Βασικό γνώρισμα κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, βαπτισμένου «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἶναι ἡ πίστη (= ἐμπιστοσύνη ἀρχικά, ἡ ὁποία γίνεται ἔπειτα βεβαιότητα[1]), σέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θ
Αὐτά ἡ Ἐκκλησία Του διαφυλάσσει «ὡς κόρην ὁφθαλμοῦ» διά μέσου τῶν αἰώνων· αὐτά κηρύσσει καί ἐξαγγέλλει συνεχῶς πρός σωτηρία τῶν πιστῶν τέκνων της· αὐτό τό λυτρωτικό μήνυμα ἐκφράζει ἀπαραχάρακτο διά τῶν θεοπνεύστων Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκλεκτά καί ἱερά μέλη της εἶναι τὰ «στόματα τοῦ Λόγου», οἱ ζωντανοὶ φορεῖς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ οἱ ἐκφραστές τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Θά πρέπει δὲ ἐξ ἀρχῆς νά ὑπογραμμισθῆ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πίστεως καί αὐτο-παραδόσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν «προαιώνιον Λόγον τοῦ Θεοῦ καί ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων γενόμενον ἄνθρωπον», διότι αὐτή ἡ πίστη ὁδηγεῖ στή μυστικὴ ἕνωση μαζί Του καί τή μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη καί Δόξα Του! Μόνο ὁ φιλάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»[2], μόνο Αὐτός μπορεῖ νά παράσχει τή σωτηρία στόν ἄνθρωπο.
Ἡ Ἁγία Ἐκκλησία στεντορείως κηρύσσει ὅτι δέν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας καί θεώσεως ―ἤτοι ἑνώσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου― ἐκτός τοῦ Ἑνός, τοῦ μοναδικοῦ Προσώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «τό ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου κάλλους, ἡ μή κινουμένη σφραγίς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ Τοῦ Πατρός ὅρος καί Λόγος», ὅπως θεολογικώτατα ἐκφράζεται ὁ τῆς Θεολογίας ἀετός καί τῆς Ναζιανζοῦ ποιμένας, ἁγιώτατος Γρηγόριος[3]. Αὐτός ὁ Χριστός σώζει, διότι μᾶς ὁδηγεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πρός τόν Θεὸ Πατέρα, ἀφοῦ «αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καί αὐτός ἐφανέρωσεν ἑαυτόν διά σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρός ἔννοιαν λάβωμεν»[4]. Ἑπομένως, ὅλα ὅσα κήρυξε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, γίνονται ἀποδεκτά διά τῆς πίστεως καί ἐκλαμβάνονται ὡς μοναδική Ἀλήθεια καί σώζουσα πραγματικότητα, δεδομένου ὅτι Αὐτός ὁ Θεῖος Διδάσκαλος εἶναι ἡ (ὑποστατικὴ) Αὐτο-Ἀλήθεια, ἡ ἔνσαρκος Παναλήθεια, τό «φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», κατά τή Θεία Γραφή[5].
Παράδεισος ἤ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, Ὀρθόδοξα, δὲν νοοῦνται ἄνευ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τ.ἔ. αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μέθοδος τῆς θεολογικῆς πραγμάτευσης ἑνὸς, ὄντως, ἀπὸ τὰ ἀκανθωδέστερα ζητήματα τῆς χριστιανικῆς Πίστεώς μας, ὅπως εἶναι ὁ ἐσχατολογικὸς Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ εἶδος τῆς ἀΐδιας μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιχειροῦμε στὸ παρὸν ἔργο, δὲν ἀκολουθεῖ τὰ δογματολογικὰ ἐγχειρίδια. Βασίζεται κυρίως στὶς πηγές, δηλ. τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση (Πατέρες, Ὑμνογράφους, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, Ρωμανὸ τὸν Μελωδό, τὸν Κοσμᾶ Μοναχὸ κ.ἄ.), μὲ γνώμονα, προπάντων, τὶς σύγχρονες ἀνάγκες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Πατερική μας Παράδοση, ποὺ ἀσκητικὰ καὶ πνευματικὰ ἔχει ἱκανῶς ἀναδιφήσει τὴν ὑπερδισχιλιετῆ χριστιανικὴ Θεία Ἀποκάλυψη, μᾶς ἔχει ἐμπλουτίσει μὲ μία πληθύν θεοπνεύστων λόγων καὶ ἑρμηνευτικῶν ὑπομνημάτων, τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία Οἰκονομία, ἐξαρκοῦν γιὰ νὰ σβήσουν κατ᾿ ἀρχὴν τὴ γνωστικὴ καὶ φιλίστορα δίψα τοῦ πεπερασμένου θνητοῦ ἀνθρώπου ὅσον ἀφορᾶ στὴ λειτουργία καὶ τὴ φύση τοῦ Ὑπερβατικοῦ καὶ τὴ μετὰ θάνατο προσωπική τύχη τοῦ πρώτου, ἔπειτα νὰ προειδοποιήσουν τοὺς ράθυμους καὶ ἀνάλγητους γιὰ ἔγκαιρη μετάνοια, και, ἐντέλει, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν, ἀναπαύσουν καὶ λυτρώσουν ψυχικά, ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικὰ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Βέβαια, τὴν (Πατερικὴ) μέθοδο ἔρευνας αὐτὴν ὁρισμένοι Νε-Ορθόδοξοι θεολόγοι ἴσως τὴ θεωρήσουν ὡς μειονέκτημα, ἀφοῦ ὡς μεταμοντέρνοι ὑποστηρίζουν, ἑπόμενοι στὶς ἀρχὲς τῆς «ἀπομυθοποίησης» (Entmythosielierung) τοῦ διάσημου Γερμανοῦ Προτεστάντη θεολόγου Rudolf Bultmann (1884-1978)[6], μιὰ Μετα-Πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία, ὡστόσο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ μία, δίκην Προτεσταντῶν, ὑποκειμενικὴ (καὶ μάλιστα ὑπαρξιακή, δηλ. ἐνδοκοσμικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρική), ἐπιλεκτικῶς, Προκρούστεια «γνώμη»· διότι, ἀντὶ λ.χ. νὰ ἐπικαλοῦνται μία θεολογικὴ θέση, ποὺ μάλιστα τὴν ὑποστηρίζουν οἱ περισσότεροι καὶ μεγαλύτεροι Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ―καὶ ὄχι κάποια «πατερικὰ φρασίδια»[7]―, αὐθαίρετα ἐπιλέγουν τὴ γνώμη ἑνὸς ἤ δύο ἄλλων Πατέρων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις τυχαίνει (;) νὰ συμφωνοῦν μὲ τὶς δικές τους (ὀρθολογικὲς ἤ συναισθηματικὲς) προκαταλήψεις! Καί, βέβαια, ἐννοοῦμε τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ εὐρέως στὶς ἡμέρες μας, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ καὶ ὅτι ἡ Αἰώνια Κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἀνέχονται οἱ ἀμετανόητοι (βλ. Παθητικὴ Κόλαση)!
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς προειδοποιεῖ «μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε»[8], ἀλλ᾿ «ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς»[9]. Ἡ Αἰώνια Κόλαση μπορεῖ σήμερα νὰ φαίνεται ἀναχρονιστική, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα ἔχει προαναγγελθεῖ ἀπὸ τὸν ἀδιάπτωτο λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐργάζομαι ἐγὼ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ὅ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν»[10]. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ΑΓΑΠΗ, δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι μόνο Ἀγάπη· εἶναι ἐξ ἴσου καὶ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Ἡ ἴδια ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη (τὸ Αὐτάγαθον) εἶπε τὰ ἑξῆς φοβερὰ λόγια: «πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου τούτους τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου»[11]. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀσπάζεσθε τὶς νε-ορθόδοξες ἰδέες αὐτές, «πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ»[12]. Ἡ μισὴ ἀλήθεια ἦταν καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι ἡ προσφιλέστατη μέθοδος τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καί, δυστυχῶς, ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ποὺ παρασύρουν τὸν ἁπλὸ «λαὸ τοῦ Θεοῦ» μὲ λόγια ποὺ τοῦ χαϊδεύουν τὰ αὐτιά, ὅπως οἱ ψευδο-προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Λησμονοῦν, ὅμως, οἱ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι αὐτοὶ, ὅτι ἡ Πατερικὴ Βυζαντινὴ (καὶ ὄχι Δυτική, ὅπως ἐσκεμμένα γράφουν) Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση ἔκανε πρώτη χρήση τῶν Catenae (ἁλυσίδα Πατερικῶν ἑρμηνειῶν), ὅπως καὶ ὅτι ἡ κάθε ἑπόμενη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ―πού, παρὰ τὸ Consensus Patrum [τὸ ὁποῖο καταδεικνύει τὴν Consensum Ecclesiae, ἡ ὁποία πάλι ἐκφράζει τὴν Regula Fidei (Κανόνα Πίστεως)], δογμάτιζε σύμφωνα μὲ τὸ (ποιοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἀληθείας» καὶ ὄχι τὸ (ποσοτικὸ) «Πρωτεῖον Ἐξουσίας»― ἐπικύρωνε τὴν προηγούμενη! «Αὔξηση», λοιπόν, στὴν ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ σὲ βάθος (δηλ. προκοπή), ποιοτικῶς, καὶ ὄχι μεταβολή της, καθὼς μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος[13], δι᾿ ἀφαιρέσεως (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Προτεσταντισμός), ἤ προσθέσεως νέων δογμάτων ποσοτικῶς (ὅπως ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός).
Μετὰ τὴν Εἰσαγωγή, ἀρχίζει τὸ πρῶτο Κεφάλαιο («Ὁ Ἐπίγειος Παράδεισος»), ὅπου ἀναπτύσσουμε ὁρισμένα ἀπαραίτητα γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ θέματός μας ἱστορικο-φιλολογικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν ἐπίγειο Παράδεισο (Ἐδέμ), κάνοντας μιὰ σύντομη σύγκριση μεταξὺ ἐπιγείου (ὑλικοῦ) καὶ οὐρανίου (πνευματικοῦ) Παραδείσου, διάσταση ἡ ὁποία προέκυψε λόγῳ τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος.
Στὸ δεύτερο Κεφάλαιο («Ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἀγαθοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ»), ἐκθέτουμε τὶς στοιχειώδεις ἐνδείξεις ὑπάρξεως τῶν μεταφυσικῶν καταστάσεων αὐτῶν, ἀπὸ τὰ ἐδῶ πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ δεδομένα τῆς παρούσης ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐξηγοῦμε πῶς τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακὸ λειτουργοῦν καὶ ὑφίστανται πραγματικὰ στὸν παρόντα κόσμο, καὶ τό ὅτι, ὡς ἐκ τούτου, ἡ συνέχιση τῆς πέραν τοῦ τάφου ζωῆς δὲν θὰ καταργήσει τὶς καταστάσεις αὐτές, ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐλεύθερα ἔχει ἐπιλέξει. Παράλληλα, στὸ αὐτὸ Κεφάλαιο ἐπισημαίνουμε τὴ διαμεσολαβητικὴ φύση τῶν χριστιανικῶν Μυστηρίων, καὶ μάλιστα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅσον ἀφορᾶ στὴ βίωση καὶ πρόγευση τῶν Ἐσχάτων ἐκ μέρους τῶν πιστῶν.
Στὸ τρίτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογική μετα-γλῶσσα τῶν ὑπερφυῶν ἐσχατολογικῶν καταστάσεων»), ἀφοῦ γενικὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ποιότητα καὶ τὰ εἴδη τῶν μετὰ θάνατον ἐσχατολογικῶν καταστάσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀναλύουμε ὁρισμένες χαρακτηριστικὲς εἰκόνες καὶ παραστάσεις, ποὺ ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἔχει ἐν χρήσει, γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση.
Στὸ τέταρτο Κεφάλαιο («Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»), διασαφηνίζουμε τὴ λεπτὴ θεολογικῶς διάκριση, ποὺ τόσο ἡ Ἁγία Γραφή, ὅσο καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διατηροῦν, μεταξὺ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ προβαίνουμε στὴν περιγραφὴ χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι 1) τὰ «ἀνήκουστα ἀκούσματα» καὶ τὰ «ἀνεκλάλητα ρήματα», 2) ἡ μετοχὴ στὸ ἄκτιστο Φῶς καὶ ἡ Θεία θέα, 3) ἡ ἔνυλη καὶ ἡ ἄϋλη γνώση τῶν ὄντων, 4) οἱ δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ 5) ἡ «ἀεικίνητος στάσις» τοῦ Παραδείσου.
Στὸ πέμπτο Κεφάλαιο («Ἡ ἄληκτη μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ»), διαλαμβάνουμε δύο καθοριστικὲς ἰδιότητες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τὴ Θεία εὐφροσύνη καὶ τὴν ἀΐδια ἀγαλλίαση, ποὺ θὰ βιώνουν ἐσχατολογικὰ οἱ σεσωσμένοι καί οἱ Ἅγιοι.
Στὸ ἕκτο Κεφάλαιο («Ἡ θεολογία τῆς Κολάσεως») πραγματευόμαστε α) τὸ «ἰδίωμα» τῆς Θείας δικαιοσύνης, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει καὶ τὴ σημασία τοῦ Θείου φόβου, β) τὴν ἔννοια τῆς Θείας τιμωρίας, μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐπισήμανση τῆς παράδοξης (τ.ἔ. ὑπὲρ λόγον) ἐνεργείας στὸν χριστιανικὸ, ἀληθινό Θεὸ τοῦ συμβιβασμοῦ ἀγάπης καὶ κολάσεως, γ) τὸ ποιὸν τῆς Κολάσεως ἐσχατολογικῶς, καὶ δ) τὸν τρόπο ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στὴν Αἰώνια Κόλαση, ὅπου ἐξετάζεται ἡ ἀρνητική παρ-ουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ «ἐνεργητικὸν» τῆς Κολάσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτοῦ θέσεις τοῦ δογματολόγου ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Στὸ ἕβδομο Κεφάλαιο («Ἡ αἰωνιότητα τῆς Κολάσεως») παραθέτουμε τὴ διδασκαλία ἀρχικῶς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ κατόπιν καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Κολάσεως.
Στὸ ὄγδοο Κεφάλαιο («Ὑπάρχει ἀποκατάσταση τῶν πάντων;») συζητεῖται ἡ Ὠριγενικὴ κακοδοξία γιὰ τὴν «Ἀποκατάσταση τῶν Πάντων» καὶ παρατίθενται κάποιες δυσδιάκριτες ἐνδεχομένως δὲ καὶ παρεξηγήσιμες θέσεις τῶν ἁγίων Γρηγορίου Νύσσης καὶ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Τέλος, στὸ ἔνατο Κεφάλαιο («Πῶς θὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο καὶ θὰ ἀποφύγουμε τὴν Κόλαση»), ποὺ προηγεῖται τοῦ Ἐπιλόγου καὶ τῆς Βιβλιογραφίας, διατυπώνονται ὁρισμένες ―πρακτικῆς φύσεως― παραινετικές, ἐποικοδομητικὲς καὶ συμβουλευτικὲς προτάσεις, μέ βάση τήν Πατερική καί πάλι διδασκαλία γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότερη καὶ προσφορότερη ἐπίτευξη τῆς «κατὰ Χριστὸν» πολιτείας, ἔτσι ὥστε γηθοσύνως νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἀτελεύτητη δόξα τῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
------------------------------
[1] Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 350-352: «Ἡ μέντοι πίστις διπλῆ ἐστιν. Ἔστι γάρ πίστις ἐξ ἀκοῆς. Ἀκούσαντες γάρ τῶν θείων Γραφῶν πιστεύομεν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Πνεύματος... Ἔστι δέ, πάλιν, πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων... Ἡ μέν οὖν πρώτη τῆς ἡμετέρας γνώμης ἐστίν, ἡ δέ δευτέρα τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος».
[2] Α’ Τιμ. 3, 16.
[3] Γρηγ. Θεολόγου ἔργα, Λόγος ΜΕ’, ΕΠΕ 5, 168.
[4] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, 3.
[5] Ἰω. Α’, 19.
[6] Γιὰ τὸν R. Bultmann ἔγραψε εὔστοχα ὁ ἀείμνηστος Καινοδιαθηκολόγος Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μᾶρκος Σιώτης ὅτι «παρουσιάζηται φιλόσοφος χωρὶς φιλοσοφίαν, θεολόγος χωρὶς θεολογίαν καὶ Χριστιανὸς χωρὶς θρησκευτικὴν πίστιν» [ΘΗΕ 9 (1966) 193].
[7] Χ. Γιανναρᾶ, «Γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς Κόλασης», Σύναξη 121 (2012) 80-84.
[8] Α’ Ἰω. 4, 1.
[9] Ἰω. 5, 39.
[10] Πράξ. 13, 41.
[11] Λουκ. 19, 27.
[12] Ματθ. 22, 29, Μάρκ. 12, 24.
[13] Ἐπιστ. 223, 3.5.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Α) Γενικα
Β) Αισθητοσ και Νοητοσ
Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν»
Δ) Η Εδεμικη Ζωη
Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΕΠΙΓΕΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Α) Γενικα
Μέ βάση τήν Πίστη στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν νοεῖται Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν ἀποδέχεται τήν ὕπαρξη αἰωνίου μετά θάνατον ζωῆς καί καταστάσεως, τ.ἔ. Παραδείσου καί Κολάσεως, ὅπως αὐτό ἐξαγγέλλεται ἀπό τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ στή λεγομένη Παραβολή τῆς Κρίσεως, τήν ὁποία ἀκοῦμε στούς ἱερούς ναούς τήν Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω: «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον»[1].
Στήν ἀρχή τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστορίας, ὁ Θεός ἀπὸ ἀγάπη («ὑπερβολὴν ἀγαθότητος») φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὕπαρξη, καλώντας τον στὸ περιβάλλον τοῦ Παραδείσου, τ.ἔ. στήν κοινωνία μέ τήν ἄκτιστη Χάρη Του. Στό τέλος, ὅμως, τῆς Ἱστορίας, ὁ ἄνθρωπος ―κάνοντας χρήση τῆς ἰδικῆς του πλέον ἐλευθερίας βουλήσεως― ἀντιμετωπίζει Παράδεισο καί Κόλαση.
Ὡστόσο, ἐρωτᾶται: ποιά μορφή θά ἔχει ὁ μελλοντικός καὶ προσδοκώμενος Παράδεισος, καί ποιά ἡ Κόλαση, στό τέλος τῆς Ἱστορίας; Ὅπως θά δοῦμε ἐκτενῶς στά ἑπόμενα, δέν πρόκειται περί φυσικῶν καὶ ὑλικῶν πραγματικοτήτων, ἀφοῦ κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου θά λάβει χώρα ἡ κατάργηση τοῦ λεγομένου χωροχρόνου, ἡ εἴσοδος τῆς αἰωνιότητας καί ἡ διαιώνιση τῆς ἔλλογης ζωῆς σέ μιά ἄλλη διάσταση.
Στο παρόν Κεφάλαιο θά γίνει λόγος γιά τόν πρῶτο Παράδεισο στήν ἀρχή τῆς ἐπίγειας Ἱστορίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας χώρος αἰσθητός. Θά παρατεθοῦν ἐν προκειμένῳ ὁρισμένα στοιχεῖα, ὅπως μᾶς τά διασώζει ἡ Γραφή καί ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων καί Ἑρμηνευτῶν.
Ὅταν ἡ Γένεση, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς ὁμιλεῖ ―μὲ μία συμβολική γλῶσσα― γιά τόν Παράδεισο, ἐννοεῖ τόν πάγκαλο ἐκεῖνο ὑλικὸ τόπο, τόν «κῆπο τῆς Ἐδέμ», τόν ὁποῖο «ἐφύτευσεν ὁ Θεός κατ᾿ Ἀνατολάς»[2]. Ἀναφέρεται, ἐπίσης, ὅτι «ποταμὸς ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδέμ ποτίζειν τόν Παράδεισον»[3]. Καί ὁ ποταμὸς αὐτὸς χωριζόταν σέ τέσσερα ἄλλα ποτάμια[4] (σὲ σχῆμα σταυροῦ), τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἦταν: Φεισών, Γηών, Τίγρις καί Εὐφράτης. Μέσα σ᾿ αὐτόν τόν αἰσθητό χῶρο τῆς μοναδικῆς ὡραιότητος ἔζησαν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ γενάρχες μας, οἱ Πρωτόπλαστοι Ἀδάμ καί Εὔα, ὡς πρῶτοι κάτοικοι τῆς γῆς, πλήρεις Χάριτος καὶ σοφίας παρὰ Θεοῦ· διέτριψαν δέ ἐκεῖ ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα (ὑπάρχουν ποικίλες ἀπόψεις περί αὐτοῦ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας), πρίν ἀπό τήν Πτώση καὶ τὴν ἔξωσή τους, ἀπολαμβάνοντας, ὄντες ἅγιοι καὶ παρθένοι, τά ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.
Β) Αισθητοσ και Νοητοσ
Πρίν ἀναφερθοῦμε κάπως διεξοδικώτερα στή ζωή τοῦ πρώτου ζεύγους τῶν ἀνθρώπων, στό πρῶτο ἐκεῖνο ἔκπαγλο ἐπίγειο ἐνδιαίτημά τους, θά συμπληρώσουμε ὅτι ὁ Παράδεισος ἐκεῖνος, κατ᾿ ἀκρίβειαν, δέν ἦταν μόνο αἰσθητός, ἀλλά καί νοητός· ἦταν δηλ. διπλός, ὅπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλὸς στὴ φύση του (δισύνθετος), ἀποτελούμενος ἀπό σῶμα καί ψυχή[5]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει σχετικά: «Διπλοῦν οἶμαι (= νομίζω) τόν θεῖον Παράδεισον». Καί θά δοῦμε, μέσα ἀπό ἕνα ὡραῖο κείμενο αὐτοῦ τοῦ πρυτάνεως τῶν Θεολόγων γιατί ὁ Παράδεισος ἦταν διπλός, αἰσθητός καί νοητός: «Μερικοί, λοιπόν, φαντάσθηκαν τόν Παράδεισο αἰσθητό, ἄλλοι πάλι νοητό. Ὅμως, ἐγώ νομίζω ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος εἶχε πλασθεῖ αἰσθητός καί συνάμα νοητός, ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι καί ὁ ἱερώτατος τόπος του, αἰσθητός καί συνάμα νοητός, καί ἔχοντας διπλῆ ἔμφαση· γιατί μέ τό σῶμα, ἐνῶ αὐλιζόταν στόν πολύ ὄμορφο καί θειότατο χῶρο, καθώς διηγηθήκαμε, μέ τήν ψυχή διέμενε σέ ὑπέρτερο καί ἀσύγκριτο καί ὡραιότατο τόπο, ἔχοντας ἐκεῖ ἔνοικο τόν Θεό καί αὐτόν ὡς λαμπρό ἔνδυμα, περιβεβλημένος τή Χάρη Του καί ἀπολαμβάνοντας τό μόνο γλυκύτατο καρπό τῆς θεωρίας Του σάν κάποιος ἄλλος ἄγγελος καί τρεφόμενος μέ αὐτήν... Ἔτσι, διπλό νομίζω τόν Θεῖο παράδεισο»[6]. Στόν διπλό, λοιπόν Παράδεισο, ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ὑλική, χοϊκή του διάσταση ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς, ἐνῶ μέ τήν κατά πνεῦμα ζωή του βίωνε τό μεγαλύτερο ἀγαθό, τήν κοινωνία του μέ τόν Πλάστη καί Δημιουργό, ἀφοῦ τό μεγάλο μυστικό ἐκείνου τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου ἦταν ὅτι σ᾿ αὐτόν «περιπατοῦσε» (δηλ. ἦταν θετικῶς παρὼν ἀνθρωπομορφικὰ) ὁ Θεός[7]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μάλιστα, μποροῦμε νὰ ποῦμε Πατερικῶς ἦταν ἡ ὅλη ζωή τῆς ζωῆς τοῦ προπτωτικοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐδέμ.
Γ) Το «Κατ᾿ Εικονα» και «Καθ᾿ Ομοιωσιν»
Στή συνέχεια, θά κάνουμε μιά ἀναφορά στό θέμα αὐτό τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», γιά νά δοῦμε πῶς ἑρμηνεύονται οἱ ὅροι αὐτοί Πατερικά καί θεολογικά.
Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης, ὡς κατ᾿ εἰκόνα ἐκλαμβάνει τό λογικόν ἤ νοερόν»[8]. Ὁμοίως, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει ὅτι ἡ λογική καί νοερή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτό πού ἀποκαλοῦμε Θεία εἰκόνα, διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» φανερώνει τή νοερή καί αὐτεξούσια φύση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τήν κατά τό δυνατόν ὁμοίωση στήν ἀρετή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκόνα, τό νοερόν δηλοῖ καί τό αὐτεξούσιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοίωσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν»[9]. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη μεταξὺ τῶν Πατέρων[10].
Ὡστόσο, οἱ Θεολόγοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχει μία ποικιλία ὁρισμῶν καί ἑρμηνειῶν περί τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν. Ἄλλοτε, τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀναφέρεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, στό «νοερόν αὐτοῦ», ἄλλοτε στό «βασιλικόν» ἀξίωμα καί τό αὐτεξούσιον, ἄλλοτε πάλι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμμετεῖχεν εἰς τήν εἰκόνα», εἶχε δημιουργηθεῖ «κατ᾿ εἰκόνα» τοῦ Θείου Ἀρχετύπου, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐπισημαίνει ὅτι «τό συναμφότερον», ὁ ὅλος ἄνθρωπος, μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ: «Μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»[11].
Εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ ὅτι τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἐντοπίζεται ―χωρίς, βεβαίως, νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν αἵρεση τῶν Ἀνθρωπομορφιτῶν― καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στόν γνωστό ἐκεῖνο ὕμνο τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας, πού συνέταξε ὁ ἅγιος Ἰω. ὁ Δαμασκηνός: «Θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ φθαρεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος». Καί αὐτό, βεβαίως, λέγεται μέ δύο σημασίες: «Πρῶτον, μέ τό ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐνηνθρώπησε, ὄντας τό πρωτότυπο καί ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, καί δεύτερον, μέ τό ὅτι, ὅπως ὁ Θεός ζωοποιεῖ τήν κτίση ὁλόκληρη, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα»[12].
Ἰδού ὁ λόγος (ἕνας ἀπό τούς πολλούς), γιά τόν ὁποῖο ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο, ἀντιτίθεται σθεναρῶς σέ κάθε μορφή βίας πρός τό σῶμα (λ.χ. αὐτοκτονία) τοῦ ἀνθρώπου (τό ὁποῖο, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἔχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις»), καί, κυρίως, ἀπορρίπτει διαρρήδην τήν ξενόφερτη πρακτικὴ τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου διατηρεῖ τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ καί γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἑπομένως, «εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός»[13].
Ἐπίσης, πρέπει νά ἐπισημανθεῖ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὅπως θεολογεῖ ὁ τῶν ἐθνῶν Διδάσκαλος Παῦλος, εἶναι «Εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[14]. Εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος «εἰκονικό» ὄν, εἶναι εἰκόνα τῆς Εἰκόνος, καί ἔλαβε τή δυνατότητα νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», νά ἑνωθῆ μέ τό Θεῖο Ἀρχέτυπό του, τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ταυτίζεται, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες (ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή κ.ἄ.), μὲ τὴν κατὰ Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου, διότι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι δυνάμει ὁμοίωσις καὶ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» εἶναι «ἐνεργείᾳ» εἰκόνα[15].
Ὡστόσο, ὑπάρχει καί ἕνα θεολογικώτατο χωρίο ἑνός Ὁσίου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μελετίου τοῦ Γαλησιώτου, στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ πραγματικότητα, ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα Του ἀκόμη καί ὡς πρὸς τό σωματικό ἐπίπεδο, ὅπως δηλαδή θά ἐμφανιζόταν ὁ Λόγος ἀργότερα ὡς Θεάνθρωπος μέσα στήν Ἱστορία. Εἶναι, ὄντως, καταπληκτική ἡ φράση αὐτή τοῦ ἱεροῦ Πατρός, ἡ ὁποία μέ ποιητικό τρόπο φανερώνει τή μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε «εἰκόνες» τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μέ μᾶς, παρεκτός τῆς ἁμαρτίας, καί ἔλαβε τή δική μας φύση, γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στό «πρωτόκτιστον κάλλος», τό ὁποῖο διά τῆς ἁμαρτίας ἀπωλέσαμε: «Καί τόν πρωτόπλαστον Ἀδάμ, πρό τοῦ πεσεῖν ὡς εἶχεν, ἐξεικονίσας ἀκριβῶς, ὥσπερ Θεός ὀφθήσῃ»[16].
Ἦταν, λοιπόν, μεγάλη ἡ ἀξία πού ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεῖο Δημιουργό Του, ὁ Ὁποῖος τόν τίμησε μέ τήν εἰκόνα Του καί μέ τή δυνατότητα τῆς ἐν Χάριτι ὁμοιώσεως μέ Αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Φωστῆρα τῆς Δαμασκοῦ, εἶναι σύνδεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου Φύσεως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[17], δηλαδή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο διατρίβει ἐδῶ στόν παρόντα κόσμο, ἀλλ᾿ ἔχει τήν προοπτική τῆς μεταστάσεως σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, καί τό τέλος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ θέωσή του μέ προσανατολισμό τόν Θεό (βλ. θεοκεντρικότητα). Καί θεώνεται, βέβαια, μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στή Θεία δόξα, χωρίς νά μεταβαίνει στήν ἀμέθεκτη Θεία οὐσία: «Θεούμενον δέ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν»[18].
Δ) Η Εδεμικη Ζωη
Σχετικά μέ τόν πρῶτο Παράδεισο, ὁ ὁποῖος ἦταν, ὅπως εἴδαμε, «Θεοῦ χερσίν, ἐν Ἐδέμ πεφυτευμένος, εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας ἁπάσης ταμεῖον»[19], μᾶς ἔχει προσφέρει ὡραιότατες ἀναλύσεις καί ο ἄλλος Ἰωάννης, ὁ χαριτώνυμος, ὁ «χρυσοῦς Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας», ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Στίς θαυμάσιες ὁμιλίες του «Εἰς τήν Γένεσιν», ὁ χρυσορρήμων Πατήρ δέχεται κατ᾿ ἀρχήν χωρίς καμία ἀμφιβολία ὅτι ὑπῆρξε ὄντως ὁ αἰσθητός πρῶτος Παράδεισος, προτρέποντας μάλιστα τούς ἀκροατές του νά πιστεύσουν ὅτι «καί παράδεισος γέγονε καί ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἔνθα ἡ Γραφή ἐπεσημήνατο»[20]. Θεωρεῖ, ἐπίσης, ἀπαραίτητο νά ἑρμηνεύσει στό ποίμνιό του κάποιες φράσεις τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ὅπως λ.χ. τό «ἐφύτευσεν», ὡς προσταγή τοῦ Θεοῦ γιά τή δημιουργία τοῦ Παραδείσου. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, αἰτία γιά τήν ὁποία ὑπάρχουν στή Γραφή ἁπλοϊκές λέξεις (οἱ λεγόμενοι ἀνθρωπομορφισμοί), ὅπως λ.χ. «ἔπλασεν», «ἐφύτευσεν» κ.ἄ., εἶναι ἡ δική μας ἀδυναμία νά συλλάβουμε τά τοῦ Θεοῦ: «Ἡ αἰτία τῆς τῶν λέξεων παχύτητος, ἡ ἀσθένεια τυγχάνει ἡ ἡμετέρα»[21].
Οἱ περιγραφές τοῦ χρυσολόγου Πατρός περί τῆς ἐπιγείου ζωῆς τῶν Πρωτοπλάστων μέσα στόν Παράδεισο, κατά τή μακαρία ἐκείνη κατάσταση εἶναι ὄντως ἐκπληκτικές, ἀφοῦ παρουσιάζεται μέσα ἀπό τόν καλλιεπέστατο λόγο τοῦ «Βασιλέως τοῦ ἄμβωνος», ὅλος ἐκεῖνος ὁ τρόπος καί ὁ βίος ὁ ὑψηλός καί ἀγγελικός, μέσα στήν εὐλογημένη Ἐδέμ.
Ὑπάρχει μία σπουδαία ἀνάλυση τῶν Χρυσοστομικῶν κειμένων, τήν ὁποία κάνει ὁ πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής (ὁμότιμος) τοῦ Α.Π.Θ., π. Θεόδωρος Ζήσης, στή διδακτορική του διατριβή γιά τόν ἱερό Χρυσόστομο («Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997), ὅπου παρουσιάζεται ἀνάγλυφα ἡ Παραδείσια κατάσταση τῶν Πρωτοπλάστων καί τά στοιχεῖα πού τήν προσδιόριζαν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι ἦσαν ἐκτεθειμένοι στή βίωση μιᾶς ἀναμάρτητης φύσεως, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ, καί αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκεῖ, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, δέν εἶχαν οὐδεμία σχέση μέ ὅ,τι ἀποκαλοῦμε ἁμαρτία, ἀστοχία, κακό, ἀσθένεια, παρέκκλιση.
Δέν ὑπῆρχε στούς πρώτους ἀνθρώπους τοῦ ἐπιγείου ἐνδιαιτήματος γνώση, γεύση, αἴσθηση, ἐμπειρία, προπάντων ροπή πρός τήν ἁμαρτία, ἀλλά, κατά τήν ὡραία διατύπωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, οἱ Πρωτόπλαστοι «διετέλουν ἐν ἁγίᾳ καί τρισμακαρίᾳ ζωῇ». Ἡ κατάσταση τοῦ ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ πλασθέντος ἀνθρώπου, βρισκόταν στό στάδιο τοῦ «δύνασθαι μή ἁμαρτάνειν» (ἡ καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου), μέ τήν προοπτική νά φθάσει κάποτε στό «μή δύνασθαι ἁμαρτάνειν»[22], δηλαδή στήν κατάσταση τῆς θεώσεως.
Ἐπίσης, δέν ὑπῆρχε στὸν ἀρχαῖο (πρῶτο) Παράδεισο γεύση καί πεῖρα θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε μετά τήν Πτώση, ὡς παράσιτο, καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς. Οἱ Πρωτόπλαστοι στόν ἐπίγειο, τερπνό χῶρο τῆς παροικίας τους, ζοῦσαν μιά ἄληκτη, ἀνέσπερη καί ἀτελεύτητη κατάσταση, μιά ἰδανική, θά λέγαμε ζωή, καί ἦσαν ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν παχύτητα τή βιολογική τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, μακριά ἀπό βάσανα, πικρίες, ἄγχη, δεσμεύσεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, φθορά ψυχοσωματική, ἀνάγκες βιοτικές, πεζότητα καί χοϊκότητα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ τρυφή καί ἡ μετοχή τῶν ἐπουρανίων, ἡ συγγένεια μέ τόν Θεό, πού ἦταν γι᾿ αὐτούς «εὐφροσύνη ἄληκτος καί ἀπόλαυσις», ὅπως ψάλλουμε στήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ κυριαρχία ἐπί τῆς Φύσεως, τό «ἀρχικόν» τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στήν ὀνοματοθεσία τῶν ζώων πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ ―σύμβολο δεσποτείας καί ἐξουσίας τοῦ Λόγου ἐπί τῆς ἀλόγου Φύσεως― ἦταν, ἐπίσης, ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, πού προσδιόριζε τήν Ἐδεμική ζωή. Αὐτό, βεβαίως, μετά τήν Πτώση χάθηκε (ἄν καί ὄχι παντελῶς), ἀλλά βλέπουμε τήν ἐπανάκτησή του μετέπειτα στά πρόσωπα τῶν θεουμένων Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἀναφέρουν τά ἱερά Συναξάρια, ἀποκτοῦν –Χάριτι Θείᾳ– τήν κυριαρχία ἐπί τῆς Φύσεως, τήν ἐξουσία ἀκόμη καί ἐπί τῶν θηρίων· παράδειγμα τρανό, ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὁ ὁποῖος συναναστρεφόταν ἄφοβα μέ τήν ἀρκούδα, ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης, πού εἶχε κοντά του ἕνα λιοντάρι, καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι μέ σχετικά θαυμαστά κατορθώματα, πού μᾶς παραπέμπουν στήν προπτωτική κατάσταση τοῦ Ἀδάμ.
Πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, οἱ Πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο ἦταν ὁμοδίαιτοι τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ὡραιότατα τό ἐκφράζει καί πάλι ἡ Υμνογραφία («καί Ἀγγέλοις ὁμοδίαιτον»), συγγενεύοντας περισσότερο μέ τόν ἐπουράνιο κόσμο, παρά μέ τόν ἐπίγειο.
Τό μεγαλύτερο, ὅμως, ἀγαθό, τό ὑψηλότερο, θά λέγαμε, καί πολυτιμότερο στοιχεῖο τῆς χαριτωμένης ζωῆς τοῦ ἀρχεγόνου ἀνθρώπου ἦταν ἡ παρρησία του πρός τόν Θεό καί ἡ αἴσθηση τῆς συγγενείας μαζί Του, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, μέ προορισμό νά φθάση στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τελειούμενος ἐλευθέρως καὶ σταδιακῶς.
Ε) Το Προπατορικο Αμαρτημα
Καί ὅμως! Ὅλα αὐτά τά Θεῖα δωρήματα ὁ ἄνθρωπος δέν τά ἀξιοποίησε· δέν φάνηκε ἄξιος τῶν Χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, δέν τίμησε τόν τιμήσαντα αὐτόν πάνσοφο καί Θεῖο Δημιουργό! Ὁ πρῶτος καί ἄριστος καλλιτέχνης, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ «ἀριστοτέχνης» Θεός, βρίσκεται τώρα πρό τῆς ἀνταρσίας τοῦ λογικοῦ πλάσματός Του, τῆς κορωνίδος τῆς Θείας δημιουργίας Του μέσα στήν Ἐδέμ. Καί ἐνῶ παρεῖχε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἀγαθά καί τά μέσα πρός τή θέωση, τά «αἰνίγματα», τόν «ἀῤῥαβῶνα» τῆς ἀθανασίας, πού ἦταν, ὅπως περιγράφηκε στὰ προηγούμενα, «ἡ πρός τόν Θεόν ὁμιλία, τό ἀταλαίπωρον τῆς ζωῆς, τό λύπης καί φροντίδων ἀπηλλάχθαι καί πόνων καί τῶν ἄλλων τῶν ἐπικήρων»[23], μέ σκοπό τήν ἀξιοποίηση ὅλων αὐτῶν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γίνει ἔπειτα δεκτικός σταδιακά ― παιδαγωγούμενος καί διὰ τῆς δικῆς του ἑκούσιας συμβολῆς― καί τῶν μειζόνων ἀγαθῶν, ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος κατέστη ἀνάξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς. Ὅλα τά ἀνέτρεψε τό συνταρακτικό γεγονός τῆς Πτώσεως, τῆς ἀνταρσίας, ἀστοχίας καί ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλ. τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου του· μέ ἄλλα λόγια, τῆς Ὕβρεως αὐτῆς ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τῆς κινήσεως πρός τήν Ἑωσφορική «ἰσοθεΐα», αὐτόνομα, ἐγωϊκά καί λάθρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ, ὑποχωρώντας στήν ὑποβολή τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ψευδῶς στούς Πρωτοπλάστους ὅτι «ἔσεσθε ὡς θεοί»[24], θέλησε νά γίνει μόνος του θεός, ὄχι ὅπως ἦταν προορισμένος νά γίνει, σέ κοινωνία μέ τόν Ἴδιο τόν Θεό ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ· ἐπέλεξε τήν αὐτοθέωση καί ὄχι τήν ἐν ὑπακοῇ θέωση. Καί, συνεπῶς, ἀντὶ τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεώς του, ἐξέπεσε, ἀφοῦ «τό χεῖρον καί μή ὄν τοῦ κρείττονος καί ὄντος ἑκών ἀντηλλάξατο», κατά τόν θεοφόρο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή[25].
Ἡ παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, γιὰ τὴν ὁποία ἀκοῦμε συχνὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ κάνει λόγο ἰδίως μέσα ἀπὸ τὰ ὑμνολογικὰ καὶ ἄλλα κείμενά της, καὶ ὁ ἐκ τῆς παρακοῆς σκοτασμὸς τοῦ νοῦ, εἶχαν ὡς συνέπεια τὴ μερικὴ ἄρση τῆς Θείας Χάριτος ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παρήκοου ἀνθρώπου, δηλ. τὴν ἀμαύρωση ἤ ζόφωση, ὅπως λέγεται θεολογικά, τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή του ἀπὸ τοῦ Θεοῦ: «Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα», θὰ πεῖ θρηνητικὰ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος[26]. Καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία θὰ ψάλει στοὺς Αἴνους τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς: «Οἴμοι ὁ Ἀδάμ, ἐν θρήνω κέκραγεν, ὅτι ὄφις καὶ γυνή, θεϊκῆς παῤῥησίας με ἔξωσαν, καὶ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ξύλου βρῶσις ἠλλοτρίωσεν».
Ἡ βρώση στον Παράδεισο, τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ (ποὺ μόνο μὲ μιὰ ἄλλη βρώση, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δύναται νὰ ἀναιρεθῆ), γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ σχετική διήγηση τῆς Γραφῆς, ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς ἄκαιρη καὶ ἀνώριμη ―λόγῳ βίαιης καὶ πλεονεκτικῆς ἐκζητήσεως τῆς ἀποκτήσεως μιᾶς ταχείας καὶ εὔκολης ὑπερφυσικῆς παντοδυναμίας― «γεύση» τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία θὰ ἔφθανε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ Θεία συνέργεια, ἀγωνιζόμενος σταδιακά: «Θεωρία ἦν τὸ φυτόν», ὅπως μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος[27].
Ἡ Γραφή ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὰ δύο «δένδρα», τὰ ὁποῖα βρίσκονταν στὸ κέντρο τοῦ Παραδείσου, καὶ στὰ ὁποῖα προσδίδεται μία ἰδιαίτερη σημασία: «τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστόν καλοῦ καὶ πονηροῦ»[28]. Ἡ ἀπαγόρευση, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς βρώσεως τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν ἦταν, παρὰ μία δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ἀποτελοῦσε καὶ μία προειδοποίηση γιὰ τὸν ἐκ τῆς παρακοῆς ἐπερχόμενο πνευματικὸ καὶ σωματικὸ θάνατο: «Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[29]. Τὸ «δένδρο τῆς γνώσεως», οὔτε φυτεύτηκε μὲ κακό σκοπό, οὔτε ἀπαγορεύτηκε ἀπό φθόνο, ὅπως ἐπεξηγεῖ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἀλλά ἦταν καλό, ὅταν τὸ δοκίμαζε κανεὶς στὸν κατάλληλο «καιρόν»: «Τὸ δέ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθέν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς... Ἀλλὰ καλὸν μέν, εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον»[30]. Γιατὶ μία γνώση (πού, ὁπωσδήποτε, συνιστᾶ δύναμη) στὰ χέρια μιᾶς ἀνώριμης ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ὕπαρξης ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο ὅπλο, τόσο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς γύρω της. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διατυπώνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγματικότητα: «Ἔλυσε πρόσταγμα Θεοῦ παρακοή, καί ξύλον ἤνεγκε θάνατον βροτοῖς, τό μή εὐκαίρως μεταληφθέν».
Ἡ βρώση τοῦ «δένδρου τῆς γνώσεως» ἔδινε, λοιπόν, γνωστική δύναμη στὴν ἀνθρώπινη φύση μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι καλό μὲν γιά τούς τελείους (ὅπως ἔπρεπε νά φθάσει ὁ Ἀδάμ, ὁδεύοντας σταδιακά πρός τή θέωση), ἀλλά κακό καί ἐπιβλαβές γιά τούς ἀτελεστέρους καί μή προετοιμασμένους κατάλληλα πρός τοῦτο, ὅπως εἶναι ἐπιβλαβής ἡ στερεά τροφή στό βρέφος, πού ἀκόμη ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ γάλακτος, σύμφωνα μὲ τὸν Παύλειο λόγο. Ἦταν, συνεπῶς, ἕνα δοκιμαστήριο καί μία ἄσκηση ἀρετῆς καί ἐλευθερίας γιά τόν ἄνθρωπο, μέσα ἀπό τήν ὁποία θά φαινόταν ἡ καλή ἤ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. Καί τά ἀποτελέσματα γνωστά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, λόγῳ ἀμελείας (κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο) ἤ «ἀτονίας τῆς προαιρέσεώς του» (κατὰ Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή), παρήκουσε, ἀπέτυχε, ἀστόχησε καὶ ἐξέπεσε. «Ἀντί ὁ ἀτελής ἄνθρωπος, ὁ νήπιος, νά πάρη τό δρόμο τῆς προκοπῆς καί τῆς τελείωσης, γιά νά γίνει θεός κατά Χάρη, ἐπαναστατεῖ καί βάζει κατά φαντασία στό δρόμο τοῦ Θεοῦ τόν ἑαυτό του»[31]. Αὐτή ἡ ἀποτυχία, δηλ. ὁ ἀτομοκεντρισμός, ὁδήγησε μοιραῖα στή διακοπή τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τήν ἀπομάκρυνση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὥστε νά μή γεύονται (ἀναξίως) καὶ ἀπό τό ἄλλο δένδρο, τῆς «ζωῆς» (δηλ. τῆς ἀθανασίας), καί ἔτσι διαιωνίζεται ἡ ἁμαρτία καί τό κακό: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ἡ γνωστή Εὐχή τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μάλιστα, θά ὑπογραμμίσει ὅτι κερδίζει ὁ Ἀδάμ ἀπό αὐτό, δηλαδή τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο, τό ὅτι ἔγινε θνητός καί ἔτσι διακόπτεται βιαίως ἡ ἁμαρτία· κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ τιμωρία ἀποβαίνει φιλανθρωπία, διότι, σύμφωνα μὲ τόν προειρημένο ἱερὸ Πατέρα, τιμωρεῖ μὲν ὁ Θεός, ἀλλὰ μέσα ἀπό τή φιλανθρωπία καί τήν παναγάπη Του[32]!
Ὡστόσο, διά τῆς Πτώσεως εἰσῆλθε ὁ θάνατος στό ἀνθρώπινο γένος, σύμφωνα μέ τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θάνατος, βεβαίως, δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· καί περί αὐτοῦ μᾶς διαβεβαιώνει πάλι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή («Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε»)[33]. Ἀλλ᾿ ἡ παρακοή κατέστησε τόν ἄνθρωπο θνητό, ἐνῶ ἀρχικά ὁ Θεός τόν ἔπλασε «οὔτε ἀθάνατον, οὔτε μή θνητόν, ἀλλά δεκτικόν ἀμφοτέρων»[34], τ.ἔ. μέ τή δυνατότητα τῆς ἀθανασίας, πού θά ἐλάμβανε κατόπιν ἀπό τόν Θεόν. Ἔκτοτε, ὅπως εὔστοχα ἔχει διατυπωθεῖ, στό ἀνθρώπινο γένος ὑφέρπει ὁ θάνατος, ὁ τρομερός αὐτός δρεπανοφόρος δημοκράτης, ὁ ὁποῖος οὔτε νεότητα ἀποστρέφεται, οὔτε πλούσιο, οὔτε ἀξιωματικό ἤ ἐν ἐξουσίαις ὑπερέχοντα, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅλων ἐπέρχεται τρομερός καί φοβερός τήν ὄψη, γιά νά χωρίσει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, καί, ἀφοῦ λάβει τήν ψυχή, ἀφήνει τό σῶμα, γιά νά ταφεῖ καί νά ἀποδώσει τό ὀφειλόμενο χρέος στή γῆ[35].
Ἀλλοτρίωση Θεοῦ, τραυματισμός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπό τῆς ἁμαρτίας, φθορά, ἐξορία καὶ θάνατος εἶναι, λοιπόν, τά τρομερά δεινά, πού ἀκολούθησαν τήν Πτώση τοῦ Ἀδάμ, ὅπως περιγράφονται λυρικώτατα σέ ἕνα Προσόμοιο τοῦ Α’ Ἤχου, στή λεγομένη Παρακλητική ἤ Ὀκτώηχο: «Ξύλου βρώσει τέθνηκα ποτέ, συμβουλία ὄφεως, συνεπαρθεὶς καί ἐξόριστος τῆς θείας δόξης σου, γεγονώς ὁ τάλας· διό τεθανάτωμαι, ὑπό τῆς ἁμαρτίας ὁ δείλαιος· λοιπόν Φιλάνθρωπε, σύ ὡς μόνος εὐδιάλλακτος, Παραδείσου οἰκήτορα ποίησον»[36].
Εἶναι, ὡστόσο, χρήσιμο, νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ Πτώση, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἁμαρτία, ἀστοχία, παρακοή, λήθη καὶ ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, αὐτονομία τοῦ ἀνθρώπου καί κίνηση πρός τήν ἰσοθεΐα, μεταδόθηκε ὡς ἕνα εἶδος (φυσικοῦ) συνδρόμου[37] στό ἀνθρώπινο γένος μέ τίς φοβερές της συνέπειες (ἐγωισμός, ἔνστικτο αὐτοσυντήρης[38], ἐπιθετικότητα[39], ἐφάμαρτα πάθη, ἰδίως τῆς φιληδονίας, φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας[40])· καί ὅλες αὐτές συνοψίζονται μὲ θεολογικὴ γλῶσσα στὴ φθορά καί τὴ θνητότητα. Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά δεινά τῆς τραγικῆς συγκρούσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἰσόρμησαν στήν πτωτική, νοσοῦσα πλέον, φύση μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μέ πολύ λίγες λέξεις, τό διατυπώνει ἄριστα: «Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»[41].
Δέν πρόκειται περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς, ὅπως τὸ ἑρμήνευσε καὶ πιστεύει ἡ ἀποκλίνουσα Δύση, ἀλλά περί κληρονομήσεως μόνο τῶν συνεπειῶν τῆς Πτώσεως· μὲ ἄλλα λόγια, πρόκειται περί ἀσθενείας τῆς φύσεώς μας, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ ὁποία ἀποκαθίσταται στὴν προπτωτική της κατάσταση μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (ἔτσι αἰτιολογεῖται καὶ ὁ Νηπιοβαπτισμός), ὅπως δέχονται οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.ἄ). Πολύ ρωμαλέα μάλιστα, θά λέγαμε, τό ἐκφράζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὑπέρμαχος τῆς Θεοτόκου καί Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέστιν Ἀδάμ...»[42]. Ἀσθένησε, λοιπόν, ἡ φύση μας καί «μεταξύ τῶν κληρονομικῶν ἀσθενειῶν τῆς ἀνθρωπότητος, ἀσφαλῶς δέ ἡ βάσις ὅλων τῶν ἀσθενειῶν ἐν γένει, εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, δι᾿ ὧν ὁ σατανᾶς καί ἡ ἁμαρτία βασιλεύουν. Μόνον ὁ Χριστός δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ Παρθένου ἐγεννήθη ἐκτός τῆς τυραννίδος τοῦ διαβόλου»[43].
Ἔκτοτε, πολλά μέσα χρησιμοποίησε ὁ πανάγιος καὶ πανάγαθος Θεός πρός θεραπεία τῆς νοσούσης, πτωτικῆς, ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία, τελικῶς, διά τῆς Ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε τό «σωτήριον φάρμακον», τήν ἴαση, ἀνάπλαση καί ἀπολύτρωση «ἐν Χριστῷ» Ἰησοῦ καί διά τῆς Ἐκκλησίας Του. Δέν θά προβοῦμε ἐν προκειμένῳ σέ ἀναλύσεις γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ τόσα ἔχουν γραφεῖ ἐπ᾿ αὐτοῦ. Σημασία ἔχει τό γεγονός ὅτι, ἀφοῦ ἐκπέσαμε καί ἀπωλέσαμε τόν «πρωτολογικὸ» (ἐπίγειο) Παράδεισο, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε ἀναφορά στά προηγούμενα, καλούμεθα τώρα νὰ ὁδεύσουμε ―ἐξ αἰτίας τοῦ Θείου ἐλέους― πρός ἀπόκτηση τοῦ «ἐσχατολογικοῦ» (ἐπουρανίου) Παραδείσου, τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Κλείνοντας τό πρῶτο Κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, θεωροῦμε σκόπιμο νά τονίσουμε ὅτι κρίναμε χρήσιμη τὴν κάπως διεξοδική περιγραφή τοῦ πρώτου αὐτοῦ ἐπιγείου Παραδείσου καί τῶν στοιχείων τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων του, οἱ ὁποῖοι, μετά τήν ἔξωσή τους καί τήν ἀπώλεια τόσων ἀγαθῶν, ἔκλαιγαν καί στέναζαν, καί μαζί μέ αὐτούς ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ὅπως τό παρουσιάζει στό Συναξάριο τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς ἡ Ἐκκλησία μας: «Κόσμος γενάρχαις πικρά συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκείᾳ συμπεσών πεπτωκόσι». Αὐτή, λοιπόν, ἡ περιγραφή τοῦ Παραδείσου (ἡ ὡραιότητα τοῦ ὁποίου ἦταν σύμφυτη μέ τήν ψυχική ὡραιότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου) ἔγινε μέ σκοπό νά δημιουργηθεῖ στίς ψυχές ὅλων (συγγραφέως καί ἀναγνωστῶν) μία γλυκυτάτη νοσταλγία πρός τό ἀπώτερο παρελθόν, πρός τόν χαμένο Παράδεισο, καί μία ἱερά ἐπιθυμία, ἐνατένιση καί ἐπιπόθηση τοῦ προσδωκομένου οὐρανίου, πλέον, Παραδείσου (Regnum Caelorum)[44], στόν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ Θεός στὰ Ἔσχατα· τοῦ Παραδείσου, πού εἶναι ἡ ἀτελεύτητη Βασιλεία Του, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀπό ἐδῶ ἤδη βιώνεται, ὄντας «ἐντός ἡμῶν»[45].
Ὁ ἀγαπητός, λοιπόν, ἀναγνώστης, στό πρῶτο Κεφάλαιο τοῦ παρόντος πονήματος, μαθαίνει συνοπτικῶς γιά τόν πρῶτο Παράδεισο. Διαζωγραφίζεται ἐνώπιόν του ―μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν Πατερικῶν θησαυρισμάτων― τό «θεόκτιστον σκήνωμα», ὅπως τόν ὀνομάζει ἡ Ὑμνολογία, δηλ. ὁ «πανάρετος, πανάγιος, πανόλβιος»[46] Παράδεισος τῆς Ἐδέμ. Σέ ἄλλες σελίδες θὰ παραθέσουμε, «ὅσον ἔνεστι», ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς μας τὴν «ἄῤῥητον εὐφροσύνην» καὶ «τὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καλλονὴν»[47] τοῦ οὐρανίου Παραδείσου, ὅπου καὶ ἡ «ὑπέρκαλλος ἀγλαΐα»[48], τό Θεῖο, ἄκτιστο, ἐνυπόστατο Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἰς τοῦ Ὁποίου τή θέα καί τὴ Δόξα θά εἶναι ἐκτεθειμένοι εἰς τό διηνεκές ὅλοι ὅσοι ἀξιωθοῦν τῆς ἀκαταλήκτου ἐκείνης τρυφῆς καί πνευματικῆς τροφῆς, γνώσεως καί μεθέξεως, ἀπολαύσεως καί ἐνοράσεως, «οὐκ ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι, ἀλλά πρόσωπον πρός πρόσωπον»[49].
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Ματθ. 25.
[2] Γέν. 2, 8.
[3] Γεν. 2, 10.
[4] Γιὰ τὴ σημασία τῶν ποταμῶν γενικὰ στὶς διάφορες θρησκεῖες βλ. Γεν. 2, 10. 15, 18, Ἐξ. 1, 22. 4, 9. 7, 15, Ψαλμ. 45, 5, Ματθ. 3, 6, Ἰω. 7, 38, Ἀποκ. 8, 10. 9, 14. 12, 15-16. 16, 4. 12. 22, 1. Ἡ εἰκόνα τοῦ ποταμοῦ χρησιμοποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Θεολογία, γιὰ νὰ ὑποδηλώσει τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος: πηγὴ (Θ. Πατήρ), ποτάμι (Θ. Λόγος) καὶ νερό (Ἅγιο Πνεῦμα). Στὸν Ὅμηρο ἀπαντῶνται οἱ ποταμοὶ Ἀχέρων (= ποτάμι τῆς στενοχώριας καὶ τῆς θλίψης), Κωκυτὸς (= ποταμὸς τῶν κλαυθμῶν καὶ τῶν θρηνητικῶν κραυγῶν), Πυριφλεγέθων (= πύρινο ποτάμι) [πρβλ. «λίμνη τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14)] καὶ ἡ Στὺξ (= ποτάμι τοῦ μίσους), ὅπως καὶ οἱ Ὠκεανός καὶ ὁ ποταμὸς τῆς Λήθης (Πλάτων, Φαίδων 112e, 113c). Πρβλ. Ἰω. Χρυσ., «Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸν βίον» Β’, 74Β, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τ. 13, σ. 32, R. Panikkar, “The Jordan, the Tiber, and the Ganges: Three Kairological Moments of Christic Self-Consciousness”, in: The Myth of Christian Uniqueness, ἐπιμ. John Hick & Paul Knitter, ἐκδ. Orbis Books, Maryknoll, New York 1987.
[5] Γέν. 2, 7: «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν».
[6] Ἔκδοσις…….., σ. 145-147.
[7] Γέν. 3, 8. Βλ. Μητρ. Ἱερεμία Φούντα, Ἑρμηνεία Π.Δ., Γένεσις, σ. 31.
[8] Βλ. Σ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2000, σ. 53.
[9] Ἔκδοσις…., σ. 150.
[10] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ 3, ΜPG 25, 101 Β. 6, ΜPG 25, 105 C, Μ. Βασιλείου, Εἰς τὸν ΜΗ’ Ψαλμὸν 8, ΜPG 29, 449 BC, Εἰς τὸ ‘Πρόσεχε σεαυτῷ’ 6, ΜPG 31, 212 BC, Περὶ εὐχαριστίας 2, ΜPG 31, 221 C, Ὁμιλία ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ 5, ΜPG 31, 317 Α, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς 6, ΜPG 31, 344 BC, Ὅροι κατὰ πλάτος 2, 3, ΜPG 31, 913 Β, Ἐπιστολὴ 233, Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι 1, ΜPG 32, 864 C, Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου 11, ΜPG 44, 156 Β. 12, ΜPG 44, 161 C. 164 Α. 16, ΜPG 44, 184 Β. 185 C, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας 5, ΜPG 45, 24 C. 21, ΜPG 45, 57 CD, Περὶ παρθενίας 12, ΜPG 46, 369 C, Κωνσταντίνου διακόνου, Ἐγκώμιον εἰς πάντας τοὺς ἁγίους ἐνδόξους καὶ πανευφήμους μάρτυρας τοὺς ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην ἀθλήσαντας 14, ΜPG 88, 496 C, Μάξιμου Ὁμολογητοῦ, Ζήτησις μετὰ Πύρρου, ΜPG 91, 304 C, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως l, 2, 12, ΜPG 94, 920Β. Πρβλ. G. Martzelos, “Original Sin according to the Orthodox Tradition”, users.auth.gr/martzelo/index.files/docs/75 doc.
[11] Τίνας ἄν εἴποι λόγους σῶμα κατὰ ψυχῆς, ΜPG 150, 1361C.
[12] Βλ. Μητρ. Ναυπάκτου, Ἱεροθέου Βλάχου, «Μεταξύ δύο αἰώνων», ἐκδ. Πελαγίας, σ. 172.
[13] Α’ Κορ. 3, 17.
[14] Κολ. 1, 15.
[15] Στήν προοπτική αὐτὴν τῆς θεώσεως ὡς δυνάμει ὁμοιώσεως κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «Θεός κεκελευσμένος» (Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ed. F. Boulenger, 48), δηλαδή ἔχει λάβει τήν ἐντολή νά γίνει μικρός θεός.
[16] Μελετίου Γαλησιώτου, Ἀλφαβηταλφάβητος, «ἐν οἷς καὶ λόγος ἕτερος περὶ τοῦ κατ’ εἰκόνα», ρμε’, ἐκδ. Ἀρχιμ. Θ. Σιμόπουλου, Ἀθῆναι 1978.
[17] Ἔκδοσις…, σ. 150.
[18] Ὅπ.π., σ. 152
[19] Ἔκδοσις…., σ. 146.
[20] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν Γένεσιν, ΕΠΕ 2, 240.
[21] Ἰω. Χρυς., Εἰς τήν Γένεσιν, ΕΠΕ 2, 334.
[22] Ἡ κατάσταση τοῦ «μή δύνασθαι ἁμαρτάνειν» ἐκφράζεται ὡραιότατα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ σέ μιά ὁμιλία του, ὅπου παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν καταστήσει «ἀνίκανον εἰς τό ἁμαρτῆσαι».
[23] Ἰω. Χρυσ., Εἰς τήν Α΄ Κορ. 17, 3, MPG 61, 139.
[24] Γεν. 3, 5
[25] Περί ἀποριῶν 7, ΜPG. 91,1084D-1085A.
[26] Λόγ. ΜΕ’, ΕΠΕ 5, 170.
[27] ΕΠΕ 5, 166.
[28] Γεν. 2, 9.
[29] Γεν. 2, 17.
[30] ΕΠΕ 5, 166.
[31] Ν. Ματσούκα, Δογματική Β’, σ. 205.
[32] «Κερδαίνει μέν τι κανταῦθα· τόν θάνατον καί τό διακοπῆναι τήν ἁμαρτίαν, ἵνα μή ἀθάνατον ᾖ τό κακόν. Καί γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία. Οὔτω γάρ ἐγώ πείθομαι κολάζειν Θεόν» (Λόγ. ΜΕ’, ΕΠΕ 5, 168).
[33] Σ. Σολ. 1, 12.
[34] Βλ. «Ἐγχειρίδιον», ἀλληλογραφία π. Ἰ. Ρωμανίδη καί Καθηγητοῦ π. Τρεμπέλα, ἐκδόσεις Αρμος (ἐπιμέλεια π. Γ. Μεταλληνοῦ), σ. 136.
[35] Βλ. Αὐγουστίνου Μοναχοῦ, Ἁγιορείτου, ἁγιοβασιλειάτου, Τό χρέος μας διά τούς ἐν Χριστῷ κεκοιμημένους ἀδελφούς (ὑπό ἔκδοσιν), § 10.
[36] Στιχ. Προσόμοια Σαββάτου, Ἦχος Α’.
[37] Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 1, MPG 45, 388A, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὰ Ἀπολλιναρίου 31, MPG 45, 1192B, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ ἁγίας τε καὶ ὁμοουσίου Τριάδος 2, MPG 75, 780B.
[38] Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς 5, 12, MPG 82, 100AB. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τὸν θάνατο μὲ τὸ ἔνστικτο αὐτοσυντήρησης συνέδεσε στὰ χρόνια μας ὁ γνωστὸς Ὑπαρξιστὴς φιλόσοφος M. Heidegger.
[39] Μάξιμου Ὁμολογητῆ, Πρὸς Θαλάσσιον, MPG 90, 253ΑΒ.
[40] Βλ. B. Marx, «Der homiletische Nachlass des Basileios von Seleukeia», in: Orientalia Christiana Periodica 7 (1941) 365. Πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τοὺς νεοφωτίστους τῷ Σαββάτῳ τῆς Ἀπολυσίμου 7, ΜPG 28, 1089 ΒC, Ἰω. Χρυσ., Εἰς τὸ Πάσχα 5, 2, ΜPG 59, 736, Μάρκου Ἐρημίτη, Περὶ νόμου πνευματικοῦ 107, ΜPG 65, 917 D, Συμβουλία νοὸς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν 2, ΜPG 65, 1104 D – 1105 A, Ἰωάννου Κλίμακος, Κλῖμαξ 8, ΜPG 88, 836 Α. 26, ΜPG 88, 1024 Α, Δωρόθεου Γάζας, Διδασκαλία 13, Περὶ τοῦ ἀταράχως καὶ εὐχαρίστως ὑποφέρειν τοὺς πειρασμούς 8, ΜPG 88, 1769 C: «… φιληδονία, φιλοδοξία καὶ φιλαργυρία, ἐξ ὧν συνίσταται πᾶσα ἁμαρτία».
[41] Ρωμ. 3, 23.
[42] Κυρίλλου, Εἰς τήν πρός Ῥωμαίους ἐπιστολήν, ΜPG 74, 789 AB.
[43] Βλ. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, ἐκδ. Δόμος, σ. 161.
[44] Βλ. Ch. E. Hill, “Regnum caelorum”. Patterns of Future Hope in Early Christianity, Oxford Early Christian Studies, Oxford, Clarendon Press, 1993.
[45] Λουκ. 17, 21. Πρβλ. Κ. Ware, Ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα 2000, 20084.
[46] Οἶκος τοῦ Συναξαρίου τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς.
[47] Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Δ’, σ. 189.
[48] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ἀπόκρισις τρίτη.
[49] Α’ Κορ. 13, 12.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Α) Το Αγαθον στην Παρουσα Ζωη
1) Γενικά.
2) Τὰ ἱερὰ Μυστήρια ὡς μέσα προγεύσεως τῶν Ἐσχάτων.
Β) Το Κακο στην Παρουσα Ζωη
1) Γενικά.
2) Ὁ τραυματισμὸς τής Φύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑ-ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Α) Γενικα
Β) Εικονεσ και Συμβολισμοι του Παραδεισου
Γ) Εικονεσ και Συμβολισμοι τησ Κολασεωσ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Βασιλεια του Θεου και Βασιλεια των Ουρανων
Α) Γενικα
Β) Τα «Ανήκουστα Ακούσματα» και τα «Ανεκλάλητα Ρήματα».
Γ) Η Μετοχη στο Ακτιστο Φως και η Θεία Θέα.
Δ) Ενυλος και Αϋλος γνώση των Οντων.
Ε) Οι Δωρεες του Αγίου Πνεύματος.
ΣΤ) Ο Παράδεισος ως «Αεικίνητος στάσις».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΛΗΚΤΗ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Α) Αγαλλιαση και Ευφροσυνη
1) Γενικά.
2) Τὰ Θεῖα ἀγαθά.
Β) Η Ληθη του Κακου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
Α) Η Θεια Δικαιοσυνη
1) Γενικά.
2) Ὁ Θεῖος φόβος.
3) Ἡ Τελικὴ Κρίση.
Β) Η Θεια Τιμωρια
1) Γενικά.
2) Ἡ δικαία καὶ ἀγαπητικὴ Κόλαση!
Γ) Ο Τροποσ Ενεργειασ του Θεου στην Κολαση
1) Γενικά.
2) Ἡ ἀρνητικὴ παρ-ουσία τοῦ Θεοῦ στὴν Κόλαση.
3) Τὸ «ἐνεργητικὸν» τῆς Κολάσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
4) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός περί Κολάσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
Α) Η Θεση του Αγιου Ιωαννου του Χρυσοστομου
Β) Αλλοι Πατερεσ για την Αιωνιοτητα τησ Κολασεωσ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ;
Α) Ο Ωριγενησ
Β) Ο Αγιοσ Γρηγοριοσ Νυσσησ
Γ) Ο Αγιοσ Μαξιμοσ ο Ομολογητησ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΠΩΣ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΚΑΙ
ΘΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
3..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου