ ἀγνοεῖ, καλύτερα δέν χρειάζεται, τή συγκατάθεση καί “ἀνταπόκριση” τῶν δύο ἄλλων θείων Προσώπων. Τό θέμα αὐτό ἔχει καί καίριες ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις, τίς ὁποῖες ἀναλύει διεξοδικά ὁ π. Νικόλαος.
Θεωροῦμε ἐπίσης ὅτι εἶναι εὔστοχη ἡ παρατήρηση τοῦ π. Νικολάου ὅτι στήν Πατερική ἐκδοχή τῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός πρέπει νά συνυπολογισθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς οὐσίας, ἡ φύσεως ὁμοτιμία, ἡ γνώμης σύμπνοια, ἡ ταυτότης κινήσεως καί ἡ σύννευσις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος (Γρηγόριος Θεολόγος, στόν ὁποῖο παραπέμπει ὁ π. Νικόλαος). Παραθέτουμε καί τό κάτωθι χωρίο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ κατά τό ὁποῖο, ἀντιθέτως ἀπό ὅ,τι συμβαίνει στά κτιστά ὄντα, στήν Ἁγία Τριάδα πράγματι θεωρεῖται ἡ κοινή οὐσία καί ἡ ταυτότητα τῆς ἐνεργείας, ἐνῶ ἐπινοίᾳ θεωρεῖται ἡ διάκριση τῶν ὑποστάσεων/προσώπων:«Χρή δέ εἰδέναι, ὅτι ἕτερόν ἐστι τό πράγματι θεωρεῖσθαι καί ἄλλο τό λόγῳ καί ἐπινοίᾳ. Ἐπί μέν οὖν πάντων τῶν κτισμάτων ἡ μέν τῶν ὑποστάσεων διαίρεσις πράγματι θεωρεῖται· πράγματι γάρ ὁ Πέτρος τοῦ Παύλου κεχωρισμένος θεωρεῖται. Ἡ δέ κοινότης καί ἡ συνάφεια καί τό ἕν λόγῳ καί ἐπινοίᾳ θεωρεῖται. Νοοῦμεν γάρ τῷ νῷ, ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος τῆς αὐτῆς εἰσι φύσεως καί μίαν ἔχουσι φύσιν· ἕκαστος γάρ αὐτῶν ζῷον ἐστι λογικόν θνητόν, καί ἕκαστος σάρξ ἐστιν ἐμψυχωμένη ψυχῇ λογικῇ τε καί νοερᾷ. Οὐδέ γάρ αἱ ὑποστάσεις ἐν ἀλλήλαις εἰσίν· ἰδίᾳ δέ ἑκάστη καί ἀνά μέρος ἤγουν καθ᾿ ἑαυτήν κεχώρισται πλεῖστα τά διαιροῦντα αὐτήν ἐκ τῆς ἑτέρας ἕχουσα· καί γάρ καί τόπῳ διεστήκασι καί χρόνῳ διαφέρουσι καί γνώμῃ μερίζονται καί ἰσχύι καί μορφῇ εἴτουν σχήματι καί ἕξει καί κράσει καί ἀξίᾳ καί ἐπιτηδεύματι καί πᾶσι τοῖς χαρακτηριστοῖς ἰδιώμασι, πλέον δέ πάντων τῷ μή ἐν ἀλλήλαις ἀλλά κεχωρισμένως εἶναι. Ὅθεν καί δύο καί τρεῖς ἄνθρωποι λέγονται καί πολλοί. Τοῦτο δέ καί ἐπί πάσης ἔστιν ἰδεῖν τῆς κτίσεως. Ἐπί δέ τῆς ἁγίας καί ὑπερουσίου καί πάντων ἐπέκεινα καί ἀλήπτου τριάδος τό ἀνάπαλιν. Ἐκεῖ γάρ τό μέν κοινόν καί ἕν πράγματι θεωρεῖται διά τε τό συναΐδιον καί τό ταυτόν τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας καί τοῦ θελήματος καί τήν τῆς γνώμης σύμπνοιαν τήν τε τῆς ἐξουσίας καί τῆς δυνάμεως καί τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα – οὐκ εἶπον ὁμοιότητα, ἀλλά ταυτότητα - καί τό ἕν ἔξαλμα τῆς κινήσεως· μία γάρ οὐσία, μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία καί ἡ αὐτή οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις, ἀλλά μία καί ἡ αὐτή κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων» (Ἔκδοσις ἀκριβής ΙΙ, η΄ 238 κ. ἕξ., ἔκδοση B. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σελ. 28). Θεωροῦμε ὅτι τό χωρίο αὐτό κλονίζει τήν πολυθρύλητη προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως. Ὡσαύτως θεωροῦμε ὅτι στοιχεῖ ἀπόλυτα στήν ἀλήθεια ἡ παρατήρηση τοῦ π. Νικολάου ὅτι «Εὐτυχῶς στό ἔργο τῶν Ἑλλήνων Πατέρων δέν ὑπάρχει “προτεραιότητα” οὔτε τοῦ προσώπου οὔτε τῆς φύσεως, ἀλλά συμπροτεραιότητα καί τῶν δύο, καθώς ἀρρήκτως καί ἀπολύτως καί ἀδιαστάτως συμπλέκονται ἀποδίδοντας τή συγκλονιστική καί ἀνεπανάληπτη πραγματικότητα τοῦ συγκεκριμένου καί πραγματικοῦ καί ἐνυποστάτου ὄντος» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆνα 2009, σελ. 103-104). Ἄλλωστε καί ὁ ἀνωτέρω μνημονευθείς Μητροπολίτης Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς συμπεραίνει: «Ὅθεν, οὐδέν τό θαυματόν ἐάν, κατά τόν Παλαμᾶν, δύναται νά λεχθῇ ὅτι ἡ οὐσία προηγεῖται τῶν ὑποστάσεων (ὅταν πρόκειται περί ἑνώσεων) καί συνάμα ὅτι τό τρισυπόστατον εἶναι ἡ ἀφετηρία ἐπί τοῦ Θεοῦ (ὅταν πρόκειται περί των διακρίσεων» (Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, ὅ.π., σελ. 190, ὑποσημείωση 3 τῆς προηγουμένης σελίδος).
Ἀλλά καί ἡ Χριστολογία τοῦ Περγάμου εἶναι προβληματική. Ὁ π. Νικόλαος γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου τοῦ Ζηζιούλα ἔχει τήν ἐντύπωση πώς, ὅσον ἀφορᾶ τόν Υἱό, ἔχουμε πιθανῶς δύο γεννήσεις του. Ἔχουμε δεῖ παραπάνω πώς ὁ Ζηζιούλας δέν ἔχει κανένα πρόβλημα μέ τήν “μετάδοση τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας στόν Υἱό”, ἐνῶ ἔχει σοβαρό πρόβλημα μέ τήν “μετάδοση τῆς οὐσίας” – δηλαδή δέν ἔχει πρόβλημα μέ ἕναν Πατέρα πού κατέχει ἑτερότητα καί στήν συνέχεια τήν μεταδίδει (ἤ τήν ὑπαγορεύει), ἐνῶ ἔχει πρόβλημα μέ ἕναν Πατέρα πού κατέχει μία φύση καί στή συνέχεια τήν μεταδίδει. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι σάν νά προτείνονται δύο διαδοχικές “στιγμές” ὅσον ἀφορᾶ τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ: αὐτή τοῦ ὁμοουσίου καί αὐτή τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας» (π. Νικολάου Λουδοβίκου, Οἱ τρόμοι τοῦ προσώπου καί τά βάσανα τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆνα 2009, σελ. 58). Φυσικά οἱ δύο αὐτές “στιγμές” τῆς προέσεως τῶν δύο αἰτιατῶν προσώπων εἶναι ἀδιανόητες: ὁ Πατήρ προḯησι γεννητῶς τήν ἐνούσιον ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί ἐκπορευτῶς τήν ἐνούσιον ὑπόσταση τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. Δέν ὑπάρχει ἄλλη πρόεση τοῦ προσώπου/ὑποστάσεως καί ἄλλη τῆς φύσεως/οὐσίας.
Τό σοβαρότερο ὅμως πρόβλημα μέ τή Χριστολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου εἶναι, κατά τόν π. Νικόλαο, ἡ ὑποβάθμιση “τῆς ἀντιδόσεως τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων” στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὑποβάθμιση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του σέ παθητικῶς θέλουσα καί ἐνεργοῦσα. Ὅμως ὁ Χριστός ἐποίει τά θεῖα ἀνθρωπίνως καί τά ἀνθρώπινα θείως εἰς τρόπον ὥστε ἡ ἀνθρώπινη φύση του νά εἶναι ἐνεργητικά θέλουσα, ἐπιθυμοῦσα, γνωρίζουσα καί ἐνεργοῦσα. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τόσο ὁλοκληρωμένα ἀνθρώπινη, ὥστε καί ἀγνοῦσε ὁρισμένα πρόσωπα, καταστάσεις καί πράγματα καί δέν μποροῦσε νά κάνει ὅλα ὅσα ἤθελε νά κάνει. Παράδειγμα τῆς ἀνθρώπινης ἄγνοιας ἦταν ἡ ἐρώτηση «τίς μου ἤψατο τῶν ἰματίων;» (Μάρκ. 5, 27) καί παράδειγμα τῆς μή δυνατότητος τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως νά κάνει ὅλα ὅσα ἤθελε νά κάνει τό ἑξῆς χωρίο: «Καί ἐκεῖθεν ἀναστάς ἀπῆλθε εἰς τά μεθόρια Τύρου καί Σιδῶνος, καί εἰσελθών εἰς τήν οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καί οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν» (Μάρκ. 7, 24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου