ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους.

Κρατώμεν τῆς ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον, παρά τηλικούτων ἀνδρῶν, ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν, ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ Διαβόλου.Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλειπή τὴν κεκηρυγμένην Ὁρθόδοξον πίστην.
Ἀλλ’ αὔτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχόμενη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν, καὶ ὁ τολμών ἤ πράξαι ἤ συμβουλεύσαι ἤ διανοηθήναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστού, ἤδη ἐκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα, διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως λαλήσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις…Ἄπαντες οὐν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἰρέσει ἤ σχίσματιἐκουσίως ἐνεδύθησαν κατάρα ὡς ἰμάτιον (Ψαλμ-ΡΗ’18), κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί, κἄν Ἄγγελος ἐξ Οὐρανοῦ.

Ἄνθιμος ἐλέω Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νέας Ρώμης ἤ Οἰκουμ. Πατρ.
Ἰερόθεος ἐλέω Θεοῦ Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ πᾶσης Αἰγύπτου.
Μεθόδιος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀντιοχείας.
Κύριλλος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἰεροσολύμων.
Καὶ αἱ περὶ αὐτοὺς Ἱεραὶ Συνόδοι.
Ἐν Κωνσταντινούπολει τὸ σωτήριον ἔτος 1848.

Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν,

«....πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν (Κατά Ματθ. 21-24) 2)

Δεν είστε θύμα, είστε θύτης. κ. Πρωθυπουργέ, !!!!

Δεν είστε θύμα, είστε θύτης. κ. Πρωθυπουργέ, !!!!
ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΤΕ, Κ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΈ;

μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί

Ο Απόστολος Παύλος λέει «…μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται 10 ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι. 11 και ταύτά τινες ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών.» (Α’ Κορ.6:9-11).

ΑΓΑΠΗ ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΑΓΑΠΗ ΕΝ ΑΛΗΘΕΙΑ..ΚΑΤΑ ΤΟΝ Γ.ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΗΤΑΝ [ Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΤΡΑΧΥΤΙΤΑ ΤΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ].Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΗΡΟ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΕ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ -ΣΤΑΥΡΟΥ - ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΟΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΣΜΟΣ.

έλειπαν 13 ολόκληρες ημέρες,

Όσο κι αν ψάξετε, σε οποιοδήποτε αρχείο των ελληνικών ληξιαρχείων, δεν πρόκειται να βρείτε ούτε έναν Έλληνα ή Ελληνίδα που να έχει καταχωρηθεί με ημερομηνία γέννησης από 16 έως 28 Φεβρουαρίου 1923! Αυτό αποκαλύπτει ο κ. Διονύσης Σιμόπουλος, Διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου. Όχι, φυσικά, γιατί δεν.... είχαμε ούτε μία γέννα σε μία ολόκληρη περίοδο 13 ημερών, αλλά γιατί απλούστατα το 1923 είχε μόνο 352 ημέρες"! Όπως εξηγεί ο κ. Σιμόπουλος, από τον Φεβρουάριο του 1923, έλειπαν 13 ολόκληρες ημέρες, δηλαδή το διάστημα μεταξύ 16 και 28 Φεβρουαρίου, ο ήλιος αποκοιμήθηκε, καί ξύπνησε μετά από 13 μέρας..

ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»

Ο Απόστολος Παύλος μας λέγει: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Τολμηρό αυτό που μας λέγει ο απόστολος Παύλος! «ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ»!! Φαντάζεστε αυτούς που αρέσκονται εις τα θαύματα να έβλεπαν άγγελο να τους λέγει «ακολουθήστε το νέο ημερολόγιο των Παπών της Δύσεως»!!! Εως και αυτόν τον ίδιο τον Παύλο θα αναθεμάτιζαν!!!

Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις;

‎"Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο τὸν πραῢν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον" Γρηγόριος ο Θεολόγος «Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ;;;;; Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης.!!!!!! αγίου Μαξίμου Ομολογητού:

δύο μορφές ταπεινώσεως

«Υπάρχουν δε δύο μορφές ταπεινώσεως, όπως ακριβώς και δύο μορφές υπερηφάνειας. Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουθενώνει κανείς τον αδελφό του, όταν τον εξευτελίζει σαν να μη είναι τίποτα και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Αν αυτός που θα πέσει σε αυτήν την υπερηφάνεια δεν φροντίσει γρήγορα με τη κατάλληλη προσοχή και επιμέλεια να διορθωθεί σιγά -σιγά φτάνει στην δεύτερη υπερηφάνεια και καταντά να υπερηφανεύεται απέναντι στον ίδιο τον Θεό και να πιστεύει πως οτιδήποτε κατορθώνει οφείλεται στις δυνάμεις του και όχι στον Θεό. Πραγματικά αδελφοί μου, κάποτε είδα έναν που είχε καταντήσει στην ελεεινή αυτή κατάσταση. Στην αρχή αν του έλεγε κανένας αδελφός κάτι τον έφτυνε και έλεγε: ‘’Ποιος είναι αυτός; Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι μαθητές του’’. Μετά άρχισε να εξευτελίζει και αυτούς και να λέει: ‘’Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Μακάριος’’. Και μετά από λίγο άρχισε πάλι να λέει: ‘’Τι είναι ο Μακάριος; Τιποτένιος, μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος αξίζουν’’. Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: ‘’Τι είναι ο Βασίλειος και τι είναι ο Γρηγόριος; Τιποτένιοι. Μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος αξίζουν’’. Του λέω: ‘’Πραγματικά αδελφέ μου και αυτούς θα τους απορρίψεις’’. Πιστέψετε με, μετά από λίγο καιρό άρχισε να λέει: ‘’Τι είναι ο Πέτρος και ο Παύλος; Τιποτένιοι. Μόνο η Αγία Τριάδα αξίζει’’. Μετά υπερηφανεύτηκε και εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του. Για αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε αδελφοί μου, εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας για να μην καταλήξουμε μετά από λίγο στην τέλεια υπερηφάνεια».

(Αββά Δωρόθεου, Έργα Ασκητικά, Διδασκαλία περί ταπεινοφροσύνης, σελ. 129).

ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΩΣ ΘΗΡΙΟ !!!!

Ἰδού τί γράφει εἰς τήν «ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» σελίς 4, ὁ κλεινός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος:

«Τέσσαρα μεγάλα θηρία ἐγέννησεν ὁ ΙΣΤ’ αἰών: Τήν αἴρεσιν τοῦ Λουθήρου, τήν αἴρεσιν τοῦ Καλβίνου, τήν αἴρεσιν τῶν Γιεζουβιτῶν, (Ἰησουιτῶν. Τάγμα θανάτου τοῦ Πάπα. Σκοπός του ἡ διάδοσις τοῦ Παπισμοῦ καί ἡ ὑποταγή ὅλων ὑπό τόν Πάπα) καί τήν αἴρεσιν τοῦ Νέου Καλενδαρίου· (Σ.σ. ἡμερολογίου). … κατά δέ τῆς αἱρέσεως τοῦ Νέου Καλενδαρίου ἀπεφάνθη ἡ ἐν Κων/πόλει μεγάλη Οἰκουμενική Σύνοδος τῶ 1593».Ο ΙΕΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ Δοσίθεος: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΩΣ ΘΗΡΙΟ !!!!.


Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΥΧΝΑ ΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΡΑΠΤΑ ΤΟΥ ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙ ΙΕΡΟ..

.

Ο ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΗ ΜΟΡΦΩΣΗ. Η ΔΩΔΕΚΑΒΙΒΛΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ.

ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν

Βαδίζοντες δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ἀκολουθώντας τὸ Μ. Ἀθανάσιο, ἀπαγορεύει τὴν «κοινωνία» ὄχι μόνο μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ αἱρετικούς. Λέγει:
«τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν»
(Ἐπιστολαί, 466, l.17-18).

Καὶ ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως, ἅγιος Γερμανὸς ὁ νέος, συμβουλεύει τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ ἐκείνους τοὺς «ὀρθόδοξους» ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς Λατίνους. Συμβούλευε ἀκόμα τους λαϊκούς, νὰ φεύγουν ὁλοταχῶς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ ἔδειξαν ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους, καὶ μήτε σὲ Ἐκκλησία ποὺ ἐκεῖνοι λειτουργοῦν νὰ πηγαίνουν, μήτε νὰ παίρνουν εὐλογία ἀπὸ τὰ χέρια τους. Καλύτερα νὰ προσεύχεστε μόνοι στὰ σπίτια σας, παρὰ νὰ συγκεντρώνεστε στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς Λατινόφρονες κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.http://www.facebook.com/photo.php?fbid=328244863964089&set=o.425047610867614&type=1&theater.

διῶκτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;

Τί συμβαίνει στούς διῶκτες τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; ῾Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς .
Ρωτήστε τον διώκτη της Εκκλησίας Σαύλο (Σαούλ), τί του συνέβη. «Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίξειν» (Πράξεις 26, 14), του είπε ο Κύριος και ο Σαύλος βαπτίστηκε και έγινε ο Παύλος, ο Απόστολος.
Τί συνέβη στον Ηρώδη, τον πρώτο διώκτη των χριστιανών; Τί συνέβη στον Ιουλιανό τον Παραβάτη.; Πέθαναν και οι δύο με φρικτό θάνατο, ενώ οι θεοστυγείς δολοπλοκίες τους εναντίον του Χριστού διαλύθηκαν σαν καπνός.
Αλλά έτσι συνέβαινε πάντα στην ιστορία: κάποιοι διώκτες μεταστρέφονταν στον χριστιανισμό, ενώ άλλοι πέθαιναν με φρικτούς θανάτους. Πάντοτε οι προσπάθειες του ενός ή του άλλου χριστιανομάχου εκμηδενίζονται, διαλύονται σαν καπνός.
Όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ, ήθελε να εκδικηθεί τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς, διότι δεν ξεχώριζε τους χριστιανούς από τους Ιουδαίους. Διασκόρπισε τους Ιουδαίους σε όλο τον κόσμο κι έκτισε έναν ειδωλολατρικό ναό στο σημείο όπου βρισκόταν ο Ναός του Σολομώντος. Επίσης μετονόμασε την Ιερουσαλήμ «Αϊλία», με βάση το όνομα του «Αΐλιος» και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να ονομάζει την πόλη αυτή Ιερουσαλήμ. Έκτισε ναό προς τιμήν του φαύλου Ερμή στον Γολγοθά, άλλον ναό για τον Δία πάνω από τον τάφο του Κυρίου κι έναν ναό προς τιμήν του Άδωνη, στη Βηθλεέμ.
Πράγματι πόσο τραγικό θα ήταν, για τους χριστιανούς εκείνης της εποχής, να βλέπουν τα ιερά τους προσκυνήματα να χλευάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο! Αλλά όμως στο τέλος τί συνέβη; Ο αυτοκράτορας Αδριανός βρήκε φρικτό θάνατο και όσο για τους ειδωλικούς ναούς του, αυτοί κατακρημνίστηκαν την εποχή των θεοστέπτων αγίων βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης, της αυτοκράτειρας μητέρας του. Στη θέση τους ανεγέρθηκαν περικαλλείς χριστιανικοί ναοί, που μέχρι σήμερα στέκουν ακλόνητοι!
«Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν». Ω, πόσο μάταιη και χαμένη είναι κάθε μάχη εναντίον του Χριστού!
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,

«Ἔστι κακή ὁμόνοια, καί καλή διαφωνία

Ὁ μεγάλος θεολόγος τοῦ ΙΕ αἰῶνος, ‘Ιωσήφ ὁ Βρυέννιος λέγει: «Ἔστι κακή ὁμόνοια, καί καλή διαφωνία. Ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς. Οἷς γάρ ἡ φιλία ἀπωλείας πρόξενος, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται. Καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας, ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις. Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ’ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν. Ἡ γάρ εἰρήνη μετά μέν τοῦ ἰδίου καί πρέποντος, κάλλιστον ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας, ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον καί τε καί βλαβερώτατον. Ἐπεί οὐδείς δύναται κτήσασθαι τήν ἀγάπην τῶν πονηρῶν καί κακῶν, χωρίς κακίας καί πονηρίας. Μεγάλη δέ ἀρετή τοῦ δικαίου, ὅταν ἔχη τούς τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἐχθρούς, καί τούς αὐτοῦ φίλους, φίλους, ὥσπερ μεγάλη κακία ἁμαρτωλοῦ, ὅταν τούς τοῦ Θεοῦ φίλους ἔχη ἐχθρούς, καί τούς ἐχθρούς αὐτοῦ φίλους (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμος Β, σελ. 22)

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ. ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ. Βα­σι­κό γνώ­ρι­σμα κά­θε Ὀρθο­δό­ξου Χριστια­νοῦ, βα­πτι­σμέ­νου «εἰς τό ὄνο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος», εἶναι ἡ πί­στη (= ἐμπι­στο­σύ­νη ἀρχι­κά, ἡ ὁποί­α γί­νε­ται ἔπει­τα βεβαιό­τη­τα[1]), σέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ Υἱός καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί Θ ε­ός, ὡς ἄσαρ­κος Λό­γος καί κα­τό­πιν ὡς ἔνσαρ­κος, εἰσερ­χό­με­νος λυτρω­τι­κά μέ­σα στόν κό­σμο καί τήν ἀνθρώ­πι­νη Ἱστο­ρί­α. Αὐτά ἡ Ἐκκλη­σί­α Του δια­φυ­λάσ­σει «ὡς κό­ρην ὁφθαλ­μοῦ» διά μέ­σου τῶν αἰώ­νων· αὐτά κη­ρύσ­σει καί ἐξαγ­γέλλει συ­νεχῶς πρός σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν τέ­κνων της· αὐτό τό λυ­τρω­τι­κό μή­νυ­μα ἐκφρά­ζει ἀπα­ρα­χά­ρα­κτο διά τῶν θε­ο­πνεύ­στων Ἁγί­ων Πα­τέ­ρων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκλε­κτά καί ἱε­ρά μέ­λη της εἶναι τὰ «στό­μα­τα τοῦ Λό­γου», οἱ ζωντανοὶ φο­ρεῖς τῆς Θεί­ας Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως καὶ οἱ ἐκφρα­στές τῆς Ὀρθο­δό­ξου Παρα­δό­σε­ως. Θά πρέ­πει δὲ ἐξ ἀρχῆς νά ὑπο­γραμ­μι­σθῆ ἡ ἀνα­γκαιό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί αὐτο­-πα­ρα­δόσε­ως τοῦ ἀνθρώ­που στόν «προ­αιώ­νιον Λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί ἐπ᾿ ἐσχά­των τῶν χρό­νων γε­νό­με­νον ἄνθρω­πον», διό­τι αὐτή ἡ πί­στη ὁδη­γεῖ στή μυστικὴ ἕνω­ση μα­ζί Του καί τή με­το­χή στήν ἄκτιστη Χά­ρη καί Δό­ξα Του! Μό­νο ὁ φι­λάν­θρω­πος Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ ὁποῖος «ἐφα­νε­ρώ­θη ἐν σαρ­κί, ἐδι­καιώ­θη ἐν Πνεύ­μα­τι, ὤφθη ἀγγέ­λοις, ἐκη­ρύ­χθη ἐν ἔθνε­σιν, ἐπι­στεύθη ἐν κό­σμῳ ἀνε­λή­φθη ἐν δόξῃ»[2], μό­νο Αὐτός μπο­ρεῖ νά πα­ρά­σχει τή σω­τη­ρί­α στόν ἄνθρω­πο. Ἡ Ἁγί­α Ἐκκλησί­α στε­ντο­ρεί­ως κη­ρύσ­σει ὅτι δέν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας καί θε­ώ­σε­ως ―ἤτοι ἑνώ­σε­ως κτι­στοῦ καί ἀκτίστου― ἐκτός τοῦ Ἑνός, τοῦ μο­να­δι­κοῦ Προ­σώ­που, τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ, «τό ἐκμα­γεῖον τοῦ ἀρχε­τύ­που κάλ­λους, ἡ μή κι­νου­μέ­νη σφρα­γίς, ἡ ἀπα­ράλ­λα­κτος εἰκών, ὁ Τοῦ Πα­τρός ὅρος καί Λό­γος», ὅπως θε­ο­λο­γικώτα­τα ἐκφρά­ζεται ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἀε­τός καί τῆς Να­ζιαν­ζοῦ ποι­μένας, ἁγιώ­τα­τος Γρη­γό­ριος[3]. Αὐτός ὁ Χρι­στός σώ­ζει, διό­τι μᾶς ὁδη­γεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­μα­τι πρός τόν Θεὸ Πα­τέρα, ἀφοῦ «αὐτός ἐνην­θρώ­πη­σεν, ἵνα ἡμεῖς θε­ο­ποι­ηθῶμεν· καί αὐτός ἐφα­νέ­ρω­σεν ἑαυ­τόν διά σώ­μα­τος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀο­ρά­του Πα­τρός ἔννοιαν λά­βω­μεν»[4]. Ἑπο­μέ­νως, ὅλα ὅσα κή­ρυ­ξε ὁ Θε­άνθρω­πος Χρι­στός, γί­νο­νται ἀπο­δε­κτά διά τῆς πί­στε­ως καί ἐκλαμ­βά­νο­νται ὡς μο­να­δι­κή Ἀλή­θεια καί σώ­ζου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ὅτι Αὐτός ὁ Θεῖος Δι­δά­σκα­λος εἶναι ἡ (ὑποστατικὴ) Αὐτο-Ἀλή­θεια, ἡ ἔνσαρ­κος Πα­να­λή­θεια, τό «φῶς τό ἀλη­θι­νόν, τό φω­τί­ζον πά­ντα ἄνθρω­πον ἐρχό­με­νον εἰς τόν κό­σμον», κατά τή Θεί­α Γρα­φή[5]. Πα­ρά­δει­σος ἤ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, Ὀρθό­δο­ξα, δὲν νο­οῦνται ἄνευ τῶν ἀκτί­στων ἐνερ­γειῶν τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τ.ἔ. αὐτοῦ τοῦ ἰδί­ου τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ μέ­θο­δος τῆς θε­ο­λο­γικῆς πραγ­μά­τευ­σης ἑνὸς, ὄντως, ἀπὸ τὰ ἀκαν­θω­δέ­στε­ρα ζη­τή­μα­τα τῆς χρι­στια­νικῆς Πί­στε­ώς μας, ὅπως εἶναι ὁ ἐσχατο­λο­γικὸς Πα­ρά­δεισος καὶ ἡ Κό­λαση, ἤ, μὲ ἄλλα λό­για, τὸ εἶδος τῆς ἀΐ­διας με­τοχῆς τοῦ ἀνθρώ­που στὶς ἄκτι­στες ἐνέρ­γειες τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἐπι­χει­ροῦμε στὸ παρὸν ἔργο, δὲν ἀκο­λου­θεῖ τὰ δογ­μα­το­λο­γικὰ ἐγχειρί­δια. Βα­σί­ζε­ται κυ­ρί­ως στὶς πη­γές, δηλ. τὴν Ἁγί­α Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Πα­ράδοση (Πατέρες, Ὑμνογράφους, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, τὸν Κοσμᾶ Μοναχὸ κ.ἄ.), μὲ γνώ­μο­να, προ­πά­ντων, τὶς σύγ­χρο­νες ἀνά­γκες τοῦ ἐκκλη­σιαστι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος. Ἡ Ὀρθό­δο­ξη Πα­τε­ρι­κή μας Πα­ρά­δο­ση, ποὺ ἀσκη­τικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ἔχει ἱκανῶς ἀνα­δι­φή­σει τὴν ὑπερ­δι­σχιλιετῆ χρι­στια­νικὴ Θεί­α Ἀπο­κά­λυ­ψη, μᾶς ἔχει ἐμπλου­τί­σει μὲ μί­α πλη­θύν θε­ο­πνεύ­στων λό­γων καὶ ἑρμη­νευτικῶν ὑπο­μνη­μά­των, τὰ ὁποῖα, σύμ­φω­να μὲ τὴ Θεί­α Οἰκονομί­α, ἐξαρ­κοῦν γιὰ νὰ σβή­σουν κατ᾿ ἀρχὴν τὴ γνω­στικὴ καὶ φι­λί­στο­ρα δί­ψα τοῦ πε­πε­ρα­σμέ­νου θνη­τοῦ ἀνθρώ­που ὅσον ἀφορᾶ στὴ λει­τουρ­γί­α καὶ τὴ φύ­ση τοῦ Ὑπερ­βα­τικοῦ καὶ τὴ μετὰ θά­να­το προσω­πι­κή τύ­χη τοῦ πρώ­του, ἔπει­τα νὰ προ­ειδο­ποι­ή­σουν τοὺς ρά­θυμους καὶ ἀνάλ­γη­τους γιὰ ἔγκαι­ρη με­τά­νοια, και, ἐντέ­λει, γιὰ νὰ ἀνα­κου­φί­σουν, ἀνα­παύ­σουν καὶ λυτρώ­σουν ψυ­χικά, ὑπαρξιακὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ κά­θε ἀνθρώ­πι­νη ὕπαρ­ξη. Βέβαια, τὴν (Πατερικὴ) μέθοδο ἔρευνας αὐτὴν ὁρισμένοι Νε-Ορθόδοξοι θεολόγοι ἴσως τὴ θεωρήσουν ὡς μειονέκτημα, ἀφοῦ ὡς μεταμοντέρνοι ὑποστηρίζουν, ἑπόμενοι στὶς ἀρχὲς τῆς «ἀπομυθοποίησης» (Entmythosielierung) τοῦ διάσημου Γερμανοῦ Προτεστάντη θεολόγου Rudolf Bultmann (1884-1978)[6], μιὰ Μετα-Πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ μία, δίκην Προτεσταντῶν, ὑποκειμενικὴ (καὶ μάλιστα ὑπαρξιακή, δηλ. ἐνδοκοσμικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρική), ἐπιλεκτικῶς, Προκρούστεια «γνώμη»· διότι, ἀντὶ λ.χ. νὰ ἐπικαλοῦνται μία θεολογικὴ θέση, ποὺ μάλιστα τὴν ὑποστηρίζουν οἱ περισσότεροι καὶ μεγαλύτεροι Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ―καὶ ὄχι κάποια «πατερικὰ φρασίδια»[7]―, αὐθαίρετα ἐπιλέγουν τὴ γνώμη ἑνὸς ἤ δύο ἄλλων Πατέρων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις τυχαίνει (;) νὰ συμφωνοῦν μὲ τὶς δικές τους (ὀρθολογικὲς ἤ συναισθηματικὲς) προκαταλήψεις! Καί, βέβαια, ἐννοοῦμε τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ εὐρέως στὶς ἡμέρες μας, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ καὶ ὅτι ἡ Αἰώνια Κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἀνέχονται οἱ ἀμετανόητοι (βλ. Παθητικὴ Κόλαση)! Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς προειδοποιεῖ «μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε»[8], ἀλλ᾿ «ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς»[9]. Ἡ Αἰώνια Κόλαση μπορεῖ σήμερα νὰ φαίνεται ἀναχρονιστική, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα ἔχει προαναγγελθεῖ ἀπὸ τὸν ἀδιάπτωτο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐργάζομαι ἐγὼ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ὅ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν»[10]. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΑΓΑΠΗ, δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μόνο Ἀγάπη· εἶναι ἐξ ἴσου καὶ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Ἡ ἴδια ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη (τὸ Αὐτάγαθον) εἶπε τὰ ἑξῆς φοβερὰ λόγια: «πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου τούτους τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου»[11]. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀσπάζεσθε τὶς νε-ορθόδοξες ἰδέες αὐτές, «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ»[12]. Ἡ μισὴ ἀλήθεια ἦταν καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ προσφιλέστατη μέθοδος τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καί, δυστυχῶς, ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ποὺ παρασύρουν τὸν ἁπλὸ «λαὸ τοῦ Θεοῦ» μὲ λόγια ποὺ τοῦ χαϊδεύουν τὰ αὐτιά, ὅπως οἱ ψευδο-προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Λησμονοῦν, ὅμως, οἱ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι αὐτοὶ, ὅτι ἡ Πατερικὴ Βυζαντινὴ (καὶ ὄχι Δυτική, ὅπως ἐσκεμμένα γράφουν) Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση ἔκανε πρώτη χρήση τῶν Catenae (ἁλυσίδα Πατερικῶν ἑρμηνειῶν), ὅπως καὶ ὅτι ἡ κάθε ἑπόμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ­―πού, παρὰ τὸ Consensus Patrum [τὸ ὁποῖο καταδεικνύει τὴν Consensum Ecclesiae, ἡ ὁποία πάλι ἐκφράζει τὴν Regula Fidei (Κανόνα Πίστεως)], δογμάτιζε σύμφωνα μὲ τὸ (ποιοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἀληθείας» καὶ ὄχι τὸ (ποσοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἐξουσίας»― ἐπικύρωνε τὴν προηγούμενη! «Αὔξηση», λοιπόν, στὴν ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ σὲ βάθος (δηλ. προκοπή), ποιοτικῶς, καὶ ὄχι μεταβολή της, καθὼς μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος[13], δι᾿ ἀφαιρέσεως (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Προτεσταντισμός), ἤ προσθέσεως νέων δογμάτων ποσοτικῶς (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός). Μετὰ τὴν Εἰσα­γω­γή, ἀρχί­ζει τὸ πρῶτο Κε­φά­λαιο («Ὁ Ἐπί­γειος Παράδει­σος»), ὅπου ἀνα­πτύσ­σου­με ὁρι­σμέ­να ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ θέ­μα­τός μας ἱστο­ρι­κο-φι­λο­λο­γικὰ στοι­χεῖα γιὰ τὸν ἐπί­γειο Πα­ράδει­σο (Ἐδέμ), κά­νοντας μιὰ σύ­ντο­μη σύ­γκρι­ση με­ταξὺ ἐπι­γείου (ὑλι­κοῦ) καὶ οὐρα­νίου (πνευ­μα­τι­κοῦ) Πα­ρα­δεί­σου, διά­στα­ση ἡ ὁποί­α προ­έ­κυ­ψε λόγῳ τοῦ Προ­πα­το­ρι­κοῦ Ἁμαρ­τή­μα­τος. Στὸ δεύ­τερο Κε­φά­λαιο («Ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἀγαθοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ»), ἐκθέτου­με τὶς στοι­χειώ­δεις ἐνδεί­ξεις ὑπάρ­ξε­ως τῶν με­τα­φυ­σικῶν καταστά­σε­ων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ ἐδῶ πνευ­μα­τικὰ καὶ ἠθικὰ δε­δο­μέ­να τῆς πα­ρού­σης ζωῆς. Μὲ ἄλλα λό­για, ἐξη­γοῦμε πῶς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακὸ λει­τουρ­γοῦν καὶ ὑφί­στα­νται πραγ­μα­τικὰ στὸν πα­ρό­ντα κό­σμο, καὶ τό ὅτι, ὡς ἐκ τού­του, ἡ συ­νέχι­ση τῆς πέ­ραν τοῦ τά­φου ζωῆς δὲν θὰ κα­ταρ­γή­σει τὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, ποὺ ὁ κά­θε ἄνθρω­πος ἐλεύθε­ρα ἔχει ἐπι­λέ­ξει. Πα­ράλλη­λα, στὸ αὐτὸ Κε­φά­λαιο ἐπι­ση­μαί­νου­με τὴ δια­με­σο­λα­βη­τικὴ φύ­ση τῶν χρι­στια­νικῶν Μυ­στη­ρί­ων, καὶ μά­λι­στα τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας, ὅσον ἀφορᾶ στὴ βί­ω­ση καὶ πρό­γευ­ση τῶν Ἐσχά­των ἐκ μέ­ρους τῶν πι­στῶν. Στὸ τρίτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογική μετα-γλῶσσα τῶν ὑπερφυῶν ἐσχατολογικῶν καταστάσεων»), ἀφοῦ γε­νικὰ κάνου­με λό­γο γιὰ τὴν ποιό­τη­τα καὶ τὰ εἴδη τῶν μετὰ θά­να­τον ἐσχα­το­λο­γικῶν κα­τα­στά­σε­ων τοῦ ἀνθρώ­που, ἀνα­λύ­ου­με ὁρι­σμέ­νες χα­ρα­κτη­ρι­στικὲς εἰκόνες καὶ πα­ρα­στάσεις, ποὺ ἡ χρι­στια­νικὴ Ἐκκλη­σί­α ἔχει ἐν χρή­σει, γιὰ τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ τὴν Κό­λα­ση. Στὸ τέ­ταρ­το Κε­φά­λαιο («Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»), δια­σα­φηνίζου­με τὴ λε­πτὴ θεολογικῶς διά­κρι­ση, ποὺ τό­σο ἡ Ἁγί­α Γρα­φή, ὅσο καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας δια­τη­ροῦν, με­ταξὺ Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ Βα­σι­λείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ προ­βαί­νου­με στὴν πε­ρι­γραφὴ χα­ρα­κτη­ρι­στικῶν γνω­ρι­σμάτων τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ὅπως εἶναι 1) τὰ «ἀνή­κου­στα ἀκού­σμα­τα» καὶ τὰ «ἀνε­κλά­λη­τα ρή­ματα», 2) ἡ με­τοχὴ στὸ ἄκτι­στο Φῶς καὶ ἡ Θεί­α θέ­α, 3) ἡ ἔνυ­λη καὶ ἡ ἄϋ­λη γνώ­ση τῶν ὄντων, 4) οἱ δω­ρεὲς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ 5) ἡ «ἀει­κί­νη­τος στά­σις» τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Στὸ πέμπτο Κε­φά­λαιο («Ἡ ἄλη­κτη μα­κα­ριό­τη­τα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ»), δια­λαμ­βά­νου­με δύο κα­θο­ρι­στικὲς ἰδιό­τη­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐρανῶν, τὴ Θεί­α εὐφρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀΐ­δια ἀγαλ­λί­α­ση, ποὺ θὰ βιώ­νουν ἐσχα­το­λο­γικὰ οἱ σε­σω­σμέ­νοι καί οἱ Ἅγιοι. Στὸ ἕκτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογία τῆς Κολάσεως») πραγ­μα­τευόμα­στε α) τὸ «ἰδί­ω­μα» τῆς Θεί­ας δι­καιο­σύ­νης, ἡ ὁποί­α ἐμπε­ριέ­χει καὶ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ Θεί­ου φό­βου, β) τὴν ἔννοια τῆς Θεί­ας τι­μω­ρί­ας, μὲ τὴν Ὀρθό­δο­ξη ἐπι­σή­μαν­ση τῆς πα­ρά­δο­ξης (τ.ἔ. ὑπὲρ λό­γον) ἐνερ­γείας στὸν χρι­στια­νικὸ, ἀληθινό Θεὸ τοῦ συμ­βι­βα­σμοῦ ἀγά­πης καὶ κο­λά­σε­ως, γ) τὸ ποιὸν τῆς Κο­λά­σε­ως ἐσχα­τολο­γι­κῶς, καὶ δ) τὸν τρόπο ἐνέρ­γειας τοῦ Θε­οῦ στὴν Αἰώνια Κό­λα­ση, ὅπου ἐξε­τά­ζε­ται ἡ ἀρνη­τι­κή παρ-ου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸ «ἐνερ­γη­τικὸν» τῆς Κο­λά­σε­ως ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτοῦ θέ­σεις τοῦ δογματολόγου ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ. Στὸ ἕβδο­μο Κε­φά­λαιο («Ἡ αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κο­λά­σε­ως») πα­ρα­θέ­του­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α ἀρχικῶς τοῦ ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου καὶ κα­τό­πιν καὶ ἄλλων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ποὺ ὁμι­λοῦν γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κολάσε­ως. Στὸ ὄγδο­ο Κε­φά­λαιο («Ὑπάρ­χει ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν πά­ντων;») συ­ζη­τεῖται ἡ Ὠρι­γε­νικὴ κα­κο­δο­ξί­α γιὰ τὴν «Ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν Πά­ντων» καὶ πα­ρα­τί­θε­νται κά­ποιες δυσ­διά­κρι­τες ἐνδε­χο­μένως δὲ καὶ πα­ρε­ξη­γή­σι­μες θέσεις τῶν ἁγί­ων Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης καὶ Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμο­λο­γη­τοῦ. Τέλος, στὸ ἔνα­το Κε­φά­λαιο («Πῶς θὰ κερ­δί­σου­με τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ θὰ ἀπο­φύ­γου­με τὴν Κό­λαση»), ποὺ προ­η­γεῖται τοῦ Ἐπι­λό­γου καὶ τῆς Βι­βλιο­γρα­φί­ας, δια­τυ­πώ­νο­νται ὁρι­σμέ­νες ―πρα­κτικῆς φύ­σε­ως― πα­ραι­νε­τικές, ἐποι­κο­δο­μη­τικὲς καὶ συμ­βου­λευ­τικὲς προ­τά­σεις, μέ βά­ση τήν Πα­τε­ρι­κή καί πά­λι δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὴν ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη καὶ προ­σφο­ρό­τε­ρη ἐπί­τευ­ξη τῆς «κατὰ Χρι­στὸν» πο­λι­τεί­ας, ἔτσι ὥστε γη­θο­σύ­νως νὰ εἰσέλ­θου­με στὴν ἀτε­λεύ­τη­τη δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. -------------------------------------------------------------------------------- [1] Βλ. Ἰω­άν­νου Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκδο­σις ἀκριβὴς τῆς ὀρθο­δό­ξου πί­στε­ως, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, σ. 350-352: «Ἡ μέ­ντοι πί­στις δι­πλῆ ἐστιν. Ἔστι γάρ πί­στις ἐξ ἀκοῆς. Ἀκού­σα­ντες γάρ τῶν θεί­ων Γραφῶν πι­στεύ­ο­μεν τῇ δι­δα­σκα­λίᾳ τοῦ Πνεύ­μα­τος... Ἔστι δέ, πά­λιν, πί­στις ἐλπι­ζο­μέ­νων ὑπό­στασις, πραγ­μά­των ἔλεγ­χος οὐ βλεπομέ­νων... Ἡ μέν οὖν πρώτη τῆς ἡμε­τέ­ρας γνώ­μης ἐστίν, ἡ δέ δευ­τέ­ρα τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Πνεύ­μα­τος». [2] Α’ Τιμ. 3, 16. [3] Γρηγ. Θε­ο­λό­γου ἔργα, Λό­γος ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 168. [4] Μ. Ἀθα­να­σί­ου, Λό­γος περὶ τῆς ἐναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου 54, 3. [5] Ἰω. Α’, 19. [6] Γιὰ τὸν R. Bultmann ἔγραψε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος Καινοδιαθηκολόγος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μᾶρκος Σιώτης ὅτι «παρουσιάζηται φιλόσοφος χωρὶς φιλοσοφίαν, θεολόγος χωρὶς θεολογίαν καὶ Χριστιανὸς χωρὶς θρησκευτικὴν πίστιν» [ΘΗΕ 9 (1966) 193]. [7] Χ. Γιανναρᾶ, «Γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης», Σύναξη 121 (2012) 80-84. [8] Α’ Ἰω. 4, 1. [9] Ἰω. 5, 39. [10] Πράξ. 13, 41. [11] Λουκ. 19, 27. [12] Ματθ. 22, 29, Μάρκ. 12, 24. [13] Ἐπιστ. 223, 3.5. ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΡΩ­ΤΟ Ο Ε­ΠΙ­ΓΕΙΟΣ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟΣ Α) Γενικα Μέ βά­ση τήν Πί­στη στή διδα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, δέν νο­εῖται Ὀρθό­δο­ξος Χρι­στια­νός, ὁ ὁποῖος δέν ἀπο­δέ­χε­ται τήν ὕπαρξη αἰω­νί­ου με­τά θά­να­τον ζωῆς καί κα­τα­στά­σε­ως, τ.ἔ. Πα­ρα­δεί­σου καί Κολάσε­ως, ὅπως αὐτό ἐξαγ­γέλλε­ται ἀπό τό ἀδιά­ψευ­στο στό­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που Λυ­τρω­τοῦ στή λε­γο­μέ­νη Πα­ρα­βολή τῆς Κρί­σε­ως, τήν ὁποί­α ἀκοῦμε στούς ἱε­ρούς να­ούς τήν Κυ­ρια­κή τῶν Ἀπό­κρε­ω: «Καί ἀπε­λεύ­σο­νται οὗτοι εἰς κό­λα­σιν αἰώνιον, οἱ δέ δί­καιοι εἰς ζω­ήν αἰώ­νιον»[1]. Στήν ἀρχή τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστο­ρί­ας, ὁ Θε­ός ἀπὸ ἀγάπη («ὑπερβολὴν ἀγαθότητος») φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὕπαρξη, κα­λώντας τον στὸ περιβάλλον τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, τ.ἔ. στήν κοι­νω­νί­α μέ τήν ἄκτι­στη Χά­ρη Του. Στό τέ­λος, ὅμως, τῆς Ἱστο­ρί­ας, ὁ ἄνθρω­πος ―κάνοντας χρήση τῆς ἰδικῆς του πλέον ἐλευθερίας βουλήσεως― ἀντι­με­τω­πί­ζει Πα­ρά­δει­σο καί Κό­λα­ση. Ὡστό­σο, ἐρωτᾶται: ποιά μορ­φή θά ἔχει ὁ μελ­λοντι­κός καὶ προσ­δο­κώ­με­νος Παράδει­σος, καί ποιά ἡ Κό­λα­ση, στό τέ­λος τῆς Ἱστο­ρί­ας; Ὅπως θά δοῦμε ἐκτενῶς στά ἑπό­με­να, δέν πρό­κει­ται πε­ρί φυ­σικῶν καὶ ὑλικῶν πραγ­ματικο­τή­των, ἀφοῦ κα­τά τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου θά λά­βει χώ­ρα ἡ κα­τάρ­γη­ση τοῦ λε­γο­μέ­νου χω­ρο­χρό­νου, ἡ εἴσοδος τῆς αἰωνιότητας καί ἡ διαιώ­νι­ση τῆς ἔλλογης ζωῆς σέ μιά ἄλλη διά­σταση. Στο πα­ρόν Κε­φά­λαιο θά γί­νει λό­γος γιά τόν πρῶτο Παρά­δει­σο στήν ἀρχή τῆς ἐπί­γειας Ἱστο­ρί­ας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας χώ­ρος αἰσθη­τός. Θά πα­ρα­τε­θοῦν ἐν προ­κει­μένῳ ὁρι­σμένα στοι­χεῖα, ὅπως μᾶς τά δια­σώ­ζει ἡ Γρα­φή καί ἡ ἐμπει­ρί­α τῶν ἁγί­ων Πα­τέ­ρων καί Ἑρμη­νευτῶν. Ὅταν ἡ Γέ­νε­ση, τό πρῶτο βι­βλί­ο τῆς Παλαιᾶς Διαθή­κης, μᾶς ὁμι­λεῖ ―μὲ μία συμβολική γλῶσσα― γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἐννο­εῖ τόν πά­γκα­λο ἐκεῖνο ὑλικὸ τό­πο, τόν «κῆπο τῆς Ἐδέμ», τόν ὁποῖο «ἐφύ­τευ­σεν ὁ Θε­ός κατ᾿ Ἀνα­το­λάς»[2]. Ἀνα­φέ­ρε­ται, ἐπί­σης, ὅτι «πο­τα­μὸς ἐκπο­ρεύ­ε­ται ἐξ Ἐδέμ πο­τί­ζειν τόν Πα­ρά­δει­σον»[3]. Καί ὁ πο­τα­μὸς αὐτὸς χω­ρι­ζό­ταν σέ τέσ­σε­ρα ἄλλα πο­τά­μια[4] (σὲ σχῆμα σταυροῦ), τῶν ὁποί­ων τά ὀνό­μα­τα ἦταν: Φει­σών, Γη­ών, Τί­γρις καί Εὐφρά­της. Μέ­σα σ᾿ αὐτόν τόν αἰσθη­τό χῶρο τῆς μονα­δικῆς ὡραιό­τητος ἔζη­σαν οἱ πρῶτοι ἄνθρω­ποι, οἱ γε­νάρ­χες μας, οἱ Πρω­τό­πλα­στοι Ἀδάμ καί Εὔα, ὡς πρῶτοι κά­τοι­κοι τῆς γῆς, πλήρεις Χάριτος καὶ σοφίας παρὰ Θεοῦ· διέ­τρι­ψαν δέ ἐκεῖ ἕνα μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα (ὑπάρχουν ποι­κί­λες ἀπό­ψεις πε­ρί αὐτοῦ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας), πρίν ἀπό τήν Πτώ­ση καὶ τὴν ἔξω­σή τους, ἀπο­λαμ­βά­νο­ντας, ὄντες ἅγιοι καὶ παρθένοι, τά ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θά. Β) Αισθητοσ και Νοητοσ Πρίν ἀνα­φερ­θοῦμε κά­πως διεξο­δι­κώ­τε­ρα στή ζω­ή τοῦ πρώ­του ζεύ­γους τῶν ἀνθρώ­πων, στό πρῶτο ἐκεῖνο ἔκπαγλο ἐπί­γειο ἐνδιαί­τη­μά τους, θά συ­μπλη­ρώ­σου­με ὅτι ὁ Πα­ρά­δει­σος ἐκεῖνος, κατ᾿ ἀκρί­βειαν, δέν ἦταν μό­νο αἰσθη­τός, ἀλλά καί νοη­τός· ἦταν δηλ. δι­πλός, ὅπως ὁ ἄνθρω­πος εἶναι δι­πλὸς στὴ φύ­ση του (δι­σύν­θε­τος), ἀπο­τε­λού­με­νος ἀπό σῶμα καί ψυ­χή[5]. Ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός γρά­φει σχε­τι­κά: «Δι­πλοῦν οἶμαι (= νο­μί­ζω) τόν θεῖον Πα­ρά­δει­σον». Καί θά δοῦμε, μέ­σα ἀπό ἕνα ὡραῖο κεί­με­νο αὐτοῦ τοῦ πρυ­τά­νε­ως τῶν Θε­ο­λό­γων για­τί ὁ Πα­ρά­δει­σος ἦταν δι­πλός, αἰσθητός καί νο­η­τός: «Με­ρι­κοί, λοι­πόν, φα­ντάσθη­καν τόν Πα­ρά­δει­σο αἰσθη­τό, ἄλλοι πά­λι νο­η­τό. Ὅμως, ἐγώ νο­μί­ζω ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρω­πος εἶχε πλα­σθεῖ αἰσθη­τός καί συ­νά­μα νο­η­τός, ἔτσι ἔπρε­πε νά εἶναι καί ὁ ἱε­ρώ­τα­τος τό­πος του, αἰσθη­τός καί συ­νά­μα νοητός, καί ἔχο­ντας δι­πλῆ ἔμφα­ση· για­τί μέ τό σῶμα, ἐνῶ αὐλι­ζό­ταν στόν πο­λύ ὄμορ­φο καί θειό­τα­το χῶρο, κα­θώς δι­η­γη­θή­κα­με, μέ τήν ψυ­χή διέ­με­νε σέ ὑπέρ­τε­ρο καί ἀσύ­γκρι­το καί ὡραιό­τατο τό­πο, ἔχο­ντας ἐκεῖ ἔνοι­κο τόν Θε­ό καί αὐτόν ὡς λα­μπρό ἔνδυ­μα, πε­ρι­βε­βλη­μένος τή Χάρη Του καί ἀπο­λαμ­βά­νο­ντας τό μό­νο γλυ­κύ­τα­το καρ­πό τῆς θε­ω­ρί­ας Του σάν κά­ποιος ἄλλος ἄγγε­λος καί τρε­φόμε­νος μέ αὐτήν... Ἔτσι, διπλό νο­μί­ζω τόν Θεῖο πα­ρά­δει­σο»[6]. Στόν δι­πλό, λοι­πόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ ἄνθρω­πος, μέ τήν ὑλι­κή, χο­ϊ­κή του διά­στα­ση ἀπο­λάμ­βα­νε ὅλα τά ἀγα­θά τῆς γῆς, ἐνῶ μέ τήν κα­τά πνεῦμα ζω­ή του βί­ω­νε τό με­γα­λύ­τε­ρο ἀγα­θό, τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Πλά­στη καί Δη­μιουρ­γό, ἀφοῦ τό με­γά­λο μυ­στι­κό ἐκεί­νου τοῦ ἐπι­γεί­ου Πα­ρα­δεί­σου ἦταν ὅτι σ᾿ αὐτόν «πε­ρι­πα­τοῦσε» (δηλ. ἦταν θετικῶς παρὼν ἀνθρωπομορφικὰ) ὁ Θε­ός[7]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μά­λι­στα, μποροῦμε νὰ ποῦμε Πατερικῶς ἦταν ἡ ὅλη ζω­ή τῆς ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ αὐτοῦ ἀνθρώ­που μέ­σα στήν Ἐδέμ. Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν» Στή συ­νέ­χεια, θά κά­νου­με μιά ἀνα­φο­ρά στό θέ­μα αὐτό τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», γιά νά δοῦμε πῶς ἑρμη­νεύ­ο­νται οἱ ὅροι αὐτοί Πα­τε­ρι­κά καί θε­ο­λο­γι­κά. Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, μα­ζί μέ τόν Μ. Βα­σί­λειο καί τόν Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ὡς κατ᾿ εἰκό­να ἐκλαμβά­νει τό λο­γι­κόν ἤ νο­ε­ρόν»[8]. Ὁμοίως, ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός δι­δά­σκει ὅτι ἡ λο­γι­κή καί νο­ε­ρή ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι αὐτό πού ἀπο­κα­λοῦμε Θεί­α εἰκό­να, διό­τι τό «κατ᾿ εἰκό­να» φα­νε­ρώ­νει τή νο­ε­ρή καί αὐτε­ξού­σια φύ­ση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τήν κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­ση στήν ἀρε­τή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκό­να, τό νο­ε­ρόν δη­λοῖ καί τό αὐτε­ξού­σιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν τήν τῆς ἀρετῆς κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­σιν»[9]. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη μεταξὺ τῶν Πατέρων[10]. Ὡστό­σο, οἱ Θε­ο­λό­γοι γνω­ρί­ζουν ὅτι ὑπάρ­χει μί­α ποι­κι­λί­α ὁρι­σμῶν καί ἑρμη­νειῶν πε­ρί τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πα­τέ­ρων καί ἑρμη­νευτῶν. Ἄλλο­τε, τό «κατ᾿ εἰκό­να» ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που, στό «νο­ε­ρόν αὐτοῦ», ἄλλο­τε στό «βα­σι­λι­κόν» ἀξί­ω­μα καί τό αὐτε­ξού­σιον, ἄλλο­τε πά­λι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρω­πο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμ­με­τεῖχεν εἰς τήν εἰκό­να», εἶχε δη­μιουρ­γη­θεῖ «κατ᾿ εἰκό­να» τοῦ Θεί­ου Ἀρχε­τύ­που, Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐπι­ση­μαί­νει ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, μέ τήν ψυ­χή καί τό σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται»[11]. Εἶναι εὔκο­λο νά κα­τα­νο­ηθεῖ ὅτι τό «κατ᾿ εἰκό­να» ἐντο­πί­ζε­ται ―χω­ρίς, βεβαί­ως, νὰ ὁδη­γη­θοῦμε στὴν αἵρε­ση τῶν Ἀνθρω­πο­μορ­φιτῶν― καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που, ὅπως αὐτό ἐκφρά­ζε­ται στόν γνω­στό ἐκεῖνο ὕμνο τῆς ἐξο­δί­ου Ἀκο­λου­θί­ας, πού συ­νέ­τα­ξε ὁ ἅγιος Ἰω. ὁ Δα­μα­σκη­νός: «Θρηνῶ καί ὀδύ­ρο­μαι, ὅταν ἐννο­ή­σω τόν θά­να­τον καί ἴδω ἐν τοῖς τά­φοις κει­μέ­νην τήν κατ᾿ εἰκό­να Θε­οῦ φθα­ρεῖσαν ἡμῖν ὡραιό­τη­τα, ἄμορ­φον, ἄδο­ξον, μή ἔχου­σαν εἶδος». Καί αὐτό, βε­βαίως, λέ­γε­ται μέ δύ­ο ση­μα­σί­ες: «Πρῶτον, μέ τό ὅτι ὁ Λό­γος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἦλθε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου ἐνην­θρώ­πη­σε, ὄντας τό πρω­τό­τυ­πο καί ἀρχέ­τυ­πο τοῦ ἀνθρώ­που, καί δεύτε­ρον, μέ τό ὅτι, ὅπως ὁ Θε­ός ζω­ο­ποιεῖ τήν κτί­ση ὁλό­κλη­ρη, ἔτσι καί ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που ζω­ο­ποιεῖ τό συ­νημ­μέ­νο σῶμα»[12]. Ἰδού ὁ λό­γος (ἕνας ἀπό τούς πολ­λούς), γιά τόν ὁποῖο ἡ Ὀρθο­δο­ξί­α, ὡς Σῶμα Χρι­στοῦ μέ­σα στόν κό­σμο, ἀντι­τί­θε­ται σθε­ναρῶς σέ κά­θε μορ­φή βί­ας πρός τό σῶμα (λ.χ. αὐτοκτονία) τοῦ ἀνθρώ­που (τό ὁποῖο, κα­τά τόν ἅγιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λαμᾶ, ἔχει «ἐνσημαι­νο­μέ­νας πνευ­μα­τι­κάς δια­θέ­σεις»), καί, κυ­ρί­ως, ἀπορ­ρί­πτει διαρ­ρή­δην τήν ξε­νό­φερ­τη πρα­κτικὴ τῆς καύ­σεως τῶν νε­κρῶν, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δια­τη­ρεῖ τό «κατ᾿ εἰκό­να» Θε­οῦ καί γί­νε­ται να­ός τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί ἑπο­μέ­νως, «εἴ τις τόν να­όν τοῦ Θε­οῦ φθεί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦτον ὁ Θε­ός»[13]. Ἐπί­σης, πρέ­πει νά ἐπι­ση­μαν­θεῖ, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος πλά­σθη­κε κα­τά τήν εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή τοῦ Λό­γου, τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὅπως θε­ο­λο­γεῖ ὁ τῶν ἐθνῶν Δι­δά­σκα­λος Παῦλος, εἶναι «Εἰκών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀο­ρά­του»[14]. Εἶναι, λοι­πόν, ὁ ἄνθρω­πος «εἰκο­νι­κό» ὄν, εἶναι εἰκό­να τῆς Εἰκόνος, καί ἔλα­βε τή δυ­νατό­τη­τα νά φθά­σει στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», νά ἑνωθῆ μέ τό Θεῖο Ἀρχέ­τυ­πό του, τὸν Λό­γο τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός. Τό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες (ἅγιο Μά­ξι­μο Ὁμο­λο­γη­τή κ.ἄ.), μὲ τὴν κα­τὰ Χά­ρη θέ­ω­ση τοῦ ἀνθρώ­που, διό­τι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι δυ­νά­μει ὁμοί­ω­σις καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» εἶναι «ἐνερ­γείᾳ» εἰκό­να[15]. Ὡστό­σο, ὑπάρ­χει καί ἕνα θε­ολο­γι­κώτα­το χω­ρί­ο ἑνός Ὁσί­ου Πα­τρός τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τοῦ Με­λε­τί­ου τοῦ Γα­λη­σιώτου, στό ὁποῖο ἐκφρά­ζε­ται ἡ πραγ­ματι­κό­τη­τα, ὅτι ὁ Θε­ός ἔπλα­σε τόν ἄνθρω­πο κα­τά τήν εἰκό­να Του ἀκό­μη καί ὡς πρὸς τό σω­μα­τι­κό ἐπί­πε­δο, ὅπως δη­λα­δή θά ἐμφα­νι­ζό­ταν ὁ Λό­γος ἀργό­τε­ρα ὡς Θε­άν­θρω­πος μέ­σα στήν Ἱστο­ρί­α. Εἶναι, ὄντως, κα­τα­πλη­κτι­κή ἡ φρά­ση αὐτή τοῦ ἱεροῦ Πα­τρός, ἡ ὁποί­α μέ ποι­η­τι­κό τρό­πο φα­νε­ρώ­νει τή μεγά­λη ἀλή­θεια, ὅτι εἴμα­στε «εἰκό­νες» τοῦ Λόγου τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγι­νε ἄνθρω­πος ὅμοιος μέ μᾶς, πα­ρε­κτός τῆς ἁμαρ­τί­ας, καί ἔλα­βε τή δι­κή μας φύ­ση, γιά νά μᾶς ἐπα­να­φέ­ρει στό «πρω­τό­κτι­στον κάλ­λος», τό ὁποῖο διά τῆς ἁμαρ­τί­ας ἀπω­λέ­σα­με: «Καί τόν πρω­τό­πλα­στον Ἀδάμ, πρό τοῦ πε­σεῖν ὡς εἶχεν, ἐξεικο­νί­σας ἀκριβῶς, ὥσπερ Θε­ός ὀφθήσῃ»[16]. Ἦταν, λοι­πόν, με­γά­λη ἡ ἀξί­α πού ἔλα­βε ὁ ἄνθρω­πος ἀπό τόν Θεῖο Δη­μιουρ­γό Του, ὁ Ὁποῖος τόν τί­μη­σε μέ τήν εἰκό­να Του καί μέ τή δυ­νατότη­τα τῆς ἐν Χά­ρι­τι ὁμοιώ­σε­ως μέ Αὐτόν. Ὁ ἄνθρω­πος, κα­τά τόν Φω­στῆρα τῆς Δα­μα­σκοῦ, εἶναι σύν­δεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀο­ρά­του Φύ­σε­ως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκο­νο­μού­με­νον καί ἀλλα­χοῦ με­θι­στά­με­νον καί πέ­ρας τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τῇ πρός Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»[17], δη­λα­δή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο δια­τρί­βει ἐδῶ στόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ἀλλ᾿ ἔχει τήν προ­ο­πτι­κή τῆς μετα­στάσε­ως σέ ἕναν ἄλλο κό­σμο, καί τό τέ­λος αὐτοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου εἶναι ἡ θέ­ω­σή του μέ προσα­να­το­λι­σμό τόν Θε­ό (βλ. θε­ο­κε­ντρι­κό­τη­τα). Καί θε­ώ­νε­ται, βέ­βαια, μέ τή με­το­χή του στήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τοῦ Θε­οῦ, στή Θεί­α δόξα, χω­ρίς νά με­τα­βαί­νει στήν ἀμέ­θε­κτη Θεί­α οὐσί­α: «Θε­ού­με­νον δέ τῇ με­τοχῇ τῆς θεί­ας ἐλλάμ­ψε­ως καί οὐκ εἰς τήν θεί­αν με­θι­στά­με­νον οὐσί­αν»[18]. Δ) Η Εδεμικη Ζωη Σχε­τι­κά μέ τόν πρῶτο Πα­ρά­δει­σο, ὁ ὁποῖος ἦταν, ὅπως εἴδα­με, «Θε­οῦ χερ­σίν, ἐν Ἐδέμ πε­φυ­τευ­μέ­νος, εὐφρο­σύ­νης καὶ θυ­μη­δί­ας ἁπά­σης τα­μεῖον»[19], μᾶς ἔχει προσφέ­ρει ὡραιό­τα­τες ἀνα­λύ­σεις καί ο ἄλλος Ἰω­άν­νης, ὁ χα­ρι­τώ­νυμος, ὁ «χρυσοῦς Δι­δάσκα­λος τῆς Ἐκκλη­σί­ας», ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος. Στίς θαυμά­σιες ὁμι­λί­ες του «Εἰς τήν Γέ­νεσιν», ὁ χρυ­σορρή­μων Πα­τήρ δέ­χε­ται κατ᾿ ἀρχήν χω­ρίς κα­μί­α ἀμφι­βο­λί­α ὅτι ὑπῆρξε ὄντως ὁ αἰσθη­τός πρῶτος Πα­ρά­δει­σος, προ­τρέ­πο­ντας μάλι­στα τούς ἀκρο­ατές του νά πι­στεύ­σουν ὅτι «καί πα­ρά­δει­σος γέ­γο­νε καί ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἔνθα ἡ Γρα­φή ἐπε­ση­μή­να­το»[20]. Θε­ω­ρεῖ, ἐπί­σης, ἀπα­ραί­τητο νά ἑρμη­νεύ­σει στό ποί­μνιό του κά­ποιες φρά­σεις τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ὅπως λ.χ. τό «ἐφύτευ­σεν», ὡς προ­στα­γή τοῦ Θε­οῦ γιά τή δη­μιουρ­γί­α τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, αἰτί­α γιά τήν ὁποί­α ὑπάρ­χουν στή Γρα­φή ἁπλο­ϊ­κές λέ­ξεις (οἱ λε­γό­με­νοι ἀνθρω­πο­μορ­φι­σμοί), ὅπως λ.χ. «ἔπλα­σεν», «ἐφύ­τευ­σεν» κ.ἄ., εἶναι ἡ δι­κή μας ἀδυ­ναμί­α νά συλ­λά­βου­με τά τοῦ Θε­οῦ: «Ἡ αἰτί­α τῆς τῶν λέ­ξε­ων πα­χύ­τη­τος, ἡ ἀσθέ­νεια τυγ­χά­νει ἡ ἡμε­τέ­ρα»[21]. Οἱ πε­ρι­γρα­φές τοῦ χρυ­σο­λό­γου Πα­τρός πε­ρί τῆς ἐπι­γεί­ου ζωῆς τῶν Πρω­το­πλά­στων μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο, κα­τά τή μα­κα­ρί­α ἐκείνη κα­τά­σταση εἶναι ὄντως ἐκπλη­κτι­κές, ἀφοῦ πα­ρου­σιά­ζε­ται μέ­σα ἀπό τόν καλ­λιε­πέ­στα­το λό­γο τοῦ «Βα­σι­λέ­ως τοῦ ἄμβωνος», ὅλος ἐκεῖνος ὁ τρό­πος καί ὁ βί­ος ὁ ὑψη­λός καί ἀγγε­λι­κός, μέσα στήν εὐλο­γη­μένη Ἐδέμ. Ὑπάρ­χει μί­α σπου­δαί­α ἀνά­λυ­ση τῶν Χρυ­σο­στο­μικῶν κει­μέ­νων, τήν ὁποί­α κά­νει ὁ πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος καί Κα­θη­γη­τής (ὁμό­τι­μος) τοῦ Α.Π.Θ., π. Θε­ό­δω­ρος Ζή­σης, στή δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή γιά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο («Ἡ σωτη­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που καί τοῦ κό­σμου κα­τά τόν Ἅγιον Ἰω­άν­νην τόν Χρυ­σό­στο­μον», ἐκδ. Βρυέν­νιος, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1997), ὅπου παρου­σιά­ζε­ται ἀνά­γλυ­φα ἡ Πα­ρα­δεί­σια κα­τά­στα­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τά στοι­χεῖα πού τήν προσ­διό­ρι­ζαν. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι οἱ Πρω­τό­πλα­στοι ἦσαν ἐκτε­θει­μέ­νοι στή βί­ω­ση μιᾶς ἀνα­μάρ­τη­της φύ­σεως, ὅπως ἔχει εἰπω­θεῖ, καί αὐτό λέ­γε­ται μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖ, στόν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς, δέν εἶχαν οὐδε­μί­α σχέ­ση μέ ὅ,τι ἀπο­κα­λοῦμε ἁμαρ­τί­α, ἀστο­χί­α, κακό, ἀσθέ­νεια, παρέκ­κλι­ση. Δέν ὑπῆρχε στούς πρώ­τους ἀνθρώ­πους τοῦ ἐπι­γεί­ου ἐνδιαι­τή­μα­τος γνώ­ση, γεύ­ση, αἴσθη­ση, ἐμπει­ρί­α, προ­πά­ντων ροπή πρός τήν ἁμαρ­τί­α, ἀλλά, κατά τήν ὡραί­α δια­τύ­πω­ση τοῦ ἁγί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀλε­ξαν­δρεί­ας, οἱ Πρω­τό­πλα­στοι «διε­τέ­λουν ἐν ἁγίᾳ καί τρι­σμα­κα­ρίᾳ ζωῇ». Ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ ἐπ᾿ ἀφθαρ­σίᾳ πλασθέ­ντος ἀνθρώ­που, βρι­σκό­ταν στό στά­διο τοῦ «δύνα­σθαι μή ἁμαρ­τά­νειν» (ἡ κα­λή χρή­ση τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου), μέ τήν προ­ο­πτική νά φθά­σει κά­πο­τε στό «μή δύ­να­σθαι ἁμαρ­τά­νειν»[22], δη­λα­δή στήν κατά­στα­ση τῆς θε­ώ­σε­ως. Ἐπί­σης, δέν ὑπῆρχε στὸν ἀρχαῖο (πρῶτο) Πα­ρά­δει­σο γεύ­ση καί πεῖρα θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε με­τά τήν Πτώση, ὡς πα­ρά­σι­το, καρ­πός καί ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς πα­ρα­κοῆς. Οἱ Πρω­τό­πλα­στοι στόν ἐπί­γειο, τερ­πνό χῶρο τῆς πα­ροι­κί­ας τους, ζοῦσαν μιά ἄλη­κτη, ἀνέ­σπε­ρη καί ἀτε­λεύ­τη­τη κατάστα­ση, μιά ἰδανική, θά λέγα­με ζω­ή, καί ἦσαν ἀπαλ­λαγ­μέ­νοι ἀπό τήν παχύ­τη­τα τή βιο­λο­γι­κή τοῦ με­ταπτω­τικοῦ ἀνθρω­πί­νου σώ­μα­τος, μα­κριά ἀπό βά­σα­να, πι­κρί­ες, ἄγχη, δε­σμεύ­σεις τοῦ χώ­ρου καί τοῦ χρό­νου, φθο­ρά ψυ­χοσω­μα­τι­κή, ἀνά­γκες βιο­τι­κές, πε­ζό­τη­τα καί χο­ϊ­κό­τη­τα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ τρυ­φή καί ἡ με­το­χή τῶν ἐπου­ρα­νί­ων, ἡ συγ­γέ­νεια μέ τόν Θε­ό, πού ἦταν γι᾿ αὐτούς «εὐφροσύ­νη ἄλη­κτος καί ἀπό­λαυ­σις», ὅπως ψάλ­λου­με στήν Ὑμνο­λογί­α τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ κυ­ριαρ­χία ἐπί τῆς Φύ­σε­ως, τό «ἀρχι­κόν» τοῦ πρώ­του ἀνθρώ­που, γιά τό ὁποῖο κά­νει λό­γο ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, ἀνα­φε­ρό­με­νος στήν ὀνο­μα­το­θε­σί­α τῶν ζώ­ων πού ἔκα­νε ὁ Ἀδάμ ―σύμ­βο­λο δε­σπο­τεί­ας καί ἐξου­σί­ας τοῦ Λόγου ἐπί τῆς ἀλόγου Φύ­σε­ως― ἦταν, ἐπί­σης, ἕνα ἄλλο στοι­χεῖο, πού προσ­διόριζε τήν Ἐδε­μι­κή ζω­ή. Αὐτό, βε­βαί­ως, με­τά τήν Πτώ­ση χά­θη­κε (ἄν καί ὄχι πα­ντελῶς), ἀλλά βλέ­που­με τήν ἐπα­νά­κτησή του με­τέ­πει­τα στά πρόσω­πα τῶν θε­ου­μέ­νων Ἁγί­ων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἀνα­φέ­ρουν τά ἱε­ρά Συνα­ξά­ρια, ἀπο­κτοῦν –Χά­ρι­τι Θείᾳ– τήν κυ­ριαρ­χί­α ἐπί τῆς Φύσε­ως, τήν ἐξου­σί­α ἀκό­μη καί ἐπί τῶν θη­ρί­ων· πα­ρά­δειγ­μα τρα­νό, ὁ ἅγιος Σε­ρα­φείμ τοῦ Σα­ρώφ, ὁ ὁποῖος συ­να­να­στρε­φό­ταν ἄφο­βα μέ τήν ἀρκού­δα, ὁ ἅγιος Γε­ράσιμος ὁ Ἰορ­δα­νί­της, πού εἶχε κο­ντά του ἕνα λιο­ντά­ρι, καί πολ­λοί ἄλλοι Ἅγιοι μέ σχε­τι­κά θαυ­μα­στά κα­τορ­θώ­μα­τα, πού μᾶς πα­ρα­πέ­μπουν στήν προπτω­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ Ἀδάμ. Πέ­ρα ἀπό ὅλα αὐτά, οἱ Πρωτό­πλα­στοι στόν Πα­ρά­δει­σο ἦταν ὁμο­δί­αι­τοι τῶν Ἀγγέ­λων, ὅπως ὡραιό­τα­τα τό ἐκφρά­ζει καί πά­λι ἡ Υ­μνογρα­φί­α («καί Ἀγγέ­λοις ὁμο­δί­αι­τον»), συγ­γε­νεύ­ο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τόν ἐπου­ρά­νιο κό­σμο, πα­ρά μέ τόν ἐπί­γειο. Τό με­γα­λύ­τε­ρο, ὅμως, ἀγα­θό, τό ὑψη­λό­τε­ρο, θά λέ­γα­με, καί πολυτιμό­τε­ρο στοι­χεῖο τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ζωῆς τοῦ ἀρχεγόνου ἀνθρώπου ἦταν ἡ παρ­ρη­σί­α του πρός τόν Θε­ό καί ἡ αἴσθη­ση τῆς συγ­γε­νεί­ας μα­ζί Του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος πλά­σθη­κε «κατ᾿ εἰκόνα» Θε­οῦ, μέ προ­ο­ρι­σμό νά φθά­ση στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τε­λειού­με­νος ἐλευθέρως καὶ στα­δια­κῶς. Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα Καί ὅμως! Ὅλα αὐτά τά Θεῖα δω­ρή­μα­τα ὁ ἄνθρω­πος δέν τά ἀξιο­ποί­η­σε· δέν φά­νη­κε ἄξιος τῶν Χα­ρισμά­των τοῦ Θε­οῦ, δέν τί­μη­σε τόν τι­μή­σα­ντα αὐτόν πάν­σο­φο καί Θεῖο Δη­μιουργό! Ὁ πρῶτος καί ἄρι­στος καλ­λι­τέ­χνης, κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, ὁ «ἀρι­στο­τέ­χνης» Θε­ός, βρί­σκεται τώ­ρα πρό τῆς ἀνταρ­σί­ας τοῦ λογικοῦ πλά­σμα­τός Του, τῆς κο­ρω­νί­δος τῆς Θεί­ας δη­μιουρ­γί­ας Του μέ­σα στήν Ἐδέμ. Καί ἐνῶ πα­ρεῖχε στόν ἄνθρω­πο ὅλα τά ἀγα­θά καί τά μέ­σα πρός τή θέ­ω­ση, τά «αἰνίγ­μα­τα», τόν «ἀῤῥαβῶνα» τῆς ἀθα­να­σί­ας, πού ἦταν, ὅπως πε­ρι­γρά­φη­κε στὰ προ­η­γού­με­να, «ἡ πρός τόν Θε­όν ὁμι­λί­α, τό ἀτα­λαί­πω­ρον τῆς ζωῆς, τό λύ­πης καί φρο­ντί­δων ἀπηλ­λά­χθαι καί πό­νων καί τῶν ἄλλων τῶν ἐπι­κή­ρων»[23], μέ σκο­πό τήν ἀξιο­ποί­η­ση ὅλων αὐτῶν ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀνθρώ­που, ὥστε νά γί­νει ἔπει­τα δε­κτι­κός στα­δια­κά ― παι­δα­γω­γού­με­νος καί διὰ τῆς δικῆς του ἑκού­σιας συμ­βολῆς― καί τῶν μει­ζό­νων ἀγαθῶν, ἐν τού­τοις ὁ ἄνθρω­πος κα­τέ­στη ἀνά­ξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς. Ὅλα τά ἀνέ­τρε­ψε τό συ­ντα­ρα­κτι­κό γε­γο­νός τῆς Πτώ­σεως, τῆς ἀνταρ­σί­ας, ἀστο­χί­ας καί ἀπο­τυ­χί­ας τοῦ ἀνθρώ­που νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», δηλ. τῆς κακῆς χρή­σης τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του· μέ ἄλλα λό­για, τῆς Ὕβρε­ως αὐτῆς ἐνα­ντί­ον τοῦ Θε­οῦ, τῆς κι­νή­σε­ως πρός τήν Ἑω­σφο­ρι­κή «ἰσο­θε­ΐ­α», αὐτό­νο­μα, ἐγω­ϊ­­κά καί λά­θρα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀδάμ, ὑπο­χω­ρώ­ντας στήν ὑπο­βο­λή τοῦ «ἀρχεκά­κου ὄφε­ως», τοῦ δια­βό­λου, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ψευδῶς στούς Πρω­το­πλά­στους ὅτι «ἔσε­σθε ὡς θε­οί»[24], θέ­λη­σε νά γί­νει μό­νος του θε­ός, ὄχι ὅπως ἦταν προ­ο­ρι­σμέ­νος νά γί­νει, σέ κοι­νω­νί­α μέ τόν Ἴδιο τόν Θε­ό ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ· ἐπέ­λε­ξε τήν αὐτο­θέ­ωση καί ὄχι τήν ἐν ὑπα­κοῇ θέ­ω­ση. Καί, συ­νεπῶς, ἀντὶ τῆς πνευ­μα­τικῆς ἀνυ­ψώ­σε­ώς του, ἐξέ­πε­σε, ἀφοῦ «τό χεῖρον καί μή ὄν τοῦ κρείτ­το­νος καί ὄντος ἑκών ἀντηλ­λά­ξα­το», κα­τά τόν θε­ο­φό­ρο Μά­ξι­μο τὸν Ὁμο­λο­γη­τή[25]. Ἡ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ Ἀδάμ, γιὰ τὴν ὁποία ἀκοῦμε συ­χνὰ τὴν Ἐκκλη­σί­α νὰ κά­νει λό­γο ἰδί­ως μέ­σα ἀπὸ τὰ ὑμνο­λο­γι­κὰ καὶ ἄλλα κεί­με­νά της, καὶ ὁ ἐκ τῆς παρα­κοῆς σκο­τα­σμὸς τοῦ νοῦ, εἶχαν ὡς συ­νέ­πεια τὴ με­ρικὴ ἄρση τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἀπὸ τὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­ρή­κο­ου ἀνθρώ­που, δηλ. τὴν ἀμαύ­ρω­ση ἤ ζό­φω­ση, ὅπως λέγεται θεολογικά, τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καὶ τὴν ἀλλο­τρί­ω­σή του ἀπὸ τοῦ Θε­οῦ: «Μετέ­λα­βον τῆς εἰκό­νος καὶ οὐκ ἐφύ­λα­ξα», θὰ πεῖ θρη­νη­τι­κὰ ὁ Θε­ο­λό­γος Γρηγό­ριος[26]. Καὶ ἡ Ἁγί­α μας Ἐκκλη­σί­α θὰ ψάλει στοὺς Αἴνους τῆς Κυριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς: «Οἴμοι ὁ Ἀδάμ, ἐν θρή­νω κέ­κρα­γεν, ὅτι ὄφις καὶ γυ­νή, θε­ϊκῆς παῤῥη­σί­ας με ἔξωσαν, καὶ Πα­ρα­δεί­σου τῆς τρυφῆς ξύ­λου βρῶσις ἠλλο­τρί­ω­σεν». Ἡ βρώ­ση στον Παράδεισο, τοῦ ἀπα­γο­ρευ­μέ­νου καρ­ποῦ (ποὺ μόνο μὲ μιὰ ἄλλη βρώση, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δύναται νὰ ἀναιρεθῆ), γιὰ τὴν ὁποί­α κά­νει λό­γο ἡ σχε­τι­κή δι­ή­γη­ση τῆς Γραφῆς, ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπὸ τοὺς Πα­τέ­ρες ὡς ἄκαι­ρη καὶ ἀνώ­ρι­μη ―λόγῳ βί­αι­ης καὶ πλε­ο­νε­κτικῆς ἐκζη­τή­σε­ως τῆς ἀπο­κτή­σε­ως μιᾶς τα­χεί­ας καὶ εὔκο­λης ὑπερ­φυ­σικῆς πα­ντο­δυ­να­μί­ας― «γεύ­ση» τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ, στὴν ὁποί­α θὰ ἔφθα­νε ὁ ἄνθρω­πος, μὲ τὴ Θεί­α συ­νέρ­γεια, ἀγω­νι­ζό­με­νος στα­δια­κά: «Θε­ω­ρί­α ἦν τὸ φυ­τόν», ὅπως μᾶς ἐπι­ση­μαί­νει ὁ ἅγιος Γρηγό­ριος, ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἐπώ­νυμος[27]. Ἡ Γρα­φή ὁμι­λεῖ καὶ γιὰ τὰ δύ­ο «δέν­δρα», τὰ ὁποῖα βρί­σκο­νταν στὸ κέ­ντρο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, καὶ στὰ ὁποῖα προσ­δί­δε­ται μί­α ἰδιαί­τε­ρη ση­μα­σί­α: «τὸ ξύ­λον τῆς ζωῆς ἐν μέ­σῳ τοῦ πα­ρα­δεί­σου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέ­ναι γνω­στόν κα­λοῦ καὶ πο­νη­ροῦ»[28]. Ἡ ἀπα­γό­ρευ­ση, ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ, τῆς βρώ­σε­ως τοῦ δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ δὲν ἦταν, πα­ρὰ μί­α δο­κι­μα­σί­α τῆς ἐλευ­θερίας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που, ἀλλ᾿ ἀπο­τε­λοῦσε καὶ μί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση γιὰ τὸν ἐκ τῆς πα­ρα­κοῆς ἐπερ­χό­με­νο πνευματικὸ καὶ σωματικὸ θά­να­το: «Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φά­γη­τε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θα­νάτῳ ἀπο­θα­νεῖσθε»[29]. Τὸ «δέν­δρο τῆς γνώ­σε­ως», οὔτε φυ­τεύ­τη­κε μὲ κα­κό σκο­πό, οὔτε ἀπα­γο­ρεύ­τη­κε ἀπό φθό­νο, ὅπως ἐπεξηγεῖ Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζιαν­ζη­νός, ἀλλά ἦταν κα­λό, ὅταν τὸ δο­κί­μα­ζε κα­νεὶς στὸν κα­τάλ­λη­λο «και­ρόν»: «Τὸ δέ ἦν τὸ ξύ­λον τῆς γνώ­σε­ως, οὔτε φυ­τευ­θέν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπα­γο­ρευ­θὲν φθο­νερῶς... Ἀλλὰ κα­λὸν μέν, εὐκαί­ρως με­τα­λαμ­βα­νό­με­νον»[30]. Για­τὶ μί­α γνώ­ση (πού, ὁπωσ­δή­πο­τε, συ­νι­στᾶ δύ­να­μη) στὰ χέ­ρια μιᾶς ἀνώ­ριμης ψυ­χικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ὕπαρ­ξης ἀπο­τε­λεῖ ἐπι­κίν­δυ­νο ὅπλο, τό­σο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς γύρω της. Ἕνα τρο­πά­ριο τοῦ Κα­νό­να τῆς ἑορ­τῆς τῆς Ὑψώ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ διατυ­πώ­νει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «Ἔλυ­σε πρό­σταγμα Θε­οῦ πα­ρα­κο­ή, καί ξύ­λον ἤνε­γκε θά­να­τον βροτοῖς, τό μή εὐκαί­ρως με­τα­ληφθέν». Ἡ βρώ­ση τοῦ «δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως» ἔδι­νε, λοι­πόν, γνω­στι­κή δύ­να­μη στὴν ἀνθρώπινη φύ­ση μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι κα­λό μὲν γιά τούς τελεί­ους (ὅπως ἔπρε­πε νά φθάσει ὁ Ἀδάμ, ὁδεύ­ο­ντας στα­διακά πρός τή θέ­ω­ση), ἀλλά κα­κό καί ἐπι­βλα­βές γιά τούς ἀτε­λε­στέ­ρους καί μή προ­ε­τοι­μασμέ­νους κα­τάλ­ληλα πρός τοῦτο, ὅπως εἶναι ἐπι­βλα­βής ἡ στε­ρε­ά τρο­φή στό βρέ­φος, πού ἀκό­μη ἔχει τήν ἀνά­γκη τοῦ γά­λακτος, σύμ­φω­να μὲ τὸν Παύ­λειο λό­γο. Ἦταν, συ­νεπῶς, ἕνα δο­κι­μα­στή­ριο καί μί­α ἄσκη­ση ἀρετῆς καί ἐλευ­θε­ρί­ας γιά τόν ἄνθρω­πο, μέ­σα ἀπό τήν ὁποί­α θά φαι­νό­ταν ἡ κα­λή ἤ κα­κή χρή­ση τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του. Καί τά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα γνω­στά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος, λόγῳ ἀμελείας (κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο) ἤ «ἀτονίας τῆς προαιρέσεώς του» (κατὰ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή), πα­ρή­κου­σε, ἀπέ­τυ­χε, ἀστό­χη­σε καὶ ἐξέ­πε­σε. «Ἀντί ὁ ἀτε­λής ἄνθρω­πος, ὁ νή­πιος, νά πά­ρη τό δρό­μο τῆς προ­κοπῆς καί τῆς τε­λεί­ω­σης, γιά νά γί­νει θε­ός κα­τά Χά­ρη, ἐπα­να­στατεῖ καί βά­ζει κα­τά φα­ντα­σί­α στό δρό­μο τοῦ Θε­οῦ τόν ἑαυ­τό του»[31]. Αὐτή ἡ ἀπο­τυ­χί­α, δηλ. ὁ ἀτο­μο­κε­ντρι­σμός, ὁδή­γη­σε μοι­ραῖα στή δια­κο­πή τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό καί τήν ἀπο­μά­κρυν­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων ἀπό τόν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς, ὥστε νά μή γεύ­ο­νται (ἀναξί­ως) καὶ ἀπό τό ἄλλο δέν­δρο, τῆς «ζωῆς» (δηλ. τῆς ἀθα­να­σί­ας), καί ἔτσι διαιω­νί­ζε­ται ἡ ἁμαρ­τί­α καί τό κα­κό: «ἵνα μή τό κα­κόν ἀθά­να­τον γέ­νηται», ὅπως χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ λέ­γει ἡ γνω­στή Εὐχή τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου. Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, μάλι­στα, θά ὑπο­γραμ­μί­σει ὅτι κερ­δί­ζει ὁ Ἀδάμ ἀπό αὐτό, δη­λα­δή τήν ἔξο­δό του ἀπό τόν Πα­ράδει­σο, τό ὅτι ἔγι­νε θνη­τός καί ἔτσι δια­κό­πτε­ται βιαί­ως ἡ ἁμαρ­τί­α· κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ἡ τι­μω­ρί­α ἀπο­βαί­νει φι­λαν­θρω­πί­α, διό­τι, σύμ­φω­να μὲ τόν προ­ει­ρη­μέ­νο ἱερὸ Πα­τέ­ρα, τι­μωρεῖ μὲν ὁ Θε­ός, ἀλλὰ μέ­σα ἀπό τή φι­λαν­θρω­πί­α καί τήν πα­να­γά­πη Του[32]! Ὡστό­σο, διά τῆς Πτώ­σε­ως εἰσῆλθε ὁ θά­να­τος στό ἀνθρώ­πι­νο γέ­νος, σύμ­φω­να μέ τήν προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος θά­να­τος, βε­βαί­ως, δέν εἶναι δη­μιούρ­γημα τοῦ Θε­οῦ· καί πε­ρί αὐτοῦ μᾶς δια­βε­βαιώ­νει πά­λι ἡ ἴδια ἡ Ἁγί­α Γρα­φή («Ὁ Θε­ός θά­να­τον οὐκ ἐποί­η­σε»)[33]. Ἀλλ᾿ ἡ πα­ρα­κο­ή κατέστη­σε τόν ἄνθρω­πο θνη­τό, ἐνῶ ἀρχι­κά ὁ Θε­ός τόν ἔπλα­σε «οὔτε ἀθά­να­τον, οὔτε μή θνη­τόν, ἀλλά δε­κτι­κόν ἀμφο­τέ­ρων»[34], τ.ἔ. μέ τή δυνατό­τη­τα τῆς ἀθα­να­σί­ας, πού θά ἐλάμβανε κα­τό­πιν ἀπό τόν Θε­όν. Ἔκτο­τε, ὅπως εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ, στό ἀνθρώ­πι­νο γέ­νος ὑφέρ­πει ὁ θά­να­τος, ὁ τρο­με­ρός αὐτός δρεπα­νο­φό­ρος δη­μο­κρά­της, ὁ ὁποῖος οὔτε νε­ό­τη­τα ἀπο­στρέ­φε­ται, οὔτε πλού­σιο, οὔτε ἀξιω­μα­τι­κό ἤ ἐν ἐξου­σί­αις ὑπε­ρέ­χο­ντα, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅλων ἐπέρ­χε­ται τρομερός καί φο­βε­ρός τήν ὄψη, γιά νά χω­ρί­σει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, καί, ἀφοῦ λά­βει τήν ψυ­χή, ἀφή­νει τό σῶμα, γιά νά τα­φεῖ καί νά ἀπο­δώ­σει τό ὀφειλό­με­νο χρέ­ος στή γῆ[35]. Ἀλλο­τρί­ω­ση Θε­οῦ, τραυ­μα­τι­σμός τοῦ ἀνθρω­πί­νου γέ­νους ὑπό τῆς ἁμαρ­τί­ας, φθορά, ἐξο­ρί­α καὶ θά­να­τος εἶναι, λοι­πόν, τά τρο­με­ρά δει­νά, πού ἀκο­λού­θη­σαν τήν Πτώ­ση τοῦ Ἀδάμ, ὅπως πε­ρι­γρά­φο­νται λυ­ρι­κώτα­τα σέ ἕνα Προ­σό­μοιο τοῦ Α’ Ἤχου, στή λεγο­μέ­νη Πα­ρα­κλη­τι­κή ἤ Ὀκτώ­η­χο: «Ξύ­λου βρώ­σει τέ­θνηκα πο­τέ, συμ­βου­λί­α ὄφε­ως, συ­νε­παρ­θεὶς καί ἐξό­ρι­στος τῆς θεί­ας δό­ξης σου, γε­γο­νώς ὁ τά­λας· διό τεθα­νά­τω­μαι, ὑπό τῆς ἁμαρ­τί­ας ὁ δεί­λαιος· λοι­πόν Φι­λάν­θρωπε, σύ ὡς μό­νος εὐδιάλ­λα­κτος, Πα­ρα­δεί­σου οἰκή­το­ρα ποί­ησον»[36]. Εἶναι, ὡστό­σο, χρή­σι­μο, νά ἐπι­ση­μά­νου­με ὅτι ἡ Πτώ­ση, ἡ ὁποί­α ἐκλαμ­βά­νε­ται ὡς ἁμαρ­τί­α, ἀστο­χί­α, πα­ρα­κο­ή, λή­θη καὶ ὕβρις κα­τά τοῦ Θε­οῦ, αὐτο­νο­μί­α τοῦ ἀνθρώ­που καί κί­νη­ση πρός τήν ἰσο­θε­ΐ­α, με­ταδόθη­κε ὡς ἕνα εἶδος (φυσικοῦ) συνδρόμου[37] στό ἀνθρώ­πι­νο γένος μέ τίς φο­βε­ρές της συ­νέ­πειες (ἐγωισμός, ἔνστικτο αὐτοσυντήρης[38], ἐπιθετικότητα[39], ἐφάμαρτα πάθη, ἰδίως τῆς φιληδονίας, φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας[40])· καί ὅλες αὐτές συ­νο­ψί­ζο­νται μὲ θε­ο­λο­γικὴ γλῶσσα στὴ φθο­ρά καί τὴ θνη­τότη­τα. Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά δει­νά τῆς τρα­γικῆς συ­γκρού­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό εἰσόρ­μη­σαν στήν πτω­τι­κή, νο­σοῦσα πλέον, φύ­ση μας. Ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦλος, μέ πο­λύ λί­γες λέ­ξεις, τό δια­τυ­πώ­νει ἄρι­στα: «Πά­ντες ἥμαρ­τον καί ὑστε­ροῦνται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ»[41]. Δέν πρό­κει­ται πε­ρί κλη­ρο­νο­μικῆς ἐνοχῆς, ὅπως τὸ ἑρμή­νευ­σε καὶ πι­στεύ­ει ἡ ἀποκλίνουσα Δύση, ἀλλά πε­ρί κλη­ρο­νο­μή­σεως μό­νο τῶν συ­νε­πειῶν τῆς Πτώ­σε­ως· μὲ ἄλλα λό­για, πρόκειται πε­ρί ἀσθε­νεί­ας τῆς φύ­σε­ώς μας, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ ὁποία ἀποκαθίσταται στὴν προπτωτική της κατάσταση μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (ἔτσι αἰτιολογεῖται καὶ ὁ Νηπιοβαπτισμός), ὅπως δέχο­νται οἱ Ἀνα­το­λι­κοί Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας (Ἰω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος κ.ἄ). Πο­λύ ρω­μα­λέα μά­λι­στα, θά λέγα­με, τό ἐκφρά­ζει ὁ ἅγιος Κύ­ριλ­λος, ὁ ὑπέρ­μα­χος τῆς Θε­ο­τό­κου καί Πατριάρχης τῆς Ἀλε­ξαν­δρείας: «Νε­νό­ση­κεν οὖν ἡ φύ­σις τήν ἁμαρ­τί­αν, διά τῆς πα­ρα­κοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέ­στιν Ἀδάμ...»[42]. Ἀσθέ­νη­σε, λοι­πόν, ἡ φύ­ση μας καί «με­τα­ξύ τῶν κλη­ρο­νο­μικῶν ἀσθε­νειῶν τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ἀσφαλῶς δέ ἡ βά­σις ὅλων τῶν ἀσθε­νειῶν ἐν γέ­νει, εἶναι ἡ φθο­ρά καί ὁ θά­νατος, δι᾿ ὧν ὁ σα­τανᾶς καί ἡ ἁμαρ­τί­α βα­σι­λεύ­ουν. Μό­νον ὁ Χρι­στός δι᾿ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἐκ Παρ­θέ­νου ἐγεν­νή­θη ἐκτός τῆς τυ­ραν­νί­δος τοῦ δια­βό­λου»[43]. Ἔκτο­τε, πολ­λά μέ­σα χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ πα­νά­γιος καὶ πα­νά­γα­θος Θε­ός πρός θε­ρα­πεί­α τῆς νο­σού­σης, πτω­τικῆς, ἀνθρω­πό­τητας, ἡ ὁποί­α, τε­λικῶς, διά τῆς Ἐνσάρ­κου Οἰκο­νο­μί­ας τοῦ Μο­νογε­νοῦς Υἱοῦ τοῦ Θε­οῦ, ἔλα­βε τό «σω­τή­ριον φάρ­μακον», τήν ἴα­ση, ἀνά­πλα­ση καί ἀπο­λύ­τρω­ση «ἐν Χρι­στῷ» Ἰη­σοῦ καί διά τῆς Ἐκκλη­σί­ας Του. Δέν θά προ­βοῦμε ἐν προ­κει­μένῳ σέ ἀνα­λύ­σεις γύ­ρω ἀπό τό ζή­τη­μα τῆς σωτη­ρίας, ἀφοῦ τό­σα ἔχουν γρα­φεῖ ἐπ᾿ αὐτοῦ. Ση­μα­σί­α ἔχει τό γε­γο­νός ὅτι, ἀφοῦ ἐκπέ­σα­με καί ἀπω­λέ­σα­με τόν «πρωτολογικὸ» (ἐπί­γειο) Πα­ρά­δεισο, γιά τόν ὁποῖο ἔγι­νε ἀνα­φο­ρά στά προ­η­γού­με­να, κα­λού­με­θα τώ­ρα νὰ ὁδεύ­σου­με ―ἐξ αἰτίας τοῦ Θεί­ου ἐλέ­ους― πρός ἀπό­κτη­ση τοῦ «ἐσχατολογικοῦ» (ἐπου­ρα­νί­ου) Πα­ρα­δείσου, τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐρανῶν. Κλεί­νο­ντας τό πρῶτο Κε­φά­λαιο τοῦ βι­βλί­ου αὐτοῦ, θεωροῦ­με σκό­πι­μο νά το­νί­σου­με ὅτι κρίναμε χρή­σιμη τὴν κά­πως διε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τοῦ πρώ­του αὐτοῦ ἐπι­γεί­ου Πα­ρα­δεί­σου καί τῶν στοι­χεί­ων τῆς ζωῆς τῶν κα­τοί­κων του, οἱ ὁποῖοι, με­τά τήν ἔξω­σή τους καί τήν ἀπώ­λεια τό­σων ἀγαθῶν, ἔκλαι­γαν καί στέ­να­ζαν, καί μα­ζί μέ αὐτούς ὅλη ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα, ὅπως τό πα­ρου­σιάζει στό Συ­να­ξά­ριο τῆς Κυ­ριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς ἡ Ἐκκλη­σί­α μας: «Κό­σμος γε­νάρ­χαις πι­κρά συνθρη­νη­σά­τω, βρώ­σει γλυ­κείᾳ συ­μπε­σών πε­πτω­κό­σι». Αὐτή, λοιπόν, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Πα­ρα­δεί­σου (ἡ ὡραιό­τη­τα τοῦ ὁποί­ου ἦταν σύμ­φυ­τη μέ τήν ψυ­χι­κή ὡραιό­τη­τα τοῦ πρώτου ἀνθρώ­που) ἔγι­νε μέ σκο­πό νά δη­μιουρ­γη­θεῖ στίς ψυ­χές ὅλων (συγ­γρα­φέως καί ἀνα­γνω­στῶν) μί­α γλυ­κυ­τάτη νο­σταλ­γί­α πρός τό ἀπώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν, πρός τόν χαμέ­νο Πα­ρά­δει­σο, καί μί­α ἱε­ρά ἐπι­θυ­μί­α, ἐνα­τέ­νι­ση καί ἐπι­πό­θη­ση τοῦ προσ­δω­κο­μέ­νου οὐρα­νί­ου, πλέ­ον, Πα­ρα­δεί­σου (Regnum Caelorum)[44], στόν ὁποῖο μᾶς κα­λεῖ ὁ Θε­ός στὰ Ἔσχα­τα· τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, πού εἶναι ἡ ἀτε­λεύ­τη­τη Βα­σι­λεί­α Του, ἡ ὁποί­α, ὅμως, ἀπό ἐδῶ ἤδη βιώ­νε­ται, ὄντας «ἐντός ἡμῶν»[45]. Ὁ ἀγα­πη­τός, λοι­πόν, ἀνα­γνώ­στης, στό πρῶτο Κε­φά­λαιο τοῦ παρό­ντος πο­νή­μα­τος, μα­θαί­νει συ­νο­πτικῶς γιά τόν πρῶτο Πα­ρά­δει­σο. Δια­ζωγρα­φί­ζε­ται ἐνώπιόν του ―μέ­σα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν Πα­τε­ρικῶν θη­σαυ­ρι­σμά­των― τό «θε­ό­κτι­στον σκή­νω­μα», ὅπως τόν ὀνο­μά­ζει ἡ Ὑμνο­λογί­α, δηλ. ὁ «πα­νά­ρε­τος, πανά­γιος, πα­νόλ­βιος»[46] Πα­ράδει­σος τῆς Ἐδέμ. Σέ ἄλλες σε­λί­δες θὰ πα­ρα­θέ­σου­με, «ὅσον ἔνε­στι», ἐνώ­πιον τῶν ὀφθαλ­μῶν τῆς ψυχῆς μας τὴν «ἄῤῥη­τον εὐφρο­σύ­νην» καὶ «τὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καλλονὴν»[47] τοῦ οὐρα­νί­ου Πα­ρα­δεί­σου, ὅπου καὶ ἡ «ὑπέρ­καλ­λος ἀγλα­ΐ­α»[48], τό Θεῖο, ἄκτι­στο, ἐνυ­πόστα­το Φῶς τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ, εἰς τοῦ Ὁποί­ου τή θέ­α καί τὴ Δό­ξα θά εἶναι ἐκτε­θει­μέ­νοι εἰς τό δι­η­νε­κές ὅλοι ὅσοι ἀξιω­θοῦν τῆς ἀκα­τα­λή­κτου ἐκεί­νης τρυφῆς καί πνευ­μα­τικῆς τροφῆς, γνώ­σε­ως καί μεθέ­ξε­ως, ἀπο­λαύ­σε­ως καί ἐνο­ρά­σε­ως, «οὐκ ἐν ἐσό­πτρῳ καί ἐν αἰνίγ­μα­τι, ἀλλά πρό­σω­πον πρός πρό­σω­πον»[49]. -------------------------------------------------------------------------------- [1] Ματ­θ. 25. [2] Γέν. 2, 8. [3] Γεν. 2, 10. [4] Γιὰ τὴ σημασία τῶν ποταμῶν γενικὰ στὶς διάφορες θρησκεῖες βλ. Γεν. 2, 10. 15, 18, Ἐξ. 1, 22. 4, 9. 7, 15, Ψαλμ. 45, 5, Ματθ. 3, 6, Ἰω. 7, 38, Ἀποκ. 8, 10. 9, 14. 12, 15-16. 16, 4. 12. 22, 1. Ἡ εἰκόνα τοῦ ποταμοῦ χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Θεολογία, γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος: πηγὴ (Θ. Πατήρ), ποτάμι (Θ. Λόγος) καὶ νερό (Ἅγιο Πνεῦμα). Στὸν Ὅμηρο ἀπαντῶνται οἱ ποταμοὶ Ἀχέρων (= ποτάμι τῆς στενοχώριας καὶ τῆς θλίψης), Κωκυτὸς (= ποταμὸς τῶν κλαυθμῶν καὶ τῶν θρηνητικῶν κραυγῶν), Πυριφλεγέθων (= πύρινο ποτάμι) [πρβλ. «λίμνη τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14)] καὶ ἡ Στὺξ (= ποτάμι τοῦ μίσους), ὅπως καὶ οἱ Ὠκεανός καὶ ὁ ποταμὸς τῆς Λήθης (Πλάτων, Φαίδων 112e, 113c). Πρβλ. Ἰω. Χρυσ., «Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸν βίον» Β’, 74Β, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τ. 13, σ. 32, R. Panikkar, “The Jordan, the Tiber, and the Ganges: Three Kairological Moments of Christic Self-Consciousness”, in: The Myth of Christian Uniqueness, ἐπιμ. John Hick & Paul Knitter, ἐκδ. Orbis Books, Maryknoll, New York 1987. [5] Γέν. 2, 7: «Καί ἔπλα­σεν ὁ Θε­ός τόν ἄνθρω­πον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνε­φύ­ση­σεν εἰς τό πρό­σω­πον αὐτοῦ πνο­ήν ζωῆς, καί ἐγέ­νε­το ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυ­χήν ζῶσαν». [6] Ἔκδο­σις…….., σ. 145-147. [7] Γέν. 3, 8. Βλ. Μη­τρ. Ἱε­ρε­μί­α Φού­ντα, Ἑρμη­νεί­α Π.Δ., Γέ­νε­σις, σ. 31. [8] Βλ. Σ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που κα­τά τόν Ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, ἐκδ. Ἀπο­στο­λι­κή Διακο­νί­α, Ἀθήνα 2000, σ. 53. [9] Ἔκδο­σις…., σ. 150. [10] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ 3, ΜPG 25, 101 Β. 6, ΜPG 25, 105 C, Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΜΗ’ Ψαλμὸν 8, ΜPG 29, 449 BC, Εἰς τὸ ‘Πρόσεχε σεαυτῷ’ 6, ΜPG 31, 212 BC, Περὶ εὐχαριστίας 2, ΜPG 31, 221 C, Ὁμιλία ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ 5, ΜPG 31, 317 Α, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6, ΜPG 31, 344 BC, Ὅροι κατὰ πλάτος 2, 3, ΜPG 31, 913 Β, Ἐπιστολὴ 233, Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι 1, ΜPG 32, 864 C, Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 11, ΜPG 44, 156 Β. 12, ΜPG 44, 161 C. 164 Α. 16, ΜPG 44, 184 Β. 185 C, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας 5, ΜPG 45, 24 C. 21, ΜPG 45, 57 CD, Περὶ παρθενίας 12, ΜPG 46, 369 C, Κωνσταντίνου διακόνου, Ἐγκώμιον εἰς πάντας τοὺς ἁγίους ἐνδόξους καὶ πανευφήμους μάρτυρας τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην ἀθλήσαντας 14, ΜPG 88, 496 C, Μάξιμου Ὁμολογητοῦ, Ζήτησις μετὰ Πύρρου, ΜPG 91, 304 C, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως l, 2, 12, ΜPG 94, 920Β. Πρβλ. G. Martzelos, “Original Sin according to the Orthodox Tradition”, users.auth.gr/martzelo/index.files/docs/75 doc. [11] Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς, ΜPG 150, 1361C. [12] Βλ. Μη­τρ. Ναυ­πά­κτου, Ἱερο­θέ­ου Βλά­χου, «Με­τα­ξύ δύ­ο αἰώ­νων», ἐκδ. Πε­λα­γί­ας, σ. 172. [13] Α’ Κορ. 3, 17. [14] Κολ. 1, 15. [15] Στήν προ­ο­πτι­κή αὐτὴν τῆς θε­ώ­σε­ως ὡς δυνά­μει ὁμοιώ­σε­ως κι­νεῖται καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν γρά­φει ὅτι ὁ ἄνθρω­πος εἶναι «Θε­ός κε­κε­λευ­σμέ­νος» (Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ed. F. Boulenger, 48), δηλα­δή ἔχει λά­βει τήν ἐντο­λή νά γί­νει μι­κρός θε­ός. [16] Με­λε­τί­ου Γα­λη­σιώ­του, Ἀλφα­βη­ταλ­φά­βη­τος, «ἐν οἷς καὶ λό­γος ἕτε­ρος περὶ τοῦ κατ’ εἰκό­να», ρμε’, ἐκδ. Ἀρχιμ. Θ. Σι­μό­που­λου, Ἀθῆναι 1978. [17] Ἔκδο­σις…, σ. 150. [18] Ὅπ.π., σ. 152 [19] Ἔκδο­σις…., σ. 146. [20] Ἰω. Χρυ­σ., Εἰς τήν Γέ­νε­σιν, Ε­ΠΕ 2, 240. [21] Ἰω. Χρυς., Εἰς τήν Γέ­νε­σιν, Ε­ΠΕ 2, 334. [22] Ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ «μή δύ­να­σθαι ἁμαρ­τά­νειν» ἐκφρά­ζε­ται ὡραιό­τα­τα ἀπό τόν ἅγιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λαμᾶ σέ μιά ὁμι­λί­α του, ὅπου πα­ρα­κα­λεῖ τόν Θε­ό νά τόν κα­τα­στή­σει «ἀνί­κα­νον εἰς τό ἁμαρ­τῆσαι». [23] Ἰω. Χρυ­σ., Εἰς τήν Α΄ Κο­ρ. 17, 3, MPG 61, 139. [24] Γεν. 3, 5 [25] Πε­ρί ἀπο­ριῶν 7, ΜPG. 91,1084D-1085A. [26] Λόγ. ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 170. [27] Ε­ΠΕ 5, 166. [28] Γεν. 2, 9. [29] Γεν. 2, 17. [30] Ε­ΠΕ 5, 166. [31] Ν. Μα­τσού­κα, Δογ­μα­τι­κή Β’, σ. 205. [32] «Κερ­δαί­νει μέν τι κα­νταῦθα· τόν θά­να­τον καί τό δια­κοπῆναι τήν ἁμαρ­τί­αν, ἵνα μή ἀθά­να­τον ᾖ τό κα­κόν. Καί γί­νε­ται φι­λαν­θρω­πί­α ἡ τι­μω­ρί­α. Οὔτω γάρ ἐγώ πεί­θο­μαι κολάζειν Θε­όν» (Λόγ. ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 168). [33] Σ. Σολ. 1, 12. [34] Βλ. «Ἐγχει­ρί­διον», ἀλλη­λο­γρα­φί­α π. Ἰ. Ρω­μα­νί­δη καί Κα­θη­γη­τοῦ π. Τρε­μπέ­λα, ἐκδό­σεις Αρ­μος (ἐπι­μέ­λεια π. Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ), σ. 136. [35] Βλ. Αὐγου­στί­νου Μο­να­χοῦ, Ἁγιο­ρεί­του, ἁγιο­βα­σι­λειά­του, Τό χρέ­ος μας διά τούς ἐν Χρι­στῷ κε­κοι­μη­μέ­νους ἀδελ­φούς (ὑπό ἔκδο­σιν), § 10. [36] Στιχ. Προ­σό­μοια Σαβ­βά­του, Ἦχος Α’. [37] Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 1, MPG 45, 388A, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολλιναρίου 31, MPG 45, 1192B, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ ἁγίας τε καὶ ὁμοουσίου Τριάδος 2, MPG 75, 780B. [38] Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς 5, 12, MPG 82, 100AB. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τὸν θάνατο μὲ τὸ ἔνστικτο αὐτοσυντήρησης συνέδεσε στὰ χρόνια μας ὁ γνωστὸς Ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος M. Heidegger. [39] Μάξιμου Ὁμολογητῆ, Πρὸς Θαλάσσιον, MPG 90, 253ΑΒ. [40] Βλ. B. Marx, «Der homiletische Nachlass des Basileios von Seleukeia», in: Orientalia Christiana Periodica 7 (1941) 365. Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τοὺς νεοφωτίστους τῷ Σαββάτῳ τῆς Ἀπολυσίμου 7, ΜPG 28, 1089 ΒC, Ἰω. Χρυσ., Εἰς τὸ Πάσχα 5, 2, ΜPG 59, 736, Μάρκου Ἐρημίτη, Περὶ νόμου πνευματικοῦ 107, ΜPG 65, 917 D, Συμβουλία νοὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν 2, ΜPG 65, 1104 D – 1105 A, Ἰωάννου Κλίμακος, Κλῖμαξ 8, ΜPG 88, 836 Α. 26, ΜPG 88, 1024 Α, Δωρόθεου Γάζας, Διδασκαλία 13, Περὶ τοῦ ἀταράχως καὶ εὐχαρίστως ὑποφέρειν τοὺς πειρασμούς 8, ΜPG 88, 1769 C: «… φιληδονία, φιλοδοξία καὶ φιλαργυρία, ἐξ ὧν συνίσταται πᾶσα ἁμαρτία». [41] Ρωμ. 3, 23. [42] Κυ­ρίλ­λου, Εἰς τήν πρός Ῥω­μαί­ους ἐπι­στο­λήν, ΜPG 74, 789 AB. [43] Βλ. π. Ἰω. Ρω­μα­νί­δου, Τό προ­πα­το­ρι­κόν ἁμάρ­τη­μα, ἐκδ. Δό­μος, σ. 161. [44] Βλ. Ch. E. Hill, “Regnum caelorum”. Patterns of Future Hope in Early Christianity, Oxford Early Christian Studies, Oxford, Clarendon Press, 1993. [45] Λουκ. 17, 21. Πρβλ. Κ. Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βα­σι­λεί­α, ἐκδ. Α­ΚΡΙ­ΤΑΣ, Ἀθήνα 2000, 20084. [46] Οἶκος τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου τῆς Κυ­ριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς. [47] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λαμᾶ, «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυ­χα­ζό­ντων», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Δ’, σ. 189. [48] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυ­χα­ζό­ντων, ἀπό­κρι­σις τρί­τη. [49] Α’ Κορ. 13, 12. http://users.auth.gr/martzelo/index.files/docs/75 users.auth.gr......ΠΕ­ΡΙΕ­ΧΟ­ΜΕ­ΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΡΩ­ΤΟ Ο Ε­ΠΙ­ΓΕΙΟΣ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟΣ Α) Γενικα Β) Αισθητοσ και Νοητοσ Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν» Δ) Η Εδεμικη Ζωη Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΟΥ Α­ΓΑ­ΘΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑ­ΚΟΥ Α) Το Α­γα­θον στην Πα­ρου­σα Ζω­η 1) Γενικά. 2) Τὰ ἱε­ρὰ Μυ­στή­ρια ὡς μέ­σα προγεύσεως τῶν Ἐ­σχά­των. Β) Το Κα­κο στην Πα­ρου­σα Ζω­η 1) Γενικά. 2) Ὁ τραυματισμὸς τής Φύσεως. ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑ-ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Α) Γε­νι­κα Β) Εικο­νεσ και Συμβολισμοι του Πα­ρα­δει­σου Γ) Εικο­νεσ και Συμβολισμοι τησ Κο­λα­σε­ωσ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Βα­σι­λεια του Θε­ου και Βα­σι­λεια των Ου­ρα­νων Α) Γενικα Β) Τα «Ανή­κου­στα Ακού­σμα­τα» και τα «Ανε­κλά­λη­τα Ρή­μα­τα». Γ) Η Μετοχη στο Ακτι­στο Φως και η Θεί­α Θέ­α. Δ) Ενυ­λος και Αϋ­λος γνώ­ση των Οντων. Ε) Οι Δω­ρεες του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. ΣΤ) Ο Παρά­δει­σος ως «Αει­κί­νη­τος στά­σις». ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η Α­ΛΗ­ΚΤΗ ΜΑ­ΚΑ­ΡΙΟ­ΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ Α) Αγαλλιαση και Ευ­φροσυ­νη 1) Γε­νι­κά. 2) Τὰ Θεῖα ἀγαθά. Β) Η Ληθη του Κακου ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟ­ΛΑ­ΣΕΩΣ Α) Η Θεια Δι­καιο­συ­νη 1) Γε­νι­κά. 2) Ὁ Θεῖος φό­βος. 3) Ἡ Τελικὴ Κρίση. Β) Η Θεια Τι­μω­ρια 1) Γε­νι­κά. 2) Ἡ δικαία καὶ ἀγα­πη­τικὴ Κό­λα­ση! Γ) Ο Τροποσ Ενερ­γειασ του Θε­ου στην Κο­λα­ση 1) Γενικά. 2) Ἡ ἀρνη­τι­κὴ παρ-ου­σί­α τοῦ Θε­οῦ στὴν Κό­λα­ση. 3) Τὸ «ἐνερ­γη­τικὸν» τῆς Κο­λά­σε­ως ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ. 4) Ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός περί Κολάσεως. ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η ΑΙΩ­ΝΙΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΗΣ ΚΟ­ΛΑΣΕ­ΩΣ Α) Η Θε­ση του Αγιου Ιω­αν­νου του Χρυ­σο­στο­μου Β) Αλλοι Πα­τε­ρεσ για την Αιω­νιο­τη­τα τησ Κο­λα­σε­ωσ ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Υ­ΠΑΡ­ΧΕΙ Α­ΠΟ­ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ ΤΩΝ ΠΑ­ΝΤΩΝ; Α) Ο Ωρι­γε­νησ Β) Ο Αγιοσ Γρη­γο­ριοσ Νυσ­σησ Γ) Ο Αγιοσ Μα­ξι­μοσ ο Ομο­λο­γη­τησ ΚΕ­ΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΚΕΡ­ΔΙ­ΣΟΥ­ΜΕ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟ ΚΑΙ ΘΑ Α­ΠΟ­ΦΥ­ΓΟΥ­ΜΕ ΤΗΝ ΚΟ­ΛΑ­ΣΗ Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ Βα­σι­κό γνώ­ρι­σμα κά­θε Ὀρ 2 θο­δό­ξου Χριστια­νοῦ, βα­πτι­σμέ­νου «εἰς τό ὄνο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος», εἶναι ἡ πί­στη (= ἐμπι­στο­σύ­νη ἀρχι­κά, ἡ ὁποί­α γί­νε­ται ἔπει­τα βεβαιό­τη­τα[1]), σέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ Υἱός καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί Θε­ός, ὡς ἄσαρ­κος Λό­γος καί κα­τό­πιν ὡς ἔνσαρ­κος, εἰσερ­χό­με­νος λυτρω­τι­κά μέ­σα στόν κό­σμο καί τήν ἀνθρώ­πι­νη Ἱστο­ρί­α. Αὐτά ἡ Ἐκκλη­σί­α Του δια­φυ­λάσ­σει «ὡς κό­ρην ὁφθαλ­μοῦ» διά μέ­σου τῶν αἰώ­νων· αὐτά κη­ρύσ­σει καί ἐξαγ­γέλλει συ­νεχῶς πρός σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν τέ­κνων της· αὐτό τό λυ­τρω­τι­κό μή­νυ­μα ἐκφρά­ζει ἀπα­ρα­χά­ρα­κτο διά τῶν θε­ο­πνεύ­στων Ἁγί­ων Πα­τέ­ρων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκλε­κτά καί ἱε­ρά μέ­λη της εἶναι τὰ «στό­μα­τα τοῦ Λό­γου», οἱ ζωντανοὶ φο­ρεῖς τῆς Θεί­ας Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως καὶ οἱ ἐκφρα­στές τῆς Ὀρθο­δό­ξου Παρα­δό­σε­ως. Θά πρέ­πει δὲ ἐξ ἀρχῆς νά ὑπο­γραμ­μι­σθῆ ἡ ἀνα­γκαιό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί αὐτο­-πα­ρα­δόσε­ως τοῦ ἀνθρώ­που στόν «προ­αιώ­νιον Λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί ἐπ᾿ ἐσχά­των τῶν χρό­νων γε­νό­με­νον ἄνθρω­πον», διό­τι αὐτή ἡ πί­στη ὁδη­γεῖ στή μυστικὴ ἕνω­ση μα­ζί Του καί τή με­το­χή στήν ἄκτιστη Χά­ρη καί Δό­ξα Του! Μό­νο ὁ φι­λάν­θρω­πος Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ ὁποῖος «ἐφα­νε­ρώ­θη ἐν σαρ­κί, ἐδι­καιώ­θη ἐν Πνεύ­μα­τι, ὤφθη ἀγγέ­λοις, ἐκη­ρύ­χθη ἐν ἔθνε­σιν, ἐπι­στεύθη ἐν κό­σμῳ ἀνε­λή­φθη ἐν δόξῃ»[2], μό­νο Αὐτός μπο­ρεῖ νά πα­ρά­σχει τή σω­τη­ρί­α στόν ἄνθρω­πο. Ἡ Ἁγί­α Ἐκκλησί­α στε­ντο­ρεί­ως κη­ρύσ­σει ὅτι δέν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας καί θε­ώ­σε­ως ―ἤτοι ἑνώ­σε­ως κτι­στοῦ καί ἀκτίστου― ἐκτός τοῦ Ἑνός, τοῦ μο­να­δι­κοῦ Προ­σώ­που, τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ, «τό ἐκμα­γεῖον τοῦ ἀρχε­τύ­που κάλ­λους, ἡ μή κι­νου­μέ­νη σφρα­γίς, ἡ ἀπα­ράλ­λα­κτος εἰκών, ὁ Τοῦ Πα­τρός ὅρος καί Λό­γος», ὅπως θε­ο­λο­γικώτα­τα ἐκφρά­ζεται ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἀε­τός καί τῆς Να­ζιαν­ζοῦ ποι­μένας, ἁγιώ­τα­τος Γρη­γό­ριος[3]. Αὐτός ὁ Χρι­στός σώ­ζει, διό­τι μᾶς ὁδη­γεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­μα­τι πρός τόν Θεὸ Πα­τέρα, ἀφοῦ «αὐτός ἐνην­θρώ­πη­σεν, ἵνα ἡμεῖς θε­ο­ποι­ηθῶμεν· καί αὐτός ἐφα­νέ­ρω­σεν ἑαυ­τόν διά σώ­μα­τος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀο­ρά­του Πα­τρός ἔννοιαν λά­βω­μεν»[4]. Ἑπο­μέ­νως, ὅλα ὅσα κή­ρυ­ξε ὁ Θε­άνθρω­πος Χρι­στός, γί­νο­νται ἀπο­δε­κτά διά τῆς πί­στε­ως καί ἐκλαμ­βά­νο­νται ὡς μο­να­δι­κή Ἀλή­θεια καί σώ­ζου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ὅτι Αὐτός ὁ Θεῖος Δι­δά­σκα­λος εἶναι ἡ (ὑποστατικὴ) Αὐτο-Ἀλή­θεια, ἡ ἔνσαρ­κος Πα­να­λή­θεια, τό «φῶς τό ἀλη­θι­νόν, τό φω­τί­ζον πά­ντα ἄνθρω­πον ἐρχό­με­νον εἰς τόν κό­σμον», κατά τή Θεί­α Γρα­φή[5]. Πα­ρά­δει­σος ἤ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, Ὀρθό­δο­ξα, δὲν νο­οῦνται ἄνευ τῶν ἀκτί­στων ἐνερ­γειῶν τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τ.ἔ. αὐτοῦ τοῦ ἰδί­ου τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ μέ­θο­δος τῆς θε­ο­λο­γικῆς πραγ­μά­τευ­σης ἑνὸς, ὄντως, ἀπὸ τὰ ἀκαν­θω­δέ­στε­ρα ζη­τή­μα­τα τῆς χρι­στια­νικῆς Πί­στε­ώς μας, ὅπως εἶναι ὁ ἐσχατο­λο­γικὸς Πα­ρά­δεισος καὶ ἡ Κό­λαση, ἤ, μὲ ἄλλα λό­για, τὸ εἶδος τῆς ἀΐ­διας με­τοχῆς τοῦ ἀνθρώ­που στὶς ἄκτι­στες ἐνέρ­γειες τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἐπι­χει­ροῦμε στὸ παρὸν ἔργο, δὲν ἀκο­λου­θεῖ τὰ δογ­μα­το­λο­γικὰ ἐγχειρί­δια. Βα­σί­ζε­ται κυ­ρί­ως στὶς πη­γές, δηλ. τὴν Ἁγί­α Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Πα­ράδοση (Πατέρες, Ὑμνογράφους, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, τὸν Κοσμᾶ Μοναχὸ κ.ἄ.), μὲ γνώ­μο­να, προ­πά­ντων, τὶς σύγ­χρο­νες ἀνά­γκες τοῦ ἐκκλη­σιαστι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος. Ἡ Ὀρθό­δο­ξη Πα­τε­ρι­κή μας Πα­ρά­δο­ση, ποὺ ἀσκη­τικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ἔχει ἱκανῶς ἀνα­δι­φή­σει τὴν ὑπερ­δι­σχιλιετῆ χρι­στια­νικὴ Θεί­α Ἀπο­κά­λυ­ψη, μᾶς ἔχει ἐμπλου­τί­σει μὲ μί­α πλη­θύν θε­ο­πνεύ­στων λό­γων καὶ ἑρμη­νευτικῶν ὑπο­μνη­μά­των, τὰ ὁποῖα, σύμ­φω­να μὲ τὴ Θεί­α Οἰκονομί­α, ἐξαρ­κοῦν γιὰ νὰ σβή­σουν κατ᾿ ἀρχὴν τὴ γνω­στικὴ καὶ φι­λί­στο­ρα δί­ψα τοῦ πε­πε­ρα­σμέ­νου θνη­τοῦ ἀνθρώ­που ὅσον ἀφορᾶ στὴ λει­τουρ­γί­α καὶ τὴ φύ­ση τοῦ Ὑπερ­βα­τικοῦ καὶ τὴ μετὰ θά­να­το προσω­πι­κή τύ­χη τοῦ πρώ­του, ἔπει­τα νὰ προ­ειδο­ποι­ή­σουν τοὺς ρά­θυμους καὶ ἀνάλ­γη­τους γιὰ ἔγκαι­ρη με­τά­νοια, και, ἐντέ­λει, γιὰ νὰ ἀνα­κου­φί­σουν, ἀνα­παύ­σουν καὶ λυτρώ­σουν ψυ­χικά, ὑπαρξιακὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ κά­θε ἀνθρώ­πι­νη ὕπαρ­ξη. Βέβαια, τὴν (Πατερικὴ) μέθοδο ἔρευνας αὐτὴν ὁρισμένοι Νε-Ορθόδοξοι θεολόγοι ἴσως τὴ θεωρήσουν ὡς μειονέκτημα, ἀφοῦ ὡς μεταμοντέρνοι ὑποστηρίζουν, ἑπόμενοι στὶς ἀρχὲς τῆς «ἀπομυθοποίησης» (Entmythosielierung) τοῦ διάσημου Γερμανοῦ Προτεστάντη θεολόγου Rudolf Bultmann (1884-1978)[6], μιὰ Μετα-Πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ μία, δίκην Προτεσταντῶν, ὑποκειμενικὴ (καὶ μάλιστα ὑπαρξιακή, δηλ. ἐνδοκοσμικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρική), ἐπιλεκτικῶς, Προκρούστεια «γνώμη»· διότι, ἀντὶ λ.χ. νὰ ἐπικαλοῦνται μία θεολογικὴ θέση, ποὺ μάλιστα τὴν ὑποστηρίζουν οἱ περισσότεροι καὶ μεγαλύτεροι Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ―καὶ ὄχι κάποια «πατερικὰ φρασίδια»[7]―, αὐθαίρετα ἐπιλέγουν τὴ γνώμη ἑνὸς ἤ δύο ἄλλων Πατέρων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις τυχαίνει (;) νὰ συμφωνοῦν μὲ τὶς δικές τους (ὀρθολογικὲς ἤ συναισθηματικὲς) προκαταλήψεις! Καί, βέβαια, ἐννοοῦμε τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ εὐρέως στὶς ἡμέρες μας, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ καὶ ὅτι ἡ Αἰώνια Κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἀνέχονται οἱ ἀμετανόητοι (βλ. Παθητικὴ Κόλαση)! Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς προειδοποιεῖ «μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε»[8], ἀλλ᾿ «ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς»[9]. Ἡ Αἰώνια Κόλαση μπορεῖ σήμερα νὰ φαίνεται ἀναχρονιστική, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα ἔχει προαναγγελθεῖ ἀπὸ τὸν ἀδιάπτωτο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐργάζομαι ἐγὼ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ὅ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν»[10]. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΑΓΑΠΗ, δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μόνο Ἀγάπη· εἶναι ἐξ ἴσου καὶ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Ἡ ἴδια ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη (τὸ Αὐτάγαθον) εἶπε τὰ ἑξῆς φοβερὰ λόγια: «πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου τούτους τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου»[11]. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀσπάζεσθε τὶς νε-ορθόδοξες ἰδέες αὐτές, «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ»[12]. Ἡ μισὴ ἀλήθεια ἦταν καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ προσφιλέστατη μέθοδος τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καί, δυστυχῶς, ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ποὺ παρασύρουν τὸν ἁπλὸ «λαὸ τοῦ Θεοῦ» μὲ λόγια ποὺ τοῦ χαϊδεύουν τὰ αὐτιά, ὅπως οἱ ψευδο-προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Λησμονοῦν, ὅμως, οἱ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι αὐτοὶ, ὅτι ἡ Πατερικὴ Βυζαντινὴ (καὶ ὄχι Δυτική, ὅπως ἐσκεμμένα γράφουν) Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση ἔκανε πρώτη χρήση τῶν Catenae (ἁλυσίδα Πατερικῶν ἑρμηνειῶν), ὅπως καὶ ὅτι ἡ κάθε ἑπόμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ­―πού, παρὰ τὸ Consensus Patrum [τὸ ὁποῖο καταδεικνύει τὴν Consensum Ecclesiae, ἡ ὁποία πάλι ἐκφράζει τὴν Regula Fidei (Κανόνα Πίστεως)], δογμάτιζε σύμφωνα μὲ τὸ (ποιοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἀληθείας» καὶ ὄχι τὸ (ποσοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἐξουσίας»― ἐπικύρωνε τὴν προηγούμενη! «Αὔξηση», λοιπόν, στὴν ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ σὲ βάθος (δηλ. προκοπή), ποιοτικῶς, καὶ ὄχι μεταβολή της, καθὼς μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος[13], δι᾿ ἀφαιρέσεως (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Προτεσταντισμός), ἤ προσθέσεως νέων δογμάτων ποσοτικῶς (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός). Μετὰ τὴν Εἰσα­γω­γή, ἀρχί­ζει τὸ πρῶτο Κε­φά­λαιο («Ὁ Ἐπί­γειος Παράδει­σος»), ὅπου ἀνα­πτύσ­σου­με ὁρι­σμέ­να ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ θέ­μα­τός μας ἱστο­ρι­κο-φι­λο­λο­γικὰ στοι­χεῖα γιὰ τὸν ἐπί­γειο Πα­ράδει­σο (Ἐδέμ), κά­νοντας μιὰ σύ­ντο­μη σύ­γκρι­ση με­ταξὺ ἐπι­γείου (ὑλι­κοῦ) καὶ οὐρα­νίου (πνευ­μα­τι­κοῦ) Πα­ρα­δεί­σου, διά­στα­ση ἡ ὁποί­α προ­έ­κυ­ψε λόγῳ τοῦ Προ­πα­το­ρι­κοῦ Ἁμαρ­τή­μα­τος. Στὸ δεύ­τερο Κε­φά­λαιο («Ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἀγαθοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ»), ἐκθέτου­με τὶς στοι­χειώ­δεις ἐνδεί­ξεις ὑπάρ­ξε­ως τῶν με­τα­φυ­σικῶν καταστά­σε­ων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ ἐδῶ πνευ­μα­τικὰ καὶ ἠθικὰ δε­δο­μέ­να τῆς πα­ρού­σης ζωῆς. Μὲ ἄλλα λό­για, ἐξη­γοῦμε πῶς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακὸ λει­τουρ­γοῦν καὶ ὑφί­στα­νται πραγ­μα­τικὰ στὸν πα­ρό­ντα κό­σμο, καὶ τό ὅτι, ὡς ἐκ τού­του, ἡ συ­νέχι­ση τῆς πέ­ραν τοῦ τά­φου ζωῆς δὲν θὰ κα­ταρ­γή­σει τὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, ποὺ ὁ κά­θε ἄνθρω­πος ἐλεύθε­ρα ἔχει ἐπι­λέ­ξει. Πα­ράλλη­λα, στὸ αὐτὸ Κε­φά­λαιο ἐπι­ση­μαί­νου­με τὴ δια­με­σο­λα­βη­τικὴ φύ­ση τῶν χρι­στια­νικῶν Μυ­στη­ρί­ων, καὶ μά­λι­στα τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας, ὅσον ἀφορᾶ στὴ βί­ω­ση καὶ πρό­γευ­ση τῶν Ἐσχά­των ἐκ μέ­ρους τῶν πι­στῶν. Στὸ τρίτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογική μετα-γλῶσσα τῶν ὑπερφυῶν ἐσχατολογικῶν καταστάσεων»), ἀφοῦ γε­νικὰ κάνου­με λό­γο γιὰ τὴν ποιό­τη­τα καὶ τὰ εἴδη τῶν μετὰ θά­να­τον ἐσχα­το­λο­γικῶν κα­τα­στά­σε­ων τοῦ ἀνθρώ­που, ἀνα­λύ­ου­με ὁρι­σμέ­νες χα­ρα­κτη­ρι­στικὲς εἰκόνες καὶ πα­ρα­στάσεις, ποὺ ἡ χρι­στια­νικὴ Ἐκκλη­σί­α ἔχει ἐν χρή­σει, γιὰ τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ τὴν Κό­λα­ση. Στὸ τέ­ταρ­το Κε­φά­λαιο («Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»), δια­σα­φηνίζου­με τὴ λε­πτὴ θεολογικῶς διά­κρι­ση, ποὺ τό­σο ἡ Ἁγί­α Γρα­φή, ὅσο καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας δια­τη­ροῦν, με­ταξὺ Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ Βα­σι­λείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ προ­βαί­νου­με στὴν πε­ρι­γραφὴ χα­ρα­κτη­ρι­στικῶν γνω­ρι­σμάτων τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ὅπως εἶναι 1) τὰ «ἀνή­κου­στα ἀκού­σμα­τα» καὶ τὰ «ἀνε­κλά­λη­τα ρή­ματα», 2) ἡ με­τοχὴ στὸ ἄκτι­στο Φῶς καὶ ἡ Θεί­α θέ­α, 3) ἡ ἔνυ­λη καὶ ἡ ἄϋ­λη γνώ­ση τῶν ὄντων, 4) οἱ δω­ρεὲς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ 5) ἡ «ἀει­κί­νη­τος στά­σις» τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Στὸ πέμπτο Κε­φά­λαιο («Ἡ ἄλη­κτη μα­κα­ριό­τη­τα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ»), δια­λαμ­βά­νου­με δύο κα­θο­ρι­στικὲς ἰδιό­τη­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐρανῶν, τὴ Θεί­α εὐφρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀΐ­δια ἀγαλ­λί­α­ση, ποὺ θὰ βιώ­νουν ἐσχα­το­λο­γικὰ οἱ σε­σω­σμέ­νοι καί οἱ Ἅγιοι. Στὸ ἕκτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογία τῆς Κολάσεως») πραγ­μα­τευόμα­στε α) τὸ «ἰδί­ω­μα» τῆς Θεί­ας δι­καιο­σύ­νης, ἡ ὁποί­α ἐμπε­ριέ­χει καὶ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ Θεί­ου φό­βου, β) τὴν ἔννοια τῆς Θεί­ας τι­μω­ρί­ας, μὲ τὴν Ὀρθό­δο­ξη ἐπι­σή­μαν­ση τῆς πα­ρά­δο­ξης (τ.ἔ. ὑπὲρ λό­γον) ἐνερ­γείας στὸν χρι­στια­νικὸ, ἀληθινό Θεὸ τοῦ συμ­βι­βα­σμοῦ ἀγά­πης καὶ κο­λά­σε­ως, γ) τὸ ποιὸν τῆς Κο­λά­σε­ως ἐσχα­τολο­γι­κῶς, καὶ δ) τὸν τρόπο ἐνέρ­γειας τοῦ Θε­οῦ στὴν Αἰώνια Κό­λα­ση, ὅπου ἐξε­τά­ζε­ται ἡ ἀρνη­τι­κή παρ-ου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸ «ἐνερ­γη­τικὸν» τῆς Κο­λά­σε­ως ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτοῦ θέ­σεις τοῦ δογματολόγου ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ. Στὸ ἕβδο­μο Κε­φά­λαιο («Ἡ αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κο­λά­σε­ως») πα­ρα­θέ­του­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α ἀρχικῶς τοῦ ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου καὶ κα­τό­πιν καὶ ἄλλων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ποὺ ὁμι­λοῦν γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κολάσε­ως. Στὸ ὄγδο­ο Κε­φά­λαιο («Ὑπάρ­χει ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν πά­ντων;») συ­ζη­τεῖται ἡ Ὠρι­γε­νικὴ κα­κο­δο­ξί­α γιὰ τὴν «Ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν Πά­ντων» καὶ πα­ρα­τί­θε­νται κά­ποιες δυσ­διά­κρι­τες ἐνδε­χο­μένως δὲ καὶ πα­ρε­ξη­γή­σι­μες θέσεις τῶν ἁγί­ων Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης καὶ Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμο­λο­γη­τοῦ. Τέλος, στὸ ἔνα­το Κε­φά­λαιο («Πῶς θὰ κερ­δί­σου­με τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ θὰ ἀπο­φύ­γου­με τὴν Κό­λαση»), ποὺ προ­η­γεῖται τοῦ Ἐπι­λό­γου καὶ τῆς Βι­βλιο­γρα­φί­ας, δια­τυ­πώ­νο­νται ὁρι­σμέ­νες ―πρα­κτικῆς φύ­σε­ως― πα­ραι­νε­τικές, ἐποι­κο­δο­μη­τικὲς καὶ συμ­βου­λευ­τικὲς προ­τά­σεις, μέ βά­ση τήν Πα­τε­ρι­κή καί πά­λι δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὴν ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη καὶ προ­σφο­ρό­τε­ρη ἐπί­τευ­ξη τῆς «κατὰ Χρι­στὸν» πο­λι­τεί­ας, ἔτσι ὥστε γη­θο­σύ­νως νὰ εἰσέλ­θου­με στὴν ἀτε­λεύ­τη­τη δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. -------------------------------------------------------------------------------- [1] Βλ. Ἰω­άν­νου Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκδο­σις ἀκριβὴς τῆς ὀρθο­δό­ξου πί­στε­ως, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, σ. 350-352: «Ἡ μέ­ντοι πί­στις δι­πλῆ ἐστιν. Ἔστι γάρ πί­στις ἐξ ἀκοῆς. Ἀκού­σα­ντες γάρ τῶν θεί­ων Γραφῶν πι­στεύ­ο­μεν τῇ δι­δα­σκα­λίᾳ τοῦ Πνεύ­μα­τος... Ἔστι δέ, πά­λιν, πί­στις ἐλπι­ζο­μέ­νων ὑπό­στασις, πραγ­μά­των ἔλεγ­χος οὐ βλεπομέ­νων... Ἡ μέν οὖν πρώτη τῆς ἡμε­τέ­ρας γνώ­μης ἐστίν, ἡ δέ δευ­τέ­ρα τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Πνεύ­μα­τος». [2] Α’ Τιμ. 3, 16. [3] Γρηγ. Θε­ο­λό­γου ἔργα, Λό­γος ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 168. [4] Μ. Ἀθα­να­σί­ου, Λό­γος περὶ τῆς ἐναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου 54, 3. [5] Ἰω. Α’, 19. [6] Γιὰ τὸν R. Bultmann ἔγραψε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος Καινοδιαθηκολόγος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μᾶρκος Σιώτης ὅτι «παρουσιάζηται φιλόσοφος χωρὶς φιλοσοφίαν, θεολόγος χωρὶς θεολογίαν καὶ Χριστιανὸς χωρὶς θρησκευτικὴν πίστιν» [ΘΗΕ 9 (1966) 193]. [7] Χ. Γιανναρᾶ, «Γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης», Σύναξη 121 (2012) 80-84. [8] Α’ Ἰω. 4, 1. [9] Ἰω. 5, 39. [10] Πράξ. 13, 41. [11] Λουκ. 19, 27. [12] Ματθ. 22, 29, Μάρκ. 12, 24. [13] Ἐπιστ. 223, 3.5.

 ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΚΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
           ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ.
           
Βα­σι­κό γνώ­ρι­σμα κά­θε Ὀρθο­δό­ξου Χριστια­νοῦ, βα­πτι­σμέ­νου «εἰς τό ὄνο­μα τοῦ Πα­τρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος», εἶναι ἡ πί­στη (= ἐμπι­στο­σύ­νη ἀρχι­κά, ἡ ὁποί­α γί­νε­ται ἔπει­τα βεβαιό­τη­τα[1]), σέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ Υἱός καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ καί Θ
ε­ός, ὡς ἄσαρ­κος Λό­γος καί κα­τό­πιν ὡς ἔνσαρ­κος, εἰσερ­χό­με­νος λυτρω­τι­κά μέ­σα στόν κό­σμο καί τήν ἀνθρώ­πι­νη Ἱστο­ρί­α.

Αὐτά ἡ Ἐκκλη­σί­α Του δια­φυ­λάσ­σει «ὡς κό­ρην ὁφθαλ­μοῦ» διά μέ­σου τῶν αἰώ­νων· αὐτά κη­ρύσ­σει καί ἐξαγ­γέλλει συ­νεχῶς πρός σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν τέ­κνων της· αὐτό τό λυ­τρω­τι­κό μή­νυ­μα ἐκφρά­ζει ἀπα­ρα­χά­ρα­κτο διά τῶν θε­ο­πνεύ­στων Ἁγί­ων Πα­τέ­ρων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκλε­κτά καί ἱε­ρά μέ­λη της εἶναι τὰ «στό­μα­τα τοῦ Λό­γου», οἱ ζωντανοὶ φο­ρεῖς τῆς Θεί­ας Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως καὶ οἱ ἐκφρα­στές τῆς Ὀρθο­δό­ξου Παρα­δό­σε­ως. Θά πρέ­πει δὲ ἐξ ἀρχῆς νά ὑπο­γραμ­μι­σθῆ ἡ ἀνα­γκαιό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί αὐτο­-πα­ρα­δόσε­ως τοῦ ἀνθρώ­που στόν «προ­αιώ­νιον Λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί ἐπ᾿ ἐσχά­των τῶν χρό­νων γε­νό­με­νον ἄνθρω­πον», διό­τι αὐτή ἡ πί­στη ὁδη­γεῖ στή μυστικὴ ἕνω­ση μα­ζί Του καί τή με­το­χή στήν ἄκτιστη Χά­ρη καί Δό­ξα Του! Μό­νο ὁ φι­λάν­θρω­πος Ἰη­σοῦς Χρι­στός, ὁ ὁποῖος «ἐφα­νε­ρώ­θη ἐν σαρ­κί, ἐδι­καιώ­θη ἐν Πνεύ­μα­τι, ὤφθη ἀγγέ­λοις, ἐκη­ρύ­χθη ἐν ἔθνε­σιν, ἐπι­στεύθη ἐν κό­σμῳ ἀνε­λή­φθη ἐν δόξῃ»[2], μό­νο Αὐτός μπο­ρεῖ νά πα­ρά­σχει τή σω­τη­ρί­α στόν ἄνθρω­πο.

Ἡ Ἁγί­α Ἐκκλησί­α στε­ντο­ρεί­ως κη­ρύσ­σει ὅτι δέν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας καί θε­ώ­σε­ως ―ἤτοι ἑνώ­σε­ως κτι­στοῦ καί ἀκτίστου― ἐκτός τοῦ Ἑνός, τοῦ μο­να­δι­κοῦ Προ­σώ­που, τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ, «τό ἐκμα­γεῖον τοῦ ἀρχε­τύ­που κάλ­λους, ἡ μή κι­νου­μέ­νη σφρα­γίς, ἡ ἀπα­ράλ­λα­κτος εἰκών, ὁ Τοῦ Πα­τρός ὅρος καί Λό­γος», ὅπως θε­ο­λο­γικώτα­τα ἐκφρά­ζεται ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἀε­τός καί τῆς Να­ζιαν­ζοῦ ποι­μένας, ἁγιώ­τα­τος Γρη­γό­ριος[3]. Αὐτός ὁ Χρι­στός σώ­ζει, διό­τι μᾶς ὁδη­γεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύ­μα­τι πρός τόν Θεὸ Πα­τέρα, ἀφοῦ «αὐτός ἐνην­θρώ­πη­σεν, ἵνα ἡμεῖς θε­ο­ποι­ηθῶμεν· καί αὐτός ἐφα­νέ­ρω­σεν ἑαυ­τόν διά σώ­μα­τος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀο­ρά­του Πα­τρός ἔννοιαν λά­βω­μεν»[4]. Ἑπο­μέ­νως, ὅλα ὅσα κή­ρυ­ξε ὁ Θε­άνθρω­πος Χρι­στός, γί­νο­νται ἀπο­δε­κτά διά τῆς πί­στε­ως καί ἐκλαμ­βά­νο­νται ὡς μο­να­δι­κή Ἀλή­θεια καί σώ­ζου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δε­δο­μέ­νου ὅτι Αὐτός ὁ Θεῖος Δι­δά­σκα­λος εἶναι ἡ (ὑποστατικὴ) Αὐτο-Ἀλή­θεια, ἡ ἔνσαρ­κος Πα­να­λή­θεια, τό «φῶς τό ἀλη­θι­νόν, τό φω­τί­ζον πά­ντα ἄνθρω­πον ἐρχό­με­νον εἰς τόν κό­σμον», κατά τή Θεί­α Γρα­φή[5].

Πα­ρά­δει­σος ἤ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, Ὀρθό­δο­ξα, δὲν νο­οῦνται ἄνευ τῶν ἀκτί­στων ἐνερ­γειῶν τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τ.ἔ. αὐτοῦ τοῦ ἰδί­ου τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἡ μέ­θο­δος τῆς θε­ο­λο­γικῆς πραγ­μά­τευ­σης ἑνὸς, ὄντως, ἀπὸ τὰ ἀκαν­θω­δέ­στε­ρα ζη­τή­μα­τα τῆς χρι­στια­νικῆς Πί­στε­ώς μας, ὅπως εἶναι ὁ ἐσχατο­λο­γικὸς Πα­ρά­δεισος καὶ ἡ Κό­λαση, ἤ, μὲ ἄλλα λό­για, τὸ εἶδος τῆς ἀΐ­διας με­τοχῆς τοῦ ἀνθρώ­που στὶς ἄκτι­στες ἐνέρ­γειες τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἐπι­χει­ροῦμε στὸ παρὸν ἔργο, δὲν ἀκο­λου­θεῖ τὰ δογ­μα­το­λο­γικὰ ἐγχειρί­δια. Βα­σί­ζε­ται κυ­ρί­ως στὶς πη­γές, δηλ. τὴν Ἁγί­α Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Πα­ράδοση (Πατέρες, Ὑμνογράφους, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, τὸν Κοσμᾶ Μοναχὸ κ.ἄ.), μὲ γνώ­μο­να, προ­πά­ντων, τὶς σύγ­χρο­νες ἀνά­γκες τοῦ ἐκκλη­σιαστι­κοῦ πλη­ρώ­μα­τος.

Ἡ Ὀρθό­δο­ξη Πα­τε­ρι­κή μας Πα­ρά­δο­ση, ποὺ ἀσκη­τικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ἔχει ἱκανῶς ἀνα­δι­φή­σει τὴν ὑπερ­δι­σχιλιετῆ χρι­στια­νικὴ Θεί­α Ἀπο­κά­λυ­ψη, μᾶς ἔχει ἐμπλου­τί­σει μὲ μί­α πλη­θύν θε­ο­πνεύ­στων λό­γων καὶ ἑρμη­νευτικῶν ὑπο­μνη­μά­των, τὰ ὁποῖα, σύμ­φω­να μὲ τὴ Θεί­α Οἰκονομί­α, ἐξαρ­κοῦν γιὰ νὰ σβή­σουν κατ᾿ ἀρχὴν τὴ γνω­στικὴ καὶ φι­λί­στο­ρα δί­ψα τοῦ πε­πε­ρα­σμέ­νου θνη­τοῦ ἀνθρώ­που ὅσον ἀφορᾶ στὴ λει­τουρ­γί­α καὶ τὴ φύ­ση τοῦ Ὑπερ­βα­τικοῦ καὶ τὴ μετὰ θά­να­το προσω­πι­κή τύ­χη τοῦ πρώ­του, ἔπει­τα νὰ προ­ειδο­ποι­ή­σουν τοὺς ρά­θυμους καὶ ἀνάλ­γη­τους γιὰ ἔγκαι­ρη με­τά­νοια, και, ἐντέ­λει, γιὰ νὰ ἀνα­κου­φί­σουν, ἀνα­παύ­σουν καὶ λυτρώ­σουν ψυ­χικά, ὑπαρξιακὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ κά­θε ἀνθρώ­πι­νη ὕπαρ­ξη.

Βέβαια, τὴν (Πατερικὴ) μέθοδο ἔρευνας αὐτὴν ὁρισμένοι Νε-Ορθόδοξοι θεολόγοι ἴσως τὴ θεωρήσουν ὡς μειονέκτημα, ἀφοῦ ὡς μεταμοντέρνοι ὑποστηρίζουν, ἑπόμενοι στὶς ἀρχὲς τῆς «ἀπομυθοποίησης» (Entmythosielierung) τοῦ διάσημου Γερμανοῦ Προτεστάντη θεολόγου Rudolf Bultmann (1884-1978)[6], μιὰ Μετα-Πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ μία, δίκην Προτεσταντῶν, ὑποκειμενικὴ (καὶ μάλιστα ὑπαρξιακή, δηλ. ἐνδοκοσμικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρική), ἐπιλεκτικῶς, Προκρούστεια «γνώμη»· διότι, ἀντὶ λ.χ. νὰ ἐπικαλοῦνται μία θεολογικὴ θέση, ποὺ μάλιστα τὴν ὑποστηρίζουν οἱ περισσότεροι καὶ μεγαλύτεροι Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ―καὶ ὄχι κάποια «πατερικὰ φρασίδια»[7]―, αὐθαίρετα ἐπιλέγουν τὴ γνώμη ἑνὸς ἤ δύο ἄλλων Πατέρων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις τυχαίνει (;) νὰ συμφωνοῦν μὲ τὶς δικές τους (ὀρθολογικὲς ἤ συναισθηματικὲς) προκαταλήψεις! Καί, βέβαια, ἐννοοῦμε τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ εὐρέως στὶς ἡμέρες μας, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ καὶ ὅτι ἡ Αἰώνια Κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἀνέχονται οἱ ἀμετανόητοι (βλ. Παθητικὴ Κόλαση)!

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς προειδοποιεῖ «μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε»[8], ἀλλ᾿ «ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς»[9]. Ἡ Αἰώνια Κόλαση μπορεῖ σήμερα νὰ φαίνεται ἀναχρονιστική, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα ἔχει προαναγγελθεῖ ἀπὸ τὸν ἀδιάπτωτο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐργάζομαι ἐγὼ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ὅ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν»[10]. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΑΓΑΠΗ, δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μόνο Ἀγάπη· εἶναι ἐξ ἴσου καὶ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Ἡ ἴδια ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη (τὸ Αὐτάγαθον) εἶπε τὰ ἑξῆς φοβερὰ λόγια: «πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου τούτους τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου»[11]. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀσπάζεσθε τὶς νε-ορθόδοξες ἰδέες αὐτές, «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ»[12]. Ἡ μισὴ ἀλήθεια ἦταν καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ προσφιλέστατη μέθοδος τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καί, δυστυχῶς, ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ποὺ παρασύρουν τὸν ἁπλὸ «λαὸ τοῦ Θεοῦ» μὲ λόγια ποὺ τοῦ χαϊδεύουν τὰ αὐτιά, ὅπως οἱ ψευδο-προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Λησμονοῦν, ὅμως, οἱ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι αὐτοὶ, ὅτι ἡ Πατερικὴ Βυζαντινὴ (καὶ ὄχι Δυτική, ὅπως ἐσκεμμένα γράφουν) Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση ἔκανε πρώτη χρήση τῶν Catenae (ἁλυσίδα Πατερικῶν ἑρμηνειῶν), ὅπως καὶ ὅτι ἡ κάθε ἑπόμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ­―πού, παρὰ τὸ Consensus Patrum [τὸ ὁποῖο καταδεικνύει τὴν Consensum Ecclesiae, ἡ ὁποία πάλι ἐκφράζει τὴν Regula Fidei (Κανόνα Πίστεως)], δογμάτιζε σύμφωνα μὲ τὸ (ποιοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἀληθείας» καὶ ὄχι τὸ (ποσοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἐξουσίας»― ἐπικύρωνε τὴν προηγούμενη! «Αὔξηση», λοιπόν, στὴν ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ σὲ βάθος (δηλ. προκοπή), ποιοτικῶς, καὶ ὄχι μεταβολή της, καθὼς μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος[13], δι᾿ ἀφαιρέσεως (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Προτεσταντισμός), ἤ προσθέσεως νέων δογμάτων ποσοτικῶς (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός).



Μετὰ τὴν Εἰσα­γω­γή, ἀρχί­ζει τὸ πρῶτο Κε­φά­λαιο («Ὁ Ἐπί­γειος Παράδει­σος»), ὅπου ἀνα­πτύσ­σου­με ὁρι­σμέ­να ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ θέ­μα­τός μας ἱστο­ρι­κο-φι­λο­λο­γικὰ στοι­χεῖα γιὰ τὸν ἐπί­γειο Πα­ράδει­σο (Ἐδέμ), κά­νοντας μιὰ σύ­ντο­μη σύ­γκρι­ση με­ταξὺ ἐπι­γείου (ὑλι­κοῦ) καὶ οὐρα­νίου (πνευ­μα­τι­κοῦ) Πα­ρα­δεί­σου, διά­στα­ση ἡ ὁποί­α προ­έ­κυ­ψε λόγῳ τοῦ Προ­πα­το­ρι­κοῦ Ἁμαρ­τή­μα­τος.

Στὸ δεύ­τερο Κε­φά­λαιο («Ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἀγαθοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ»), ἐκθέτου­με τὶς στοι­χειώ­δεις ἐνδεί­ξεις ὑπάρ­ξε­ως τῶν με­τα­φυ­σικῶν καταστά­σε­ων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ ἐδῶ πνευ­μα­τικὰ καὶ ἠθικὰ δε­δο­μέ­να τῆς πα­ρού­σης ζωῆς. Μὲ ἄλλα λό­για, ἐξη­γοῦμε πῶς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακὸ λει­τουρ­γοῦν καὶ ὑφί­στα­νται πραγ­μα­τικὰ στὸν πα­ρό­ντα κό­σμο, καὶ τό ὅτι, ὡς ἐκ τού­του, ἡ συ­νέχι­ση τῆς πέ­ραν τοῦ τά­φου ζωῆς δὲν θὰ κα­ταρ­γή­σει τὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, ποὺ ὁ κά­θε ἄνθρω­πος ἐλεύθε­ρα ἔχει ἐπι­λέ­ξει. Πα­ράλλη­λα, στὸ αὐτὸ Κε­φά­λαιο ἐπι­ση­μαί­νου­με τὴ δια­με­σο­λα­βη­τικὴ φύ­ση τῶν χρι­στια­νικῶν Μυ­στη­ρί­ων, καὶ μά­λι­στα τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας, ὅσον ἀφορᾶ στὴ βί­ω­ση καὶ πρό­γευ­ση τῶν Ἐσχά­των ἐκ μέ­ρους τῶν πι­στῶν.

Στὸ τρίτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογική μετα-γλῶσσα τῶν ὑπερφυῶν ἐσχατολογικῶν καταστάσεων»), ἀφοῦ γε­νικὰ κάνου­με λό­γο γιὰ τὴν ποιό­τη­τα καὶ τὰ εἴδη τῶν μετὰ θά­να­τον ἐσχα­το­λο­γικῶν κα­τα­στά­σε­ων τοῦ ἀνθρώ­που, ἀνα­λύ­ου­με ὁρι­σμέ­νες χα­ρα­κτη­ρι­στικὲς εἰκόνες καὶ πα­ρα­στάσεις, ποὺ ἡ χρι­στια­νικὴ Ἐκκλη­σί­α ἔχει ἐν χρή­σει, γιὰ τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ τὴν Κό­λα­ση.

Στὸ τέ­ταρ­το Κε­φά­λαιο («Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»), δια­σα­φηνίζου­με τὴ λε­πτὴ θεολογικῶς διά­κρι­ση, ποὺ τό­σο ἡ Ἁγί­α Γρα­φή, ὅσο καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας δια­τη­ροῦν, με­ταξὺ Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ Βα­σι­λείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ προ­βαί­νου­με στὴν πε­ρι­γραφὴ χα­ρα­κτη­ρι­στικῶν γνω­ρι­σμάτων τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ὅπως εἶναι 1) τὰ «ἀνή­κου­στα ἀκού­σμα­τα» καὶ τὰ «ἀνε­κλά­λη­τα ρή­ματα», 2) ἡ με­τοχὴ στὸ ἄκτι­στο Φῶς καὶ ἡ Θεί­α θέ­α, 3) ἡ ἔνυ­λη καὶ ἡ ἄϋ­λη γνώ­ση τῶν ὄντων, 4) οἱ δω­ρεὲς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ 5) ἡ «ἀει­κί­νη­τος στά­σις» τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Στὸ πέμπτο Κε­φά­λαιο («Ἡ ἄλη­κτη μα­κα­ριό­τη­τα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ»), δια­λαμ­βά­νου­με δύο κα­θο­ρι­στικὲς ἰδιό­τη­τες τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐρανῶν, τὴ Θεί­α εὐφρο­σύ­νη καὶ τὴν ἀΐ­δια ἀγαλ­λί­α­ση, ποὺ θὰ βιώ­νουν ἐσχα­το­λο­γικὰ οἱ σε­σω­σμέ­νοι καί οἱ Ἅγιοι.

Στὸ ἕκτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογία τῆς Κολάσεως») πραγ­μα­τευόμα­στε α) τὸ «ἰδί­ω­μα» τῆς Θεί­ας δι­καιο­σύ­νης, ἡ ὁποί­α ἐμπε­ριέ­χει καὶ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ Θεί­ου φό­βου, β) τὴν ἔννοια τῆς Θεί­ας τι­μω­ρί­ας, μὲ τὴν Ὀρθό­δο­ξη ἐπι­σή­μαν­ση τῆς πα­ρά­δο­ξης (τ.ἔ. ὑπὲρ λό­γον) ἐνερ­γείας στὸν χρι­στια­νικὸ, ἀληθινό Θεὸ τοῦ συμ­βι­βα­σμοῦ ἀγά­πης καὶ κο­λά­σε­ως, γ) τὸ ποιὸν τῆς Κο­λά­σε­ως ἐσχα­τολο­γι­κῶς, καὶ δ) τὸν τρόπο ἐνέρ­γειας τοῦ Θε­οῦ στὴν Αἰώνια Κό­λα­ση, ὅπου ἐξε­τά­ζε­ται ἡ ἀρνη­τι­κή παρ-ου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, τὸ «ἐνερ­γη­τικὸν» τῆς Κο­λά­σε­ως ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτοῦ θέ­σεις τοῦ δογματολόγου ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ.

Στὸ ἕβδο­μο Κε­φά­λαιο («Ἡ αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κο­λά­σε­ως») πα­ρα­θέ­του­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α ἀρχικῶς τοῦ ἁγί­ου Ἰω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου καὶ κα­τό­πιν καὶ ἄλλων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ποὺ ὁμι­λοῦν γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα τῆς Κολάσε­ως.

Στὸ ὄγδο­ο Κε­φά­λαιο («Ὑπάρ­χει ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν πά­ντων;») συ­ζη­τεῖται ἡ Ὠρι­γε­νικὴ κα­κο­δο­ξί­α γιὰ τὴν «Ἀπο­κα­τά­στα­ση τῶν Πά­ντων» καὶ πα­ρα­τί­θε­νται κά­ποιες δυσ­διά­κρι­τες ἐνδε­χο­μένως δὲ καὶ πα­ρε­ξη­γή­σι­μες θέσεις τῶν ἁγί­ων Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης καὶ Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμο­λο­γη­τοῦ.

Τέλος, στὸ ἔνα­το Κε­φά­λαιο («Πῶς θὰ κερ­δί­σου­με τὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ θὰ ἀπο­φύ­γου­με τὴν Κό­λαση»), ποὺ προ­η­γεῖται τοῦ Ἐπι­λό­γου καὶ τῆς Βι­βλιο­γρα­φί­ας, δια­τυ­πώ­νο­νται ὁρι­σμέ­νες ―πρα­κτικῆς φύ­σε­ως― πα­ραι­νε­τικές, ἐποι­κο­δο­μη­τικὲς καὶ συμ­βου­λευ­τικὲς προ­τά­σεις, μέ βά­ση τήν Πα­τε­ρι­κή καί πά­λι δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὴν ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη καὶ προ­σφο­ρό­τε­ρη ἐπί­τευ­ξη τῆς «κατὰ Χρι­στὸν» πο­λι­τεί­ας, ἔτσι ὥστε γη­θο­σύ­νως νὰ εἰσέλ­θου­με στὴν ἀτε­λεύ­τη­τη δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
--------------------------------------------------------------------------------

[1] Βλ. Ἰω­άν­νου Δα­μα­σκη­νοῦ, Ἔκδο­σις ἀκριβὴς τῆς ὀρθο­δό­ξου πί­στε­ως, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, σ. 350-352: «Ἡ μέ­ντοι πί­στις δι­πλῆ ἐστιν. Ἔστι γάρ πί­στις ἐξ ἀκοῆς. Ἀκού­σα­ντες γάρ τῶν θεί­ων Γραφῶν πι­στεύ­ο­μεν τῇ δι­δα­σκα­λίᾳ τοῦ Πνεύ­μα­τος... Ἔστι δέ, πά­λιν, πί­στις ἐλπι­ζο­μέ­νων ὑπό­στασις, πραγ­μά­των ἔλεγ­χος οὐ βλεπομέ­νων... Ἡ μέν οὖν πρώτη τῆς ἡμε­τέ­ρας γνώ­μης ἐστίν, ἡ δέ δευ­τέ­ρα τῶν χα­ρι­σμά­των τοῦ Πνεύ­μα­τος».

[2] Α’ Τιμ. 3, 16.

[3] Γρηγ. Θε­ο­λό­γου ἔργα, Λό­γος ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 168.

[4] Μ. Ἀθα­να­σί­ου, Λό­γος περὶ τῆς ἐναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου 54, 3.

[5] Ἰω. Α’, 19.

[6] Γιὰ τὸν R. Bultmann ἔγραψε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος Καινοδιαθηκολόγος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μᾶρκος Σιώτης ὅτι «παρουσιάζηται φιλόσοφος χωρὶς φιλοσοφίαν, θεολόγος χωρὶς θεολογίαν καὶ Χριστιανὸς χωρὶς θρησκευτικὴν πίστιν» [ΘΗΕ 9 (1966) 193].

[7] Χ. Γιανναρᾶ, «Γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης», Σύναξη 121 (2012) 80-84.

[8] Α’ Ἰω. 4, 1.

[9] Ἰω. 5, 39.

[10] Πράξ. 13, 41.

[11] Λουκ. 19, 27.

[12] Ματθ. 22, 29, Μάρκ. 12, 24.

[13] Ἐπιστ. 223, 3.5.    


2  .......
ΠΕ­ΡΙΕ­ΧΟ­ΜΕ­ΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ

ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΡΩ­ΤΟ

Ο Ε­ΠΙ­ΓΕΙΟΣ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟΣ

Α) Γενικα

Β) Αισθητοσ και Νοητοσ

Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν»

Δ) Η Εδεμικη Ζωη

Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα   ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΡΩ­ΤΟ



Ο Ε­ΠΙ­ΓΕΙΟΣ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟΣ



Α) Γενικα



Μέ βά­ση τήν Πί­στη στή διδα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, δέν νο­εῖται Ὀρθό­δο­ξος Χρι­στια­νός, ὁ ὁποῖος δέν ἀπο­δέ­χε­ται τήν ὕπαρξη αἰω­νί­ου με­τά θά­να­τον ζωῆς καί κα­τα­στά­σε­ως, τ.ἔ. Πα­ρα­δεί­σου καί Κολάσε­ως, ὅπως αὐτό ἐξαγ­γέλλε­ται ἀπό τό ἀδιά­ψευ­στο στό­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που Λυ­τρω­τοῦ στή λε­γο­μέ­νη Πα­ρα­βολή τῆς Κρί­σε­ως, τήν ὁποί­α ἀκοῦμε στούς ἱε­ρούς να­ούς τήν Κυ­ρια­κή τῶν Ἀπό­κρε­ω: «Καί ἀπε­λεύ­σο­νται οὗτοι εἰς κό­λα­σιν αἰώνιον, οἱ δέ δί­καιοι εἰς ζω­ήν αἰώ­νιον»[1].

Στήν ἀρχή τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστο­ρί­ας, ὁ Θε­ός ἀπὸ ἀγάπη («ὑπερβολὴν ἀγαθότητος») φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὕπαρξη, κα­λώντας τον στὸ περιβάλλον τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, τ.ἔ. στήν κοι­νω­νί­α μέ τήν ἄκτι­στη Χά­ρη Του. Στό τέ­λος, ὅμως, τῆς Ἱστο­ρί­ας, ὁ ἄνθρω­πος ―κάνοντας χρήση τῆς ἰδικῆς του πλέον ἐλευθερίας βουλήσεως― ἀντι­με­τω­πί­ζει Πα­ρά­δει­σο καί Κό­λα­ση.

Ὡστό­σο, ἐρωτᾶται: ποιά μορ­φή θά ἔχει ὁ μελ­λοντι­κός καὶ προσ­δο­κώ­με­νος Παράδει­σος, καί ποιά ἡ Κό­λα­ση, στό τέ­λος τῆς Ἱστο­ρί­ας; Ὅπως θά δοῦμε ἐκτενῶς στά ἑπό­με­να, δέν πρό­κει­ται πε­ρί φυ­σικῶν καὶ ὑλικῶν πραγ­ματικο­τή­των, ἀφοῦ κα­τά τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου θά λά­βει χώ­ρα ἡ κα­τάρ­γη­ση τοῦ λε­γο­μέ­νου χω­ρο­χρό­νου, ἡ εἴσοδος τῆς αἰωνιότητας καί ἡ διαιώ­νι­ση τῆς ἔλλογης ζωῆς σέ μιά ἄλλη διά­σταση.

Στο πα­ρόν Κε­φά­λαιο θά γί­νει λό­γος γιά τόν πρῶτο Παρά­δει­σο στήν ἀρχή τῆς ἐπί­γειας Ἱστο­ρί­ας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας χώ­ρος αἰσθη­τός. Θά πα­ρα­τε­θοῦν ἐν προ­κει­μένῳ ὁρι­σμένα στοι­χεῖα, ὅπως μᾶς τά δια­σώ­ζει ἡ Γρα­φή καί ἡ ἐμπει­ρί­α τῶν ἁγί­ων Πα­τέ­ρων καί Ἑρμη­νευτῶν.

Ὅταν ἡ Γέ­νε­ση, τό πρῶτο βι­βλί­ο τῆς Παλαιᾶς Διαθή­κης, μᾶς ὁμι­λεῖ ―μὲ μία συμβολική γλῶσσα― γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἐννο­εῖ τόν πά­γκα­λο ἐκεῖνο ὑλικὸ τό­πο, τόν «κῆπο τῆς Ἐδέμ», τόν ὁποῖο «ἐφύ­τευ­σεν ὁ Θε­ός κατ᾿ Ἀνα­το­λάς»[2]. Ἀνα­φέ­ρε­ται, ἐπί­σης, ὅτι «πο­τα­μὸς ἐκπο­ρεύ­ε­ται ἐξ Ἐδέμ πο­τί­ζειν τόν Πα­ρά­δει­σον»[3]. Καί ὁ πο­τα­μὸς αὐτὸς χω­ρι­ζό­ταν σέ τέσ­σε­ρα ἄλλα πο­τά­μια[4] (σὲ σχῆμα σταυροῦ), τῶν ὁποί­ων τά ὀνό­μα­τα ἦταν: Φει­σών, Γη­ών, Τί­γρις καί Εὐφρά­της. Μέ­σα σ᾿ αὐτόν τόν αἰσθη­τό χῶρο τῆς μονα­δικῆς ὡραιό­τητος ἔζη­σαν οἱ πρῶτοι ἄνθρω­ποι, οἱ γε­νάρ­χες μας, οἱ Πρω­τό­πλα­στοι Ἀδάμ καί Εὔα, ὡς πρῶτοι κά­τοι­κοι τῆς γῆς, πλήρεις Χάριτος καὶ σοφίας παρὰ Θεοῦ· διέ­τρι­ψαν δέ ἐκεῖ ἕνα μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα (ὑπάρχουν ποι­κί­λες ἀπό­ψεις πε­ρί αὐτοῦ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας), πρίν ἀπό τήν Πτώ­ση καὶ τὴν ἔξω­σή τους, ἀπο­λαμ­βά­νο­ντας, ὄντες ἅγιοι καὶ παρθένοι, τά ὑλι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θά.



Β) Αισθητοσ και Νοητοσ



Πρίν ἀνα­φερ­θοῦμε κά­πως διεξο­δι­κώ­τε­ρα στή ζω­ή τοῦ πρώ­του ζεύ­γους τῶν ἀνθρώ­πων, στό πρῶτο ἐκεῖνο ἔκπαγλο ἐπί­γειο ἐνδιαί­τη­μά τους, θά συ­μπλη­ρώ­σου­με ὅτι ὁ Πα­ρά­δει­σος ἐκεῖνος, κατ᾿ ἀκρί­βειαν, δέν ἦταν μό­νο αἰσθη­τός, ἀλλά καί νοη­τός· ἦταν δηλ. δι­πλός, ὅπως ὁ ἄνθρω­πος εἶναι δι­πλὸς στὴ φύ­ση του (δι­σύν­θε­τος), ἀπο­τε­λού­με­νος ἀπό σῶμα καί ψυ­χή[5]. Ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός γρά­φει σχε­τι­κά: «Δι­πλοῦν οἶμαι (= νο­μί­ζω) τόν θεῖον Πα­ρά­δει­σον». Καί θά δοῦμε, μέ­σα ἀπό ἕνα ὡραῖο κεί­με­νο αὐτοῦ τοῦ πρυ­τά­νε­ως τῶν Θε­ο­λό­γων για­τί ὁ Πα­ρά­δει­σος ἦταν δι­πλός, αἰσθητός καί νο­η­τός: «Με­ρι­κοί, λοι­πόν, φα­ντάσθη­καν τόν Πα­ρά­δει­σο αἰσθη­τό, ἄλλοι πά­λι νο­η­τό. Ὅμως, ἐγώ νο­μί­ζω ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρω­πος εἶχε πλα­σθεῖ αἰσθη­τός καί συ­νά­μα νο­η­τός, ἔτσι ἔπρε­πε νά εἶναι καί ὁ ἱε­ρώ­τα­τος τό­πος του, αἰσθη­τός καί συ­νά­μα νοητός, καί ἔχο­ντας δι­πλῆ ἔμφα­ση· για­τί μέ τό σῶμα, ἐνῶ αὐλι­ζό­ταν στόν πο­λύ ὄμορ­φο καί θειό­τα­το χῶρο, κα­θώς δι­η­γη­θή­κα­με, μέ τήν ψυ­χή διέ­με­νε σέ ὑπέρ­τε­ρο καί ἀσύ­γκρι­το καί ὡραιό­τατο τό­πο, ἔχο­ντας ἐκεῖ ἔνοι­κο τόν Θε­ό καί αὐτόν ὡς λα­μπρό ἔνδυ­μα, πε­ρι­βε­βλη­μένος τή Χάρη Του καί ἀπο­λαμ­βά­νο­ντας τό μό­νο γλυ­κύ­τα­το καρ­πό τῆς θε­ω­ρί­ας Του σάν κά­ποιος ἄλλος ἄγγε­λος καί τρε­φόμε­νος μέ αὐτήν... Ἔτσι, διπλό νο­μί­ζω τόν Θεῖο πα­ρά­δει­σο»[6]. Στόν δι­πλό, λοι­πόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ ἄνθρω­πος, μέ τήν ὑλι­κή, χο­ϊ­κή του διά­στα­ση ἀπο­λάμ­βα­νε ὅλα τά ἀγα­θά τῆς γῆς, ἐνῶ μέ τήν κα­τά πνεῦμα ζω­ή του βί­ω­νε τό με­γα­λύ­τε­ρο ἀγα­θό, τήν κοι­νω­νί­α του μέ τόν Πλά­στη καί Δη­μιουρ­γό, ἀφοῦ τό με­γά­λο μυ­στι­κό ἐκεί­νου τοῦ ἐπι­γεί­ου Πα­ρα­δεί­σου ἦταν ὅτι σ᾿ αὐτόν «πε­ρι­πα­τοῦσε» (δηλ. ἦταν θετικῶς παρὼν ἀνθρωπομορφικὰ) ὁ Θε­ός[7]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μά­λι­στα, μποροῦμε νὰ ποῦμε Πατερικῶς ἦταν ἡ ὅλη ζω­ή τῆς ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ αὐτοῦ ἀνθρώ­που μέ­σα στήν Ἐδέμ.



Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν»



Στή συ­νέ­χεια, θά κά­νου­με μιά ἀνα­φο­ρά στό θέ­μα αὐτό τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», γιά νά δοῦμε πῶς ἑρμη­νεύ­ο­νται οἱ ὅροι αὐτοί Πα­τε­ρι­κά καί θε­ο­λο­γι­κά.

Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, μα­ζί μέ τόν Μ. Βα­σί­λειο καί τόν Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ὡς κατ᾿ εἰκό­να ἐκλαμβά­νει τό λο­γι­κόν ἤ νο­ε­ρόν»[8]. Ὁμοίως, ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός δι­δά­σκει ὅτι ἡ λο­γι­κή καί νο­ε­ρή ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι αὐτό πού ἀπο­κα­λοῦμε Θεί­α εἰκό­να, διό­τι τό «κατ᾿ εἰκό­να» φα­νε­ρώ­νει τή νο­ε­ρή καί αὐτε­ξού­σια φύ­ση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τήν κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­ση στήν ἀρε­τή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκό­να, τό νο­ε­ρόν δη­λοῖ καί τό αὐτε­ξού­σιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν τήν τῆς ἀρετῆς κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­σιν»[9]. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη μεταξὺ τῶν Πατέρων[10].

Ὡστό­σο, οἱ Θε­ο­λό­γοι γνω­ρί­ζουν ὅτι ὑπάρ­χει μί­α ποι­κι­λί­α ὁρι­σμῶν καί ἑρμη­νειῶν πε­ρί τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πα­τέ­ρων καί ἑρμη­νευτῶν. Ἄλλο­τε, τό «κατ᾿ εἰκό­να» ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που, στό «νο­ε­ρόν αὐτοῦ», ἄλλο­τε στό «βα­σι­λι­κόν» ἀξί­ω­μα καί τό αὐτε­ξού­σιον, ἄλλο­τε πά­λι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρω­πο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμ­με­τεῖχεν εἰς τήν εἰκό­να», εἶχε δη­μιουρ­γη­θεῖ «κατ᾿ εἰκό­να» τοῦ Θεί­ου Ἀρχε­τύ­που, Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐπι­ση­μαί­νει ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, μέ τήν ψυ­χή καί τό σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται»[11].

Εἶναι εὔκο­λο νά κα­τα­νο­ηθεῖ ὅτι τό «κατ᾿ εἰκό­να» ἐντο­πί­ζε­ται ―χω­ρίς, βεβαί­ως, νὰ ὁδη­γη­θοῦμε στὴν αἵρε­ση τῶν Ἀνθρω­πο­μορ­φιτῶν― καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που, ὅπως αὐτό ἐκφρά­ζε­ται στόν γνω­στό ἐκεῖνο ὕμνο τῆς ἐξο­δί­ου Ἀκο­λου­θί­ας, πού συ­νέ­τα­ξε ὁ ἅγιος Ἰω. ὁ Δα­μα­σκη­νός: «Θρηνῶ καί ὀδύ­ρο­μαι, ὅταν ἐννο­ή­σω τόν θά­να­τον καί ἴδω ἐν τοῖς τά­φοις κει­μέ­νην τήν κατ᾿ εἰκό­να Θε­οῦ φθα­ρεῖσαν ἡμῖν ὡραιό­τη­τα, ἄμορ­φον, ἄδο­ξον, μή ἔχου­σαν εἶδος». Καί αὐτό, βε­βαίως, λέ­γε­ται μέ δύ­ο ση­μα­σί­ες: «Πρῶτον, μέ τό ὅτι ὁ Λό­γος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἦλθε τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου ἐνην­θρώ­πη­σε, ὄντας τό πρω­τό­τυ­πο καί ἀρχέ­τυ­πο τοῦ ἀνθρώ­που, καί δεύτε­ρον, μέ τό ὅτι, ὅπως ὁ Θε­ός ζω­ο­ποιεῖ τήν κτί­ση ὁλό­κλη­ρη, ἔτσι καί ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που ζω­ο­ποιεῖ τό συ­νημ­μέ­νο σῶμα»[12].

Ἰδού ὁ λό­γος (ἕνας ἀπό τούς πολ­λούς), γιά τόν ὁποῖο ἡ Ὀρθο­δο­ξί­α, ὡς Σῶμα Χρι­στοῦ μέ­σα στόν κό­σμο, ἀντι­τί­θε­ται σθε­ναρῶς σέ κά­θε μορ­φή βί­ας πρός τό σῶμα (λ.χ. αὐτοκτονία) τοῦ ἀνθρώ­που (τό ὁποῖο, κα­τά τόν ἅγιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λαμᾶ, ἔχει «ἐνσημαι­νο­μέ­νας πνευ­μα­τι­κάς δια­θέ­σεις»), καί, κυ­ρί­ως, ἀπορ­ρί­πτει διαρ­ρή­δην τήν ξε­νό­φερ­τη πρα­κτικὴ τῆς καύ­σεως τῶν νε­κρῶν, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δια­τη­ρεῖ τό «κατ᾿ εἰκό­να» Θε­οῦ καί γί­νε­ται να­ός τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί ἑπο­μέ­νως, «εἴ τις τόν να­όν τοῦ Θε­οῦ φθεί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦτον ὁ Θε­ός»[13].

Ἐπί­σης, πρέ­πει νά ἐπι­ση­μαν­θεῖ, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος πλά­σθη­κε κα­τά τήν εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή τοῦ Λό­γου, τοῦ Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὅπως θε­ο­λο­γεῖ ὁ τῶν ἐθνῶν Δι­δά­σκα­λος Παῦλος, εἶναι «Εἰκών τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀο­ρά­του»[14]. Εἶναι, λοι­πόν, ὁ ἄνθρω­πος «εἰκο­νι­κό» ὄν, εἶναι εἰκό­να τῆς Εἰκόνος, καί ἔλα­βε τή δυ­νατό­τη­τα νά φθά­σει στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», νά ἑνωθῆ μέ τό Θεῖο Ἀρχέ­τυ­πό του, τὸν Λό­γο τοῦ Θε­οῦ Πα­τρός. Τό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να μὲ τοὺς Πα­τέ­ρες (ἅγιο Μά­ξι­μο Ὁμο­λο­γη­τή κ.ἄ.), μὲ τὴν κα­τὰ Χά­ρη θέ­ω­ση τοῦ ἀνθρώ­που, διό­τι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι δυ­νά­μει ὁμοί­ω­σις καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» εἶναι «ἐνερ­γείᾳ» εἰκό­να[15].

Ὡστό­σο, ὑπάρ­χει καί ἕνα θε­ολο­γι­κώτα­το χω­ρί­ο ἑνός Ὁσί­ου Πα­τρός τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τοῦ Με­λε­τί­ου τοῦ Γα­λη­σιώτου, στό ὁποῖο ἐκφρά­ζε­ται ἡ πραγ­ματι­κό­τη­τα, ὅτι ὁ Θε­ός ἔπλα­σε τόν ἄνθρω­πο κα­τά τήν εἰκό­να Του ἀκό­μη καί ὡς πρὸς τό σω­μα­τι­κό ἐπί­πε­δο, ὅπως δη­λα­δή θά ἐμφα­νι­ζό­ταν ὁ Λό­γος ἀργό­τε­ρα ὡς Θε­άν­θρω­πος μέ­σα στήν Ἱστο­ρί­α. Εἶναι, ὄντως, κα­τα­πλη­κτι­κή ἡ φρά­ση αὐτή τοῦ ἱεροῦ Πα­τρός, ἡ ὁποί­α μέ ποι­η­τι­κό τρό­πο φα­νε­ρώ­νει τή μεγά­λη ἀλή­θεια, ὅτι εἴμα­στε «εἰκό­νες» τοῦ Λόγου τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγι­νε ἄνθρω­πος ὅμοιος μέ μᾶς, πα­ρε­κτός τῆς ἁμαρ­τί­ας, καί ἔλα­βε τή δι­κή μας φύ­ση, γιά νά μᾶς ἐπα­να­φέ­ρει στό «πρω­τό­κτι­στον κάλ­λος», τό ὁποῖο διά τῆς ἁμαρ­τί­ας ἀπω­λέ­σα­με: «Καί τόν πρω­τό­πλα­στον Ἀδάμ, πρό τοῦ πε­σεῖν ὡς εἶχεν, ἐξεικο­νί­σας ἀκριβῶς, ὥσπερ Θε­ός ὀφθήσῃ»[16].

Ἦταν, λοι­πόν, με­γά­λη ἡ ἀξί­α πού ἔλα­βε ὁ ἄνθρω­πος ἀπό τόν Θεῖο Δη­μιουρ­γό Του, ὁ Ὁποῖος τόν τί­μη­σε μέ τήν εἰκό­να Του καί μέ τή δυ­νατότη­τα τῆς ἐν Χά­ρι­τι ὁμοιώ­σε­ως μέ Αὐτόν. Ὁ ἄνθρω­πος, κα­τά τόν Φω­στῆρα τῆς Δα­μα­σκοῦ, εἶναι σύν­δεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀο­ρά­του Φύ­σε­ως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκο­νο­μού­με­νον καί ἀλλα­χοῦ με­θι­στά­με­νον καί πέ­ρας τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τῇ πρός Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»[17], δη­λα­δή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο δια­τρί­βει ἐδῶ στόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ἀλλ᾿ ἔχει τήν προ­ο­πτι­κή τῆς μετα­στάσε­ως σέ ἕναν ἄλλο κό­σμο, καί τό τέ­λος αὐτοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου εἶναι ἡ θέ­ω­σή του μέ προσα­να­το­λι­σμό τόν Θε­ό (βλ. θε­ο­κε­ντρι­κό­τη­τα). Καί θε­ώ­νε­ται, βέ­βαια, μέ τή με­το­χή του στήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τοῦ Θε­οῦ, στή Θεί­α δόξα, χω­ρίς νά με­τα­βαί­νει στήν ἀμέ­θε­κτη Θεί­α οὐσί­α: «Θε­ού­με­νον δέ τῇ με­τοχῇ τῆς θεί­ας ἐλλάμ­ψε­ως καί οὐκ εἰς τήν θεί­αν με­θι­στά­με­νον οὐσί­αν»[18].



Δ) Η Εδεμικη Ζωη



Σχε­τι­κά μέ τόν πρῶτο Πα­ρά­δει­σο, ὁ ὁποῖος ἦταν, ὅπως εἴδα­με, «Θε­οῦ χερ­σίν, ἐν Ἐδέμ πε­φυ­τευ­μέ­νος, εὐφρο­σύ­νης καὶ θυ­μη­δί­ας ἁπά­σης τα­μεῖον»[19], μᾶς ἔχει προσφέ­ρει ὡραιό­τα­τες ἀνα­λύ­σεις καί ο ἄλλος Ἰω­άν­νης, ὁ χα­ρι­τώ­νυμος, ὁ «χρυσοῦς Δι­δάσκα­λος τῆς Ἐκκλη­σί­ας», ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος. Στίς θαυμά­σιες ὁμι­λί­ες του «Εἰς τήν Γέ­νεσιν», ὁ χρυ­σορρή­μων Πα­τήρ δέ­χε­ται κατ᾿ ἀρχήν χω­ρίς κα­μί­α ἀμφι­βο­λί­α ὅτι ὑπῆρξε ὄντως ὁ αἰσθη­τός πρῶτος Πα­ρά­δει­σος, προ­τρέ­πο­ντας μάλι­στα τούς ἀκρο­ατές του νά πι­στεύ­σουν ὅτι «καί πα­ρά­δει­σος γέ­γο­νε καί ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἔνθα ἡ Γρα­φή ἐπε­ση­μή­να­το»[20]. Θε­ω­ρεῖ, ἐπί­σης, ἀπα­ραί­τητο νά ἑρμη­νεύ­σει στό ποί­μνιό του κά­ποιες φρά­σεις τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ὅπως λ.χ. τό «ἐφύτευ­σεν», ὡς προ­στα­γή τοῦ Θε­οῦ γιά τή δη­μιουρ­γί­α τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, αἰτί­α γιά τήν ὁποί­α ὑπάρ­χουν στή Γρα­φή ἁπλο­ϊ­κές λέ­ξεις (οἱ λε­γό­με­νοι ἀνθρω­πο­μορ­φι­σμοί), ὅπως λ.χ. «ἔπλα­σεν», «ἐφύ­τευ­σεν» κ.ἄ., εἶναι ἡ δι­κή μας ἀδυ­ναμί­α νά συλ­λά­βου­με τά τοῦ Θε­οῦ: «Ἡ αἰτί­α τῆς τῶν λέ­ξε­ων πα­χύ­τη­τος, ἡ ἀσθέ­νεια τυγ­χά­νει ἡ ἡμε­τέ­ρα»[21].

Οἱ πε­ρι­γρα­φές τοῦ χρυ­σο­λό­γου Πα­τρός πε­ρί τῆς ἐπι­γεί­ου ζωῆς τῶν Πρω­το­πλά­στων μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο, κα­τά τή μα­κα­ρί­α ἐκείνη κα­τά­σταση εἶναι ὄντως ἐκπλη­κτι­κές, ἀφοῦ πα­ρου­σιά­ζε­ται μέ­σα ἀπό τόν καλ­λιε­πέ­στα­το λό­γο τοῦ «Βα­σι­λέ­ως τοῦ ἄμβωνος», ὅλος ἐκεῖνος ὁ τρό­πος καί ὁ βί­ος ὁ ὑψη­λός καί ἀγγε­λι­κός, μέσα στήν εὐλο­γη­μένη Ἐδέμ.

Ὑπάρ­χει μί­α σπου­δαί­α ἀνά­λυ­ση τῶν Χρυ­σο­στο­μικῶν κει­μέ­νων, τήν ὁποί­α κά­νει ὁ πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρος καί Κα­θη­γη­τής (ὁμό­τι­μος) τοῦ Α.Π.Θ., π. Θε­ό­δω­ρος Ζή­σης, στή δι­δα­κτο­ρι­κή του δια­τρι­βή γιά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο («Ἡ σωτη­ρί­α τοῦ ἀνθρώ­που καί τοῦ κό­σμου κα­τά τόν Ἅγιον Ἰω­άν­νην τόν Χρυ­σό­στο­μον», ἐκδ. Βρυέν­νιος, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1997), ὅπου παρου­σιά­ζε­ται ἀνά­γλυ­φα ἡ Πα­ρα­δεί­σια κα­τά­στα­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τά στοι­χεῖα πού τήν προσ­διό­ρι­ζαν. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι οἱ Πρω­τό­πλα­στοι ἦσαν ἐκτε­θει­μέ­νοι στή βί­ω­ση μιᾶς ἀνα­μάρ­τη­της φύ­σεως, ὅπως ἔχει εἰπω­θεῖ, καί αὐτό λέ­γε­ται μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖ, στόν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς, δέν εἶχαν οὐδε­μί­α σχέ­ση μέ ὅ,τι ἀπο­κα­λοῦμε ἁμαρ­τί­α, ἀστο­χί­α, κακό, ἀσθέ­νεια, παρέκ­κλι­ση.

Δέν ὑπῆρχε στούς πρώ­τους ἀνθρώ­πους τοῦ ἐπι­γεί­ου ἐνδιαι­τή­μα­τος γνώ­ση, γεύ­ση, αἴσθη­ση, ἐμπει­ρί­α, προ­πά­ντων ροπή πρός τήν ἁμαρ­τί­α, ἀλλά, κατά τήν ὡραί­α δια­τύ­πω­ση τοῦ ἁγί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀλε­ξαν­δρεί­ας, οἱ Πρω­τό­πλα­στοι «διε­τέ­λουν ἐν ἁγίᾳ καί τρι­σμα­κα­ρίᾳ ζωῇ». Ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ ἐπ᾿ ἀφθαρ­σίᾳ πλασθέ­ντος ἀνθρώ­που, βρι­σκό­ταν στό στά­διο τοῦ «δύνα­σθαι μή ἁμαρ­τά­νειν» (ἡ κα­λή χρή­ση τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου), μέ τήν προ­ο­πτική νά φθά­σει κά­πο­τε στό «μή δύ­να­σθαι ἁμαρ­τά­νειν»[22], δη­λα­δή στήν κατά­στα­ση τῆς θε­ώ­σε­ως.

Ἐπί­σης, δέν ὑπῆρχε στὸν ἀρχαῖο (πρῶτο) Πα­ρά­δει­σο γεύ­ση καί πεῖρα θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε με­τά τήν Πτώση, ὡς πα­ρά­σι­το, καρ­πός καί ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς πα­ρα­κοῆς. Οἱ Πρω­τό­πλα­στοι στόν ἐπί­γειο, τερ­πνό χῶρο τῆς πα­ροι­κί­ας τους, ζοῦσαν μιά ἄλη­κτη, ἀνέ­σπε­ρη καί ἀτε­λεύ­τη­τη κατάστα­ση, μιά ἰδανική, θά λέγα­με ζω­ή, καί ἦσαν ἀπαλ­λαγ­μέ­νοι ἀπό τήν παχύ­τη­τα τή βιο­λο­γι­κή τοῦ με­ταπτω­τικοῦ ἀνθρω­πί­νου σώ­μα­τος, μα­κριά ἀπό βά­σα­να, πι­κρί­ες, ἄγχη, δε­σμεύ­σεις τοῦ χώ­ρου καί τοῦ χρό­νου, φθο­ρά ψυ­χοσω­μα­τι­κή, ἀνά­γκες βιο­τι­κές, πε­ζό­τη­τα καί χο­ϊ­κό­τη­τα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ τρυ­φή καί ἡ με­το­χή τῶν ἐπου­ρα­νί­ων, ἡ συγ­γέ­νεια μέ τόν Θε­ό, πού ἦταν γι᾿ αὐτούς «εὐφροσύ­νη ἄλη­κτος καί ἀπό­λαυ­σις», ὅπως ψάλ­λου­με στήν Ὑμνο­λογί­α τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ κυ­ριαρ­χία ἐπί τῆς Φύ­σε­ως, τό «ἀρχι­κόν» τοῦ πρώ­του ἀνθρώ­που, γιά τό ὁποῖο κά­νει λό­γο ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, ἀνα­φε­ρό­με­νος στήν ὀνο­μα­το­θε­σί­α τῶν ζώ­ων πού ἔκα­νε ὁ Ἀδάμ ―σύμ­βο­λο δε­σπο­τεί­ας καί ἐξου­σί­ας τοῦ Λόγου ἐπί τῆς ἀλόγου Φύ­σε­ως― ἦταν, ἐπί­σης, ἕνα ἄλλο στοι­χεῖο, πού προσ­διόριζε τήν Ἐδε­μι­κή ζω­ή. Αὐτό, βε­βαί­ως, με­τά τήν Πτώ­ση χά­θη­κε (ἄν καί ὄχι πα­ντελῶς), ἀλλά βλέ­που­με τήν ἐπα­νά­κτησή του με­τέ­πει­τα στά πρόσω­πα τῶν θε­ου­μέ­νων Ἁγί­ων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἀνα­φέ­ρουν τά ἱε­ρά Συνα­ξά­ρια, ἀπο­κτοῦν –Χά­ρι­τι Θείᾳ– τήν κυ­ριαρ­χί­α ἐπί τῆς Φύσε­ως, τήν ἐξου­σί­α ἀκό­μη καί ἐπί τῶν θη­ρί­ων· πα­ρά­δειγ­μα τρα­νό, ὁ ἅγιος Σε­ρα­φείμ τοῦ Σα­ρώφ, ὁ ὁποῖος συ­να­να­στρε­φό­ταν ἄφο­βα μέ τήν ἀρκού­δα, ὁ ἅγιος Γε­ράσιμος ὁ Ἰορ­δα­νί­της, πού εἶχε κο­ντά του ἕνα λιο­ντά­ρι, καί πολ­λοί ἄλλοι Ἅγιοι μέ σχε­τι­κά θαυ­μα­στά κα­τορ­θώ­μα­τα, πού μᾶς πα­ρα­πέ­μπουν στήν προπτω­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ Ἀδάμ.

Πέ­ρα ἀπό ὅλα αὐτά, οἱ Πρωτό­πλα­στοι στόν Πα­ρά­δει­σο ἦταν ὁμο­δί­αι­τοι τῶν Ἀγγέ­λων, ὅπως ὡραιό­τα­τα τό ἐκφρά­ζει καί πά­λι ἡ Υ­μνογρα­φί­α («καί Ἀγγέ­λοις ὁμο­δί­αι­τον»), συγ­γε­νεύ­ο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τόν ἐπου­ρά­νιο κό­σμο, πα­ρά μέ τόν ἐπί­γειο.

Τό με­γα­λύ­τε­ρο, ὅμως, ἀγα­θό, τό ὑψη­λό­τε­ρο, θά λέ­γα­με, καί πολυτιμό­τε­ρο στοι­χεῖο τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ζωῆς τοῦ ἀρχεγόνου ἀνθρώπου ἦταν ἡ παρ­ρη­σί­α του πρός τόν Θε­ό καί ἡ αἴσθη­ση τῆς συγ­γε­νεί­ας μα­ζί Του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος πλά­σθη­κε «κατ᾿ εἰκόνα» Θε­οῦ, μέ προ­ο­ρι­σμό νά φθά­ση στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τε­λειού­με­νος ἐλευθέρως καὶ στα­δια­κῶς.



Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα



Καί ὅμως! Ὅλα αὐτά τά Θεῖα δω­ρή­μα­τα ὁ ἄνθρω­πος δέν τά ἀξιο­ποί­η­σε· δέν φά­νη­κε ἄξιος τῶν Χα­ρισμά­των τοῦ Θε­οῦ, δέν τί­μη­σε τόν τι­μή­σα­ντα αὐτόν πάν­σο­φο καί Θεῖο Δη­μιουργό! Ὁ πρῶτος καί ἄρι­στος καλ­λι­τέ­χνης, κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, ὁ «ἀρι­στο­τέ­χνης» Θε­ός, βρί­σκεται τώ­ρα πρό τῆς ἀνταρ­σί­ας τοῦ λογικοῦ πλά­σμα­τός Του, τῆς κο­ρω­νί­δος τῆς Θεί­ας δη­μιουρ­γί­ας Του μέ­σα στήν Ἐδέμ. Καί ἐνῶ πα­ρεῖχε στόν ἄνθρω­πο ὅλα τά ἀγα­θά καί τά μέ­σα πρός τή θέ­ω­ση, τά «αἰνίγ­μα­τα», τόν «ἀῤῥαβῶνα» τῆς ἀθα­να­σί­ας, πού ἦταν, ὅπως πε­ρι­γρά­φη­κε στὰ προ­η­γού­με­να, «ἡ πρός τόν Θε­όν ὁμι­λί­α, τό ἀτα­λαί­πω­ρον τῆς ζωῆς, τό λύ­πης καί φρο­ντί­δων ἀπηλ­λά­χθαι καί πό­νων καί τῶν ἄλλων τῶν ἐπι­κή­ρων»[23], μέ σκο­πό τήν ἀξιο­ποί­η­ση ὅλων αὐτῶν ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀνθρώ­που, ὥστε νά γί­νει ἔπει­τα δε­κτι­κός στα­δια­κά ― παι­δα­γω­γού­με­νος καί διὰ τῆς δικῆς του ἑκού­σιας συμ­βολῆς― καί τῶν μει­ζό­νων ἀγαθῶν, ἐν τού­τοις ὁ ἄνθρω­πος κα­τέ­στη ἀνά­ξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς. Ὅλα τά ἀνέ­τρε­ψε τό συ­ντα­ρα­κτι­κό γε­γο­νός τῆς Πτώ­σεως, τῆς ἀνταρ­σί­ας, ἀστο­χί­ας καί ἀπο­τυ­χί­ας τοῦ ἀνθρώ­που νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», δηλ. τῆς κακῆς χρή­σης τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του· μέ ἄλλα λό­για, τῆς Ὕβρε­ως αὐτῆς ἐνα­ντί­ον τοῦ Θε­οῦ, τῆς κι­νή­σε­ως πρός τήν Ἑω­σφο­ρι­κή «ἰσο­θε­ΐ­α», αὐτό­νο­μα, ἐγω­ϊ­­κά καί λά­θρα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀδάμ, ὑπο­χω­ρώ­ντας στήν ὑπο­βο­λή τοῦ «ἀρχεκά­κου ὄφε­ως», τοῦ δια­βό­λου, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ψευδῶς στούς Πρω­το­πλά­στους ὅτι «ἔσε­σθε ὡς θε­οί»[24], θέ­λη­σε νά γί­νει μό­νος του θε­ός, ὄχι ὅπως ἦταν προ­ο­ρι­σμέ­νος νά γί­νει, σέ κοι­νω­νί­α μέ τόν Ἴδιο τόν Θε­ό ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ· ἐπέ­λε­ξε τήν αὐτο­θέ­ωση καί ὄχι τήν ἐν ὑπα­κοῇ θέ­ω­ση. Καί, συ­νεπῶς, ἀντὶ τῆς πνευ­μα­τικῆς ἀνυ­ψώ­σε­ώς του, ἐξέ­πε­σε, ἀφοῦ «τό χεῖρον καί μή ὄν τοῦ κρείτ­το­νος καί ὄντος ἑκών ἀντηλ­λά­ξα­το», κα­τά τόν θε­ο­φό­ρο Μά­ξι­μο τὸν Ὁμο­λο­γη­τή[25].

Ἡ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ Ἀδάμ, γιὰ τὴν ὁποία ἀκοῦμε συ­χνὰ τὴν Ἐκκλη­σί­α νὰ κά­νει λό­γο ἰδί­ως μέ­σα ἀπὸ τὰ ὑμνο­λο­γι­κὰ καὶ ἄλλα κεί­με­νά της, καὶ ὁ ἐκ τῆς παρα­κοῆς σκο­τα­σμὸς τοῦ νοῦ, εἶχαν ὡς συ­νέ­πεια τὴ με­ρικὴ ἄρση τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἀπὸ τὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­ρή­κο­ου ἀνθρώ­που, δηλ. τὴν ἀμαύ­ρω­ση ἤ ζό­φω­ση, ὅπως λέγεται θεολογικά, τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καὶ τὴν ἀλλο­τρί­ω­σή του ἀπὸ τοῦ Θε­οῦ: «Μετέ­λα­βον τῆς εἰκό­νος καὶ οὐκ ἐφύ­λα­ξα», θὰ πεῖ θρη­νη­τι­κὰ ὁ Θε­ο­λό­γος Γρηγό­ριος[26]. Καὶ ἡ Ἁγί­α μας Ἐκκλη­σί­α θὰ ψάλει στοὺς Αἴνους τῆς Κυριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς: «Οἴμοι ὁ Ἀδάμ, ἐν θρή­νω κέ­κρα­γεν, ὅτι ὄφις καὶ γυ­νή, θε­ϊκῆς παῤῥη­σί­ας με ἔξωσαν, καὶ Πα­ρα­δεί­σου τῆς τρυφῆς ξύ­λου βρῶσις ἠλλο­τρί­ω­σεν».

Ἡ βρώ­ση στον Παράδεισο, τοῦ ἀπα­γο­ρευ­μέ­νου καρ­ποῦ (ποὺ μόνο μὲ μιὰ ἄλλη βρώση, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δύναται νὰ ἀναιρεθῆ), γιὰ τὴν ὁποί­α κά­νει λό­γο ἡ σχε­τι­κή δι­ή­γη­ση τῆς Γραφῆς, ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπὸ τοὺς Πα­τέ­ρες ὡς ἄκαι­ρη καὶ ἀνώ­ρι­μη ―λόγῳ βί­αι­ης καὶ πλε­ο­νε­κτικῆς ἐκζη­τή­σε­ως τῆς ἀπο­κτή­σε­ως μιᾶς τα­χεί­ας καὶ εὔκο­λης ὑπερ­φυ­σικῆς πα­ντο­δυ­να­μί­ας― «γεύ­ση» τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ, στὴν ὁποί­α θὰ ἔφθα­νε ὁ ἄνθρω­πος, μὲ τὴ Θεί­α συ­νέρ­γεια, ἀγω­νι­ζό­με­νος στα­δια­κά: «Θε­ω­ρί­α ἦν τὸ φυ­τόν», ὅπως μᾶς ἐπι­ση­μαί­νει ὁ ἅγιος Γρηγό­ριος, ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἐπώ­νυμος[27].

Ἡ Γρα­φή ὁμι­λεῖ καὶ γιὰ τὰ δύ­ο «δέν­δρα», τὰ ὁποῖα βρί­σκο­νταν στὸ κέ­ντρο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, καὶ στὰ ὁποῖα προσ­δί­δε­ται μί­α ἰδιαί­τε­ρη ση­μα­σί­α: «τὸ ξύ­λον τῆς ζωῆς ἐν μέ­σῳ τοῦ πα­ρα­δεί­σου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέ­ναι γνω­στόν κα­λοῦ καὶ πο­νη­ροῦ»[28]. Ἡ ἀπα­γό­ρευ­ση, ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ, τῆς βρώ­σε­ως τοῦ δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ δὲν ἦταν, πα­ρὰ μί­α δο­κι­μα­σί­α τῆς ἐλευ­θερίας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που, ἀλλ᾿ ἀπο­τε­λοῦσε καὶ μί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση γιὰ τὸν ἐκ τῆς πα­ρα­κοῆς ἐπερ­χό­με­νο πνευματικὸ καὶ σωματικὸ θά­να­το: «Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φά­γη­τε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θα­νάτῳ ἀπο­θα­νεῖσθε»[29]. Τὸ «δέν­δρο τῆς γνώ­σε­ως», οὔτε φυ­τεύ­τη­κε μὲ κα­κό σκο­πό, οὔτε ἀπα­γο­ρεύ­τη­κε ἀπό φθό­νο, ὅπως ἐπεξηγεῖ Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζιαν­ζη­νός, ἀλλά ἦταν κα­λό, ὅταν τὸ δο­κί­μα­ζε κα­νεὶς στὸν κα­τάλ­λη­λο «και­ρόν»: «Τὸ δέ ἦν τὸ ξύ­λον τῆς γνώ­σε­ως, οὔτε φυ­τευ­θέν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπα­γο­ρευ­θὲν φθο­νερῶς... Ἀλλὰ κα­λὸν μέν, εὐκαί­ρως με­τα­λαμ­βα­νό­με­νον»[30]. Για­τὶ μί­α γνώ­ση (πού, ὁπωσ­δή­πο­τε, συ­νι­στᾶ δύ­να­μη) στὰ χέ­ρια μιᾶς ἀνώ­ριμης ψυ­χικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ὕπαρ­ξης ἀπο­τε­λεῖ ἐπι­κίν­δυ­νο ὅπλο, τό­σο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς γύρω της. Ἕνα τρο­πά­ριο τοῦ Κα­νό­να τῆς ἑορ­τῆς τῆς Ὑψώ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ διατυ­πώ­νει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «Ἔλυ­σε πρό­σταγμα Θε­οῦ πα­ρα­κο­ή, καί ξύ­λον ἤνε­γκε θά­να­τον βροτοῖς, τό μή εὐκαί­ρως με­τα­ληφθέν».

Ἡ βρώ­ση τοῦ «δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως» ἔδι­νε, λοι­πόν, γνω­στι­κή δύ­να­μη στὴν ἀνθρώπινη φύ­ση μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι κα­λό μὲν γιά τούς τελεί­ους (ὅπως ἔπρε­πε νά φθάσει ὁ Ἀδάμ, ὁδεύ­ο­ντας στα­διακά πρός τή θέ­ω­ση), ἀλλά κα­κό καί ἐπι­βλα­βές γιά τούς ἀτε­λε­στέ­ρους καί μή προ­ε­τοι­μασμέ­νους κα­τάλ­ληλα πρός τοῦτο, ὅπως εἶναι ἐπι­βλα­βής ἡ στε­ρε­ά τρο­φή στό βρέ­φος, πού ἀκό­μη ἔχει τήν ἀνά­γκη τοῦ γά­λακτος, σύμ­φω­να μὲ τὸν Παύ­λειο λό­γο. Ἦταν, συ­νεπῶς, ἕνα δο­κι­μα­στή­ριο καί μί­α ἄσκη­ση ἀρετῆς καί ἐλευ­θε­ρί­ας γιά τόν ἄνθρω­πο, μέ­σα ἀπό τήν ὁποί­α θά φαι­νό­ταν ἡ κα­λή ἤ κα­κή χρή­ση τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του. Καί τά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα γνω­στά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος, λόγῳ ἀμελείας (κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο) ἤ «ἀτονίας τῆς προαιρέσεώς του» (κατὰ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή), πα­ρή­κου­σε, ἀπέ­τυ­χε, ἀστό­χη­σε καὶ ἐξέ­πε­σε. «Ἀντί ὁ ἀτε­λής ἄνθρω­πος, ὁ νή­πιος, νά πά­ρη τό δρό­μο τῆς προ­κοπῆς καί τῆς τε­λεί­ω­σης, γιά νά γί­νει θε­ός κα­τά Χά­ρη, ἐπα­να­στατεῖ καί βά­ζει κα­τά φα­ντα­σί­α στό δρό­μο τοῦ Θε­οῦ τόν ἑαυ­τό του»[31]. Αὐτή ἡ ἀπο­τυ­χί­α, δηλ. ὁ ἀτο­μο­κε­ντρι­σμός, ὁδή­γη­σε μοι­ραῖα στή δια­κο­πή τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό καί τήν ἀπο­μά­κρυν­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων ἀπό τόν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς, ὥστε νά μή γεύ­ο­νται (ἀναξί­ως) καὶ ἀπό τό ἄλλο δέν­δρο, τῆς «ζωῆς» (δηλ. τῆς ἀθα­να­σί­ας), καί ἔτσι διαιω­νί­ζε­ται ἡ ἁμαρ­τί­α καί τό κα­κό: «ἵνα μή τό κα­κόν ἀθά­να­τον γέ­νηται», ὅπως χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ λέ­γει ἡ γνω­στή Εὐχή τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου. Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, μάλι­στα, θά ὑπο­γραμ­μί­σει ὅτι κερ­δί­ζει ὁ Ἀδάμ ἀπό αὐτό, δη­λα­δή τήν ἔξο­δό του ἀπό τόν Πα­ράδει­σο, τό ὅτι ἔγι­νε θνη­τός καί ἔτσι δια­κό­πτε­ται βιαί­ως ἡ ἁμαρ­τί­α· κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ἡ τι­μω­ρί­α ἀπο­βαί­νει φι­λαν­θρω­πί­α, διό­τι, σύμ­φω­να μὲ τόν προ­ει­ρη­μέ­νο ἱερὸ Πα­τέ­ρα, τι­μωρεῖ μὲν ὁ Θε­ός, ἀλλὰ μέ­σα ἀπό τή φι­λαν­θρω­πί­α καί τήν πα­να­γά­πη Του[32]!

Ὡστό­σο, διά τῆς Πτώ­σε­ως εἰσῆλθε ὁ θά­να­τος στό ἀνθρώ­πι­νο γέ­νος, σύμ­φω­να μέ τήν προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος θά­να­τος, βε­βαί­ως, δέν εἶναι δη­μιούρ­γημα τοῦ Θε­οῦ· καί πε­ρί αὐτοῦ μᾶς δια­βε­βαιώ­νει πά­λι ἡ ἴδια ἡ Ἁγί­α Γρα­φή («Ὁ Θε­ός θά­να­τον οὐκ ἐποί­η­σε»)[33]. Ἀλλ᾿ ἡ πα­ρα­κο­ή κατέστη­σε τόν ἄνθρω­πο θνη­τό, ἐνῶ ἀρχι­κά ὁ Θε­ός τόν ἔπλα­σε «οὔτε ἀθά­να­τον, οὔτε μή θνη­τόν, ἀλλά δε­κτι­κόν ἀμφο­τέ­ρων»[34], τ.ἔ. μέ τή δυνατό­τη­τα τῆς ἀθα­να­σί­ας, πού θά ἐλάμβανε κα­τό­πιν ἀπό τόν Θε­όν. Ἔκτο­τε, ὅπως εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ, στό ἀνθρώ­πι­νο γέ­νος ὑφέρ­πει ὁ θά­να­τος, ὁ τρο­με­ρός αὐτός δρεπα­νο­φό­ρος δη­μο­κρά­της, ὁ ὁποῖος οὔτε νε­ό­τη­τα ἀπο­στρέ­φε­ται, οὔτε πλού­σιο, οὔτε ἀξιω­μα­τι­κό ἤ ἐν ἐξου­σί­αις ὑπε­ρέ­χο­ντα, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅλων ἐπέρ­χε­ται τρομερός καί φο­βε­ρός τήν ὄψη, γιά νά χω­ρί­σει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, καί, ἀφοῦ λά­βει τήν ψυ­χή, ἀφή­νει τό σῶμα, γιά νά τα­φεῖ καί νά ἀπο­δώ­σει τό ὀφειλό­με­νο χρέ­ος στή γῆ[35].

Ἀλλο­τρί­ω­ση Θε­οῦ, τραυ­μα­τι­σμός τοῦ ἀνθρω­πί­νου γέ­νους ὑπό τῆς ἁμαρ­τί­ας, φθορά, ἐξο­ρί­α καὶ θά­να­τος εἶναι, λοι­πόν, τά τρο­με­ρά δει­νά, πού ἀκο­λού­θη­σαν τήν Πτώ­ση τοῦ Ἀδάμ, ὅπως πε­ρι­γρά­φο­νται λυ­ρι­κώτα­τα σέ ἕνα Προ­σό­μοιο τοῦ Α’ Ἤχου, στή λεγο­μέ­νη Πα­ρα­κλη­τι­κή ἤ Ὀκτώ­η­χο: «Ξύ­λου βρώ­σει τέ­θνηκα πο­τέ, συμ­βου­λί­α ὄφε­ως, συ­νε­παρ­θεὶς καί ἐξό­ρι­στος τῆς θεί­ας δό­ξης σου, γε­γο­νώς ὁ τά­λας· διό τεθα­νά­τω­μαι, ὑπό τῆς ἁμαρ­τί­ας ὁ δεί­λαιος· λοι­πόν Φι­λάν­θρωπε, σύ ὡς μό­νος εὐδιάλ­λα­κτος, Πα­ρα­δεί­σου οἰκή­το­ρα ποί­ησον»[36].

Εἶναι, ὡστό­σο, χρή­σι­μο, νά ἐπι­ση­μά­νου­με ὅτι ἡ Πτώ­ση, ἡ ὁποί­α ἐκλαμ­βά­νε­ται ὡς ἁμαρ­τί­α, ἀστο­χί­α, πα­ρα­κο­ή, λή­θη καὶ ὕβρις κα­τά τοῦ Θε­οῦ, αὐτο­νο­μί­α τοῦ ἀνθρώ­που καί κί­νη­ση πρός τήν ἰσο­θε­ΐ­α, με­ταδόθη­κε ὡς ἕνα εἶδος (φυσικοῦ) συνδρόμου[37] στό ἀνθρώ­πι­νο γένος μέ τίς φο­βε­ρές της συ­νέ­πειες (ἐγωισμός, ἔνστικτο αὐτοσυντήρης[38], ἐπιθετικότητα[39], ἐφάμαρτα πάθη, ἰδίως τῆς φιληδονίας, φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας[40])· καί ὅλες αὐτές συ­νο­ψί­ζο­νται μὲ θε­ο­λο­γικὴ γλῶσσα στὴ φθο­ρά καί τὴ θνη­τότη­τα. Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά δει­νά τῆς τρα­γικῆς συ­γκρού­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό εἰσόρ­μη­σαν στήν πτω­τι­κή, νο­σοῦσα πλέον, φύ­ση μας. Ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦλος, μέ πο­λύ λί­γες λέ­ξεις, τό δια­τυ­πώ­νει ἄρι­στα: «Πά­ντες ἥμαρ­τον καί ὑστε­ροῦνται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ»[41].

Δέν πρό­κει­ται πε­ρί κλη­ρο­νο­μικῆς ἐνοχῆς, ὅπως τὸ ἑρμή­νευ­σε καὶ πι­στεύ­ει ἡ ἀποκλίνουσα Δύση, ἀλλά πε­ρί κλη­ρο­νο­μή­σεως μό­νο τῶν συ­νε­πειῶν τῆς Πτώ­σε­ως· μὲ ἄλλα λό­για, πρόκειται πε­ρί ἀσθε­νεί­ας τῆς φύ­σε­ώς μας, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ ὁποία ἀποκαθίσταται στὴν προπτωτική της κατάσταση μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (ἔτσι αἰτιολογεῖται καὶ ὁ Νηπιοβαπτισμός), ὅπως δέχο­νται οἱ Ἀνα­το­λι­κοί Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας (Ἰω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος κ.ἄ). Πο­λύ ρω­μα­λέα μά­λι­στα, θά λέγα­με, τό ἐκφρά­ζει ὁ ἅγιος Κύ­ριλ­λος, ὁ ὑπέρ­μα­χος τῆς Θε­ο­τό­κου καί Πατριάρχης τῆς Ἀλε­ξαν­δρείας: «Νε­νό­ση­κεν οὖν ἡ φύ­σις τήν ἁμαρ­τί­αν, διά τῆς πα­ρα­κοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέ­στιν Ἀδάμ...»[42]. Ἀσθέ­νη­σε, λοι­πόν, ἡ φύ­ση μας καί «με­τα­ξύ τῶν κλη­ρο­νο­μικῶν ἀσθε­νειῶν τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ἀσφαλῶς δέ ἡ βά­σις ὅλων τῶν ἀσθε­νειῶν ἐν γέ­νει, εἶναι ἡ φθο­ρά καί ὁ θά­νατος, δι᾿ ὧν ὁ σα­τανᾶς καί ἡ ἁμαρ­τί­α βα­σι­λεύ­ουν. Μό­νον ὁ Χρι­στός δι᾿ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἐκ Παρ­θέ­νου ἐγεν­νή­θη ἐκτός τῆς τυ­ραν­νί­δος τοῦ δια­βό­λου»[43].

Ἔκτο­τε, πολ­λά μέ­σα χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ πα­νά­γιος καὶ πα­νά­γα­θος Θε­ός πρός θε­ρα­πεί­α τῆς νο­σού­σης, πτω­τικῆς, ἀνθρω­πό­τητας, ἡ ὁποί­α, τε­λικῶς, διά τῆς Ἐνσάρ­κου Οἰκο­νο­μί­ας τοῦ Μο­νογε­νοῦς Υἱοῦ τοῦ Θε­οῦ, ἔλα­βε τό «σω­τή­ριον φάρ­μακον», τήν ἴα­ση, ἀνά­πλα­ση καί ἀπο­λύ­τρω­ση «ἐν Χρι­στῷ» Ἰη­σοῦ καί διά τῆς Ἐκκλη­σί­ας Του. Δέν θά προ­βοῦμε ἐν προ­κει­μένῳ σέ ἀνα­λύ­σεις γύ­ρω ἀπό τό ζή­τη­μα τῆς σωτη­ρίας, ἀφοῦ τό­σα ἔχουν γρα­φεῖ ἐπ᾿ αὐτοῦ. Ση­μα­σί­α ἔχει τό γε­γο­νός ὅτι, ἀφοῦ ἐκπέ­σα­με καί ἀπω­λέ­σα­με τόν «πρωτολογικὸ» (ἐπί­γειο) Πα­ρά­δεισο, γιά τόν ὁποῖο ἔγι­νε ἀνα­φο­ρά στά προ­η­γού­με­να, κα­λού­με­θα τώ­ρα νὰ ὁδεύ­σου­με ―ἐξ αἰτίας τοῦ Θεί­ου ἐλέ­ους― πρός ἀπό­κτη­ση τοῦ «ἐσχατολογικοῦ» (ἐπου­ρα­νί­ου) Πα­ρα­δείσου, τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐρανῶν.

Κλεί­νο­ντας τό πρῶτο Κε­φά­λαιο τοῦ βι­βλί­ου αὐτοῦ, θεωροῦ­με σκό­πι­μο νά το­νί­σου­με ὅτι κρίναμε χρή­σιμη τὴν κά­πως διε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τοῦ πρώ­του αὐτοῦ ἐπι­γεί­ου Πα­ρα­δεί­σου καί τῶν στοι­χεί­ων τῆς ζωῆς τῶν κα­τοί­κων του, οἱ ὁποῖοι, με­τά τήν ἔξω­σή τους καί τήν ἀπώ­λεια τό­σων ἀγαθῶν, ἔκλαι­γαν καί στέ­να­ζαν, καί μα­ζί μέ αὐτούς ὅλη ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα, ὅπως τό πα­ρου­σιάζει στό Συ­να­ξά­ριο τῆς Κυ­ριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς ἡ Ἐκκλη­σί­α μας: «Κό­σμος γε­νάρ­χαις πι­κρά συνθρη­νη­σά­τω, βρώ­σει γλυ­κείᾳ συ­μπε­σών πε­πτω­κό­σι». Αὐτή, λοιπόν, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Πα­ρα­δεί­σου (ἡ ὡραιό­τη­τα τοῦ ὁποί­ου ἦταν σύμ­φυ­τη μέ τήν ψυ­χι­κή ὡραιό­τη­τα τοῦ πρώτου ἀνθρώ­που) ἔγι­νε μέ σκο­πό νά δη­μιουρ­γη­θεῖ στίς ψυ­χές ὅλων (συγ­γρα­φέως καί ἀνα­γνω­στῶν) μί­α γλυ­κυ­τάτη νο­σταλ­γί­α πρός τό ἀπώ­τε­ρο πα­ρελ­θόν, πρός τόν χαμέ­νο Πα­ρά­δει­σο, καί μί­α ἱε­ρά ἐπι­θυ­μί­α, ἐνα­τέ­νι­ση καί ἐπι­πό­θη­ση τοῦ προσ­δω­κο­μέ­νου οὐρα­νί­ου, πλέ­ον, Πα­ρα­δεί­σου (Regnum Caelorum)[44], στόν ὁποῖο μᾶς κα­λεῖ ὁ Θε­ός στὰ Ἔσχα­τα· τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, πού εἶναι ἡ ἀτε­λεύ­τη­τη Βα­σι­λεί­α Του, ἡ ὁποί­α, ὅμως, ἀπό ἐδῶ ἤδη βιώ­νε­ται, ὄντας «ἐντός ἡμῶν»[45].

Ὁ ἀγα­πη­τός, λοι­πόν, ἀνα­γνώ­στης, στό πρῶτο Κε­φά­λαιο τοῦ παρό­ντος πο­νή­μα­τος, μα­θαί­νει συ­νο­πτικῶς γιά τόν πρῶτο Πα­ρά­δει­σο. Δια­ζωγρα­φί­ζε­ται ἐνώπιόν του ―μέ­σα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν Πα­τε­ρικῶν θη­σαυ­ρι­σμά­των― τό «θε­ό­κτι­στον σκή­νω­μα», ὅπως τόν ὀνο­μά­ζει ἡ Ὑμνο­λογί­α, δηλ. ὁ «πα­νά­ρε­τος, πανά­γιος, πα­νόλ­βιος»[46] Πα­ράδει­σος τῆς Ἐδέμ. Σέ ἄλλες σε­λί­δες θὰ πα­ρα­θέ­σου­με, «ὅσον ἔνε­στι», ἐνώ­πιον τῶν ὀφθαλ­μῶν τῆς ψυχῆς μας τὴν «ἄῤῥη­τον εὐφρο­σύ­νην» καὶ «τὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καλλονὴν»[47] τοῦ οὐρα­νί­ου Πα­ρα­δεί­σου, ὅπου καὶ ἡ «ὑπέρ­καλ­λος ἀγλα­ΐ­α»[48], τό Θεῖο, ἄκτι­στο, ἐνυ­πόστα­το Φῶς τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ, εἰς τοῦ Ὁποί­ου τή θέ­α καί τὴ Δό­ξα θά εἶναι ἐκτε­θει­μέ­νοι εἰς τό δι­η­νε­κές ὅλοι ὅσοι ἀξιω­θοῦν τῆς ἀκα­τα­λή­κτου ἐκεί­νης τρυφῆς καί πνευ­μα­τικῆς τροφῆς, γνώ­σε­ως καί μεθέ­ξε­ως, ἀπο­λαύ­σε­ως καί ἐνο­ρά­σε­ως, «οὐκ ἐν ἐσό­πτρῳ καί ἐν αἰνίγ­μα­τι, ἀλλά πρό­σω­πον πρός πρό­σω­πον»[49].





--------------------------------------------------------------------------------


[1] Ματ­θ. 25.


[2] Γέν. 2, 8.


[3] Γεν. 2, 10.


[4] Γιὰ τὴ σημασία τῶν ποταμῶν γενικὰ στὶς διάφορες θρησκεῖες βλ. Γεν. 2, 10. 15, 18, Ἐξ. 1, 22. 4, 9. 7, 15, Ψαλμ. 45, 5, Ματθ. 3, 6, Ἰω. 7, 38, Ἀποκ. 8, 10. 9, 14. 12, 15-16. 16, 4. 12. 22, 1. Ἡ εἰκόνα τοῦ ποταμοῦ χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Θεολογία, γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος: πηγὴ (Θ. Πατήρ), ποτάμι (Θ. Λόγος) καὶ νερό (Ἅγιο Πνεῦμα). Στὸν Ὅμηρο ἀπαντῶνται οἱ ποταμοὶ Ἀχέρων (= ποτάμι τῆς στενοχώριας καὶ τῆς θλίψης), Κωκυτὸς (= ποταμὸς τῶν κλαυθμῶν καὶ τῶν θρηνητικῶν κραυγῶν), Πυριφλεγέθων (= πύρινο ποτάμι) [πρβλ. «λίμνη τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14)] καὶ ἡ Στὺξ (= ποτάμι τοῦ μίσους), ὅπως καὶ οἱ Ὠκεανός καὶ ὁ ποταμὸς τῆς Λήθης (Πλάτων, Φαίδων 112e, 113c). Πρβλ. Ἰω. Χρυσ., «Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸν βίον» Β’, 74Β, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τ. 13, σ. 32, R. Panikkar, “The Jordan, the Tiber, and the Ganges: Three Kairological Moments of Christic Self-Consciousness”, in: The Myth of Christian Uniqueness, ἐπιμ. John Hick & Paul Knitter, ἐκδ. Orbis Books, Maryknoll, New York 1987.


[5] Γέν. 2, 7: «Καί ἔπλα­σεν ὁ Θε­ός τόν ἄνθρω­πον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνε­φύ­ση­σεν εἰς τό πρό­σω­πον αὐτοῦ πνο­ήν ζωῆς, καί ἐγέ­νε­το ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυ­χήν ζῶσαν».


[6] Ἔκδο­σις…….., σ. 145-147.


[7] Γέν. 3, 8. Βλ. Μη­τρ. Ἱε­ρε­μί­α Φού­ντα, Ἑρμη­νεί­α Π.Δ., Γέ­νε­σις, σ. 31.


[8] Βλ. Σ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που κα­τά τόν Ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, ἐκδ. Ἀπο­στο­λι­κή Διακο­νί­α, Ἀθήνα 2000, σ. 53.


[9] Ἔκδο­σις…., σ. 150.


[10] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ 3, ΜPG 25, 101 Β. 6, ΜPG 25, 105 C, Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΜΗ’ Ψαλμὸν 8, ΜPG 29, 449 BC, Εἰς τὸ ‘Πρόσεχε σεαυτῷ’ 6, ΜPG 31, 212 BC, Περὶ εὐχαριστίας 2, ΜPG 31, 221 C, Ὁμιλία ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ 5, ΜPG 31, 317 Α, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6, ΜPG 31, 344 BC, Ὅροι κατὰ πλάτος 2, 3, ΜPG 31, 913 Β, Ἐπιστολὴ 233, Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι 1, ΜPG 32, 864 C, Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 11, ΜPG 44, 156 Β. 12, ΜPG 44, 161 C. 164 Α. 16, ΜPG 44, 184 Β. 185 C, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας 5, ΜPG 45, 24 C. 21, ΜPG 45, 57 CD, Περὶ παρθενίας 12, ΜPG 46, 369 C, Κωνσταντίνου διακόνου, Ἐγκώμιον εἰς πάντας τοὺς ἁγίους ἐνδόξους καὶ πανευφήμους μάρτυρας τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην ἀθλήσαντας 14, ΜPG 88, 496 C, Μάξιμου Ὁμολογητοῦ, Ζήτησις μετὰ Πύρρου, ΜPG 91, 304 C, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως l, 2, 12, ΜPG 94, 920Β. Πρβλ. G. Martzelos, “Original Sin according to the Orthodox Tradition”, users.auth.gr/martzelo/index.files/docs/75 doc.


[11] Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς, ΜPG 150, 1361C.


[12] Βλ. Μη­τρ. Ναυ­πά­κτου, Ἱερο­θέ­ου Βλά­χου, «Με­τα­ξύ δύ­ο αἰώ­νων», ἐκδ. Πε­λα­γί­ας, σ. 172.


[13] Α’ Κορ. 3, 17.


[14] Κολ. 1, 15.


[15] Στήν προ­ο­πτι­κή αὐτὴν τῆς θε­ώ­σε­ως ὡς δυνά­μει ὁμοιώ­σε­ως κι­νεῖται καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν γρά­φει ὅτι ὁ ἄνθρω­πος εἶναι «Θε­ός κε­κε­λευ­σμέ­νος» (Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ed. F. Boulenger, 48), δηλα­δή ἔχει λά­βει τήν ἐντο­λή νά γί­νει μι­κρός θε­ός.


[16] Με­λε­τί­ου Γα­λη­σιώ­του, Ἀλφα­βη­ταλ­φά­βη­τος, «ἐν οἷς καὶ λό­γος ἕτε­ρος περὶ τοῦ κατ’ εἰκό­να», ρμε’, ἐκδ. Ἀρχιμ. Θ. Σι­μό­που­λου, Ἀθῆναι 1978.


[17] Ἔκδο­σις…, σ. 150.


[18] Ὅπ.π., σ. 152


[19] Ἔκδο­σις…., σ. 146.


[20] Ἰω. Χρυ­σ., Εἰς τήν Γέ­νε­σιν, Ε­ΠΕ 2, 240.


[21] Ἰω. Χρυς., Εἰς τήν Γέ­νε­σιν, Ε­ΠΕ 2, 334.


[22] Ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ «μή δύ­να­σθαι ἁμαρ­τά­νειν» ἐκφρά­ζε­ται ὡραιό­τα­τα ἀπό τόν ἅγιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λαμᾶ σέ μιά ὁμι­λί­α του, ὅπου πα­ρα­κα­λεῖ τόν Θε­ό νά τόν κα­τα­στή­σει «ἀνί­κα­νον εἰς τό ἁμαρ­τῆσαι».


[23] Ἰω. Χρυ­σ., Εἰς τήν Α΄ Κο­ρ. 17, 3, MPG 61, 139.


[24] Γεν. 3, 5


[25] Πε­ρί ἀπο­ριῶν 7, ΜPG. 91,1084D-1085A.


[26] Λόγ. ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 170.


[27] Ε­ΠΕ 5, 166.


[28] Γεν. 2, 9.


[29] Γεν. 2, 17.


[30] Ε­ΠΕ 5, 166.


[31] Ν. Μα­τσού­κα, Δογ­μα­τι­κή Β’, σ. 205.


[32] «Κερ­δαί­νει μέν τι κα­νταῦθα· τόν θά­να­τον καί τό δια­κοπῆναι τήν ἁμαρ­τί­αν, ἵνα μή ἀθά­να­τον ᾖ τό κα­κόν. Καί γί­νε­ται φι­λαν­θρω­πί­α ἡ τι­μω­ρί­α. Οὔτω γάρ ἐγώ πεί­θο­μαι κολάζειν Θε­όν» (Λόγ. ΜΕ’, Ε­ΠΕ 5, 168).


[33] Σ. Σολ. 1, 12.


[34] Βλ. «Ἐγχει­ρί­διον», ἀλλη­λο­γρα­φί­α π. Ἰ. Ρω­μα­νί­δη καί Κα­θη­γη­τοῦ π. Τρε­μπέ­λα, ἐκδό­σεις Αρ­μος (ἐπι­μέ­λεια π. Γ. Με­ταλ­λη­νοῦ), σ. 136.


[35] Βλ. Αὐγου­στί­νου Μο­να­χοῦ, Ἁγιο­ρεί­του, ἁγιο­βα­σι­λειά­του, Τό χρέ­ος μας διά τούς ἐν Χρι­στῷ κε­κοι­μη­μέ­νους ἀδελ­φούς (ὑπό ἔκδο­σιν), § 10.


[36] Στιχ. Προ­σό­μοια Σαβ­βά­του, Ἦχος Α’.


[37] Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 1, MPG 45, 388A, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολλιναρίου 31, MPG 45, 1192B, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ ἁγίας τε καὶ ὁμοουσίου Τριάδος 2, MPG 75, 780B.


[38] Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς 5, 12, MPG 82, 100AB. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τὸν θάνατο μὲ τὸ ἔνστικτο αὐτοσυντήρησης συνέδεσε στὰ χρόνια μας ὁ γνωστὸς Ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος M. Heidegger.


[39] Μάξιμου Ὁμολογητῆ, Πρὸς Θαλάσσιον, MPG 90, 253ΑΒ.


[40] Βλ. B. Marx, «Der homiletische Nachlass des Basileios von Seleukeia», in: Orientalia Christiana Periodica 7 (1941) 365. Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τοὺς νεοφωτίστους τῷ Σαββάτῳ τῆς Ἀπολυσίμου 7, ΜPG 28, 1089 ΒC, Ἰω. Χρυσ., Εἰς τὸ Πάσχα 5, 2, ΜPG 59, 736, Μάρκου Ἐρημίτη, Περὶ νόμου πνευματικοῦ 107, ΜPG 65, 917 D, Συμβουλία νοὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν 2, ΜPG 65, 1104 D – 1105 A, Ἰωάννου Κλίμακος, Κλῖμαξ 8, ΜPG 88, 836 Α. 26, ΜPG 88, 1024 Α, Δωρόθεου Γάζας, Διδασκαλία 13, Περὶ τοῦ ἀταράχως καὶ εὐχαρίστως ὑποφέρειν τοὺς πειρασμούς 8, ΜPG 88, 1769 C: «… φιληδονία, φιλοδοξία καὶ φιλαργυρία, ἐξ ὧν συνίσταται πᾶσα ἁμαρτία».


[41] Ρωμ. 3, 23.


[42] Κυ­ρίλ­λου, Εἰς τήν πρός Ῥω­μαί­ους ἐπι­στο­λήν, ΜPG 74, 789 AB.


[43] Βλ. π. Ἰω. Ρω­μα­νί­δου, Τό προ­πα­το­ρι­κόν ἁμάρ­τη­μα, ἐκδ. Δό­μος, σ. 161.


[44] Βλ. Ch. E. Hill, “Regnum caelorum”. Patterns of Future Hope in Early Christianity, Oxford Early Christian Studies, Oxford, Clarendon Press, 1993.


[45] Λουκ. 17, 21. Πρβλ. Κ. Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βα­σι­λεί­α, ἐκδ. Α­ΚΡΙ­ΤΑΣ, Ἀθήνα 2000, 20084.


[46] Οἶκος τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου τῆς Κυ­ριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς.


[47] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λαμᾶ, «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυ­χα­ζό­ντων», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Δ’, σ. 189.


[48] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυ­χα­ζό­ντων, ἀπό­κρι­σις τρί­τη.


[49] Α’ Κορ. 13, 12.

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΠΡΑΓ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΟΥ Α­ΓΑ­ΘΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑ­ΚΟΥ

Α) Το Α­γα­θον στην Πα­ρου­σα Ζω­η

1) Γενικά.

2) Τὰ ἱε­ρὰ Μυ­στή­ρια ὡς μέ­σα προγεύσεως τῶν Ἐ­σχά­των.

Β) Το Κα­κο στην Πα­ρου­σα Ζω­η

1) Γενικά.

2) Ὁ τραυματισμὸς τής Φύσεως.

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑ-ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ

ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

Α) Γε­νι­κα

Β) Εικο­νεσ και Συμβολισμοι του Πα­ρα­δει­σου

Γ) Εικο­νεσ και Συμβολισμοι τησ Κο­λα­σε­ωσ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Βα­σι­λεια του Θε­ου και Βα­σι­λεια των Ου­ρα­νων

Α) Γενικα

Β) Τα «Ανή­κου­στα Ακού­σμα­τα» και τα «Ανε­κλά­λη­τα Ρή­μα­τα».

Γ) Η Μετοχη στο Ακτι­στο Φως και η Θεί­α Θέ­α.

Δ) Ενυ­λος και Αϋ­λος γνώ­ση των Οντων.

Ε) Οι Δω­ρεες του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

ΣΤ) Ο Παρά­δει­σος ως «Αει­κί­νη­τος στά­σις».

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η Α­ΛΗ­ΚΤΗ ΜΑ­ΚΑ­ΡΙΟ­ΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕ­ΟΥ

Α) Αγαλλιαση και Ευ­φροσυ­νη

1) Γε­νι­κά.

2) Τὰ Θεῖα ἀγαθά.

Β) Η Ληθη του Κακου

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΘΕ­Ο­ΛΟ­ΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟ­ΛΑ­ΣΕΩΣ

Α) Η Θεια Δι­καιο­συ­νη

1) Γε­νι­κά.

2) Ὁ Θεῖος φό­βος.

3) Ἡ Τελικὴ Κρίση.

Β) Η Θεια Τι­μω­ρια

1) Γε­νι­κά.

2) Ἡ δικαία καὶ ἀγα­πη­τικὴ Κό­λα­ση!

Γ) Ο Τροποσ Ενερ­γειασ του Θε­ου στην Κο­λα­ση

1) Γενικά.

2) Ἡ ἀρνη­τι­κὴ παρ-ου­σί­α τοῦ Θε­οῦ στὴν Κό­λα­ση.

3) Τὸ «ἐνερ­γη­τικὸν» τῆς Κο­λά­σε­ως ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ.

4) Ὁ ἅγιος Ἰω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός περί Κολάσεως.

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η ΑΙΩ­ΝΙΟ­ΤΗ­ΤΑ ΤΗΣ ΚΟ­ΛΑΣΕ­ΩΣ

Α) Η Θε­ση του Αγιου Ιω­αν­νου του Χρυ­σο­στο­μου

Β) Αλλοι Πα­τε­ρεσ για την Αιω­νιο­τη­τα τησ Κο­λα­σε­ωσ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Υ­ΠΑΡ­ΧΕΙ Α­ΠΟ­ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ ΤΩΝ ΠΑ­ΝΤΩΝ;

Α) Ο Ωρι­γε­νησ

Β) Ο Αγιοσ Γρη­γο­ριοσ Νυσ­σησ

Γ) Ο Αγιοσ Μα­ξι­μοσ ο Ομο­λο­γη­τησ

ΚΕ­ΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΠΩΣ ΘΑ ΚΕΡ­ΔΙ­ΣΟΥ­ΜΕ ΤΟΝ ΠΑ­ΡΑ­ΔΕΙ­ΣΟ ΚΑΙ

ΘΑ Α­ΠΟ­ΦΥ­ΓΟΥ­ΜΕ ΤΗΝ ΚΟ­ΛΑ­ΣΗ

Ε­ΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ
  3..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου