ΣΤΟΝ ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ
Με μία θεολογικότατη καί άκρως τεκμηριωμένη πατερικά ο Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απαντά στις αντορθόδοξες θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, που υποστηρίζει ότι η Εκκλησία σεν είναι πλέον ΜΙΑ όπως την ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά διηρρημένη!
Δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο της επιστολής του Καθηγητή, το οποίο κοινοποιήθηκε προς όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Θεσσαλονίκη, 7-7-2010
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
-----------
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ.
Οἰκ.
Πρός
τόν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Μεσσηνίας
κ. Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου13
24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασμιώτατε,
Μοῦ γνωστοποιήθηκε ἀπό Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ἐπιστολή σας πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο μέ κοινοποίησή της πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀριθ. πρωτ. 311/17-6-2010.
Στήν ἐπιστολή σας αὐτή ἀναφέρεσθε καί στό ὄνομά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐδάφ. α. Συγκεκριμένα, γράφετε τά ἑξῆς:
«Τήν ἐπιφύλαξη τοῦ Σεβ. Κυθήρων δέν τήν ἔχει ἐκφράσει μέχρι σήμερα οὔτε προφορικά οὔτε γραπτά ὁ Ἐλλογιμ. Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν ἐπιστολή, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Κυθήρων, καί μέ τόν ὁποῖον κατ’ ἀντίληψιν ἐπικοινώνησα τόσο τηλεφωνικά ὅσο καί διά ζώσης, ἐξ ἀφορμῆς πανεπιστημιακῶν θεμάτων καί ὑποχρεώσεων.
Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τόν καταξιωμένο Καθηγητή τῆς Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας καί ἀσχολίαστο;».
Νά σημειώσω διευκρινιστικά, ὅτι τό ἐπίμαχο σημεῖο τῆς διαφωνίας ἐδῶ εἶναι ἡ θεολογική θέση, πού διατυπώσατε σέ προηγούμενη ἐπιστολή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐμέ, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καί ἀδιαίρετη πρίν τό σχῖσμα, σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχῖσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς παρ. 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας».
Ἐπειδή δέν θέλω, Σεβασμιώτατε, νά καλλιεργοῦνται καί νά διαδίδονται ἐσφαλμένες πληροφορίες γιά τήν τοποθέτησή μου σέ ἕνα τόσο σοβαρό ἐκκλησιολογικό θέμα, ἀναγκάζομαι πλέον τώρα νά σᾶς γράψω.
Καταρχήν, νά σᾶς ἐνημερώσω, γιατί δέν ἀπάντησα τότε στήν ἀπό 01-10-2009 ἐπιστολή σας. Τήν ἐπιστολή σας αὐτή τήν ἔλαβα, ὅλως περιέργως, μόλις τήν παραμονή τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδισε κατεξοχήν νά προχωρήσω τότε σέ ἀπαντητική ἐπιστολή ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστολή σας ἐκείνη κοινοποιήθηκε στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί στούς Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σκέφτηκα τότε, Σεβασμιώτατε, ὅτι τό συγκληθέν σῶμα τῆς Ἱεραρχίας εἶναι τό πλέον ἁρμόδιο νά κρίνει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο τῆς ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα διατυπώσεώς σας.
Ἡ Ἱεραρχία ἤ λειτουργεῖ μέ ἁγιοπνευματικά κριτήρια καί παίρνει θέση στό θέμα –σκέφτηκα– ἤ ἁπλῶς τό ἀντιπαρέρχεται. Γιατί, δηλαδή, θά ἔπρεπε νά ἀπαντήσω ἐγώ, ὅταν αὐτό τό καίριο πρόβλημα ἦταν ἤδη ἐκπεφρασμένο ἐγγράφως ἐνώπιόν της; Πίστεψα, δηλαδή, συγκεκριμένα, ὅτι ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρος καί τά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου θά ἔθεταν ὡς πρῶτο θέμα στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, πού συγκλήθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, «τό σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα», ὅπως ὁ ἴδιος τό χαρακτηρίσατε στήν ἐπιστολή σας, καί ὅτι θά σᾶς καλοῦσε νά δώσετε τίς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις, καί νά τό ἀνακαλέσετε. Καί τοῦτο, γιατί ὡς δογματολόγος γνωρίζω, ὅτι ἐκπίπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε πιστός –καί πολύ περισσότερο ὁ κληρικός– πού συνειδητά ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει μερικῶς ἤ ὁλικῶς τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή διατυπώνεται μέ ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιατί, ἀσφαλῶς, κανείς δέν μπορεῖ νά καταλύει οὔτε νά σχετικοποιεῖ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή κανείς δέν βρίσκεται ὑπεράνω αὐτῆς.
Δυστυχῶς, ἡ Ἱεραρχία τότε δέν ἀσχολήθηκε μέ τό ἐκκλησιολογικό αὐτό θέμα, πού ἀφορᾶ καίρια τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό τίς παραπάνω ἐξηγήσεις γιά τήν ἕως τώρα σιωπή μου, θά περιοριστῶ νά ἀπαντήσω μέ τήν παρούσα ἐπιστολή μόνο στήν ἐκκλησιολογική ἄποψη, πού διατυπώσατε στήν πρός ἐμέ ἐπιστολή σας (01-10-2009). Καί αὐτό τό κάνω γιά τρεῖς κυρίως λόγους: Πρῶτον, γιά χάρη τῆς δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
Δεύτερον, ἐξαιτίας τῆς σημασίας πού ἔχει ἡ παραπάνω ἀλήθεια στόν ἤδη διεξαγόμενο Θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους καί εἰδικότερα μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Κατά σύμπτωση, τόν τελευταῖο καιρό ἡ Ἐκκλησιολογία εἶναι ὁ πυρήνας τοῦ Διμεροῦς Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος μετά τήν μή ὁλοκλήρωσή του πέρυσι στήν Κύπρο θά συνεχιστεῖ τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2010 στή Βιέννη. Στήν παρούσα περίσταση τό εὔλογο καί καίριο ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Μέ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προσέρχονται οἱ ἐκπρόσωποί της στόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο; Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, προσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» ἤ ὡς διηρημένη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ὀντολογική ἑνότητά της στήν ἕνωσή της μέ τούς κατά καιρούς ἀποκομμένους ἀπό αὐτήν ἑτεροδόξους; Τρίτον –μέ ὅλο τό σεβασμό πρός τό πρόσωπο καί τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμά σας– σᾶς γράφω αὐτήν τήν ἐπιστολή, ἐπειδή θεωρῶ ὅτι μέ τήν ἐκκλησιολογική τοποθέτησή σας ἀλλοιώνεται οὐσιωδῶς ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀδικεῖται κατάφωρα ὁ ἀρχιερατικός νοῦς σας, ἐνῶ δικαιώνεται ὁ κάθε Ἀρχιερέας, ἀλλά καί ὁ κάθε ἁπλός πιστός πού ὑπερασπίζεται, ὡς ὀφείλει, τήν ἀκεραιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς διατυπώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες.
Τώρα, ὡς πρός τό ἐκκλησιολογικό ἐρώτημα –ἄν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία μετά τό σχῖσμα τοῦ 1054 εἶναι ΜΙΑ καί ἀδιαίρετη ἤ διηρημένη– ἔχω νά καταθέσω ἀπεριφράστως τά ἑξῆς:
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς μίαν, ... Ἐκκλησίαν». Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματική ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλά οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καί μόνη –ἀδιαίρετη πάντοτε– Ἐκκλησία γεννᾶ μυστηριακῶς «δι’ ὕδατος καί Πνεύματος» τά μέλη της, δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατά τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση ἐν τόπῳ καί χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καί διηρημένη. Γιατί ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη). Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στή ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πράγμα πού συνεπάγεται, κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στή θεώρηση αὐτή.
Στήν ἐπιστολή σας, Σεβασμιώτατε, ἐπιχειρεῖτε νά θεμελιώσετε τήν ἐκκλησιολογική τοποθέτησή σας ὄχι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά στό περιεχόμενο τῆς παρ. 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν «ἐποχή τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας». Ἔτσι, δίνετε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀποδίδετε μεγαλύτερη σημασία σέ ἕνα Κοινό Κείμενο μιᾶς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τό Θεολογικό Διάλογο, συνισταμένης ἀπό ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια, παρά σέ ἀποφάσεις καί Ὅρους Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἀπό τή διατύπωση τοῦ Κοινοῦ Κειμένου γίνεται, πράγματι, σαφές ὅτι γιά τά Μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς δέν ὑφίσταται σήμερα ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή σήμερα εἶναι διηρημένη, παρά τήν δογματική ἀλήθεια τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁμολογοῦμε λεκτικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Αὐτό ὅμως ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅλων ἐκείνων, πού συνειδητά ὑποστηρίζουν ὅσα διαλαμβάνει τό Κείμενο τῆς Ραβέννας γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐμμέσως πλήν σαφῶς δέν ἀποδέχονται μέρος τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὅμως, Σεβασμιώτατε, κανένα ἀπολύτως κείμενο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐφόσον αὐτό ἀντίκειται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στόν Ὅρο δηλαδή τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.[1]
Τέλος, Σεβασμιώτατε, θεωρῶ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογική ἄποψη πού ἐκφράζεται στήν ἐπιστολή σας γιά τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν πρωτογενῆ αἰτία τῆς σύγχρονης πρακτικῆς τῶν συμπροσευχῶν ὁρισμένων Ὀρθοδόξων -κληρικῶν καί λαϊκῶν- μέ τούς ἑτεροδόξους. Γιατί, ἔτσι ἑρμηνεύεται θεολογικῶς ἡ σαφής παραβίαση Κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου (2ου τῆς Πενθέκτης, μέ ἀναφορά στόν 10ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), πού ἀπαγορεύει τήν συμπροσευχή, μέ ἐπιτίμιο τόν ἀφορισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
Κοινοποίηση:
1. Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο
2. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
3. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
[1] Γιά περισσότερα, βλ. στήν Εἰσήγησή μου μέ τίτλο: «Ἡ λειτουργία τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λανθασμένες θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ παπικοῦ πρωτείου», στήν Θεολογική Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς (28-4-2010) μέ θέμα: « ʻΠρωτεῖον’, Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΚΗΡΥΚΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ".
Συμπληρώνω τήν παρούσαν ανάρτησιν καί μέ τά παρακάτω τά οποία ειχον δημοσιευθεί από τού ετους 2008 καί εχουν σχέσιν μέ τό θέμα μας::
ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΟΥΝ: «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ"
Εἰς ἕνα ἀντιοικουμενιστικόν κείμενον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἀλλά καί προηγουμένως εἰς τήν εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» (της 13.7.1979) εἶχον ἀναγνώσει μίαν ἐν ἔτει 1971 προλαλιάν τοῦ Ἀθηναγόρου, ὅταν μία ομάδα Ελλήνων Κληρικών (είκοσι εξ Αμερικής και δέκα εκ Δυτικής Γερμανίας), μαζί με τις συζύγους και άλλα πρόσωπα, τόν ἐπεσκέφθησαν, ὁ ὁποῖος, τούς εἶπε τά ἐξῆς τρομερά:
«… Εδώ την 15ην Ιουλίου του 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγίαν Τράπεζαν της Αγιάς Σοφιάς, που θα επισκεφθήτε αύριον, ένα λίβελλο, κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω καλά αν έκαμε να απαντήση η όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Και αυτοί οι δυο λίβελλοι, αυτά τα δυο γράμματα, ωνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμην, ούτε από την Ανατολήν, αλλά το εζήσαμεν 900 χρόνια. Με πολλάς συνεπείας, με πολλάς καταστροφάς. Το εζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρίς να έχης αδελφόν να του λες πόσο τον αγαπάς! Και ξαφνικά μίαν ημέραν του Δεκεμβρίου του 1963, ανέγνωσα εις τον Τύπον, ότι ο πάπας απεφάσισε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, και χοροστατών εις μίαν Εκκλησίαν εδώ γειτονικήν, ανεκοίνωσα, ότι θα ζητήσω να τον συναντήσω. Ήλθα εδώ (και) εξέδωκα ανακοινωθέν δια του Associated Press να συναντηθώμεν. Ο σταθμός του Βατικανού απήντησε, και την 5ην Ιανουαρίου του 1964 συνηντήθημεν εις τα Ιεροσόλυμα, την 9ην της νυκτός, εις την κατοικίαν του Πάπα. Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δυο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δυο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα! Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν. Και έπειτα εκαλέσαμεν τας συνοδείας ημών, ανεγνώσαμεν ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιον, και είπαμεν το «Πάτερ ημών» και προσεφώνησα εγώ πρώτος. Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς, και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κυριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Παπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Αγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Αγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος. Το ’65 εσηκώσαμεν το Σχίσμα, εις την Ρωμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ. Και τον Ιούλιον του ’67 ήλθεν ο Πάπας εδώ. Ευκολώτερον να μετεκινείτο ένα βουνό από την Ιταλίαν, λ.χ. τα Απέννινα, και να έλθουν εδώ, παρά να έλθη ο Πάπας εδώ. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν. Ήλθον και άλλοτε Πάπαι, αλλά αιχμάλωτοι. Εγένοντο τελεταί εις τον πατριαρχικόν ναόν, τον υπεδέχθην επάνω εις το Γραφείον μου, το οποίον θα το δήτε, και εκεί είχαμεν άλλην ομιλίαν και συνεφωνήσαμεν να συναντηθώμεν μίαν ημέραν εκεί, όθεν εξέβημεν».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀθηνναγόρας:
«Εως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το φιλιόκβε. Η προσθήκη εις το «Πιστεύω» έγινε τον 6ον αι. και το εδέχθημεν, επί 6 αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τωρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 54, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον; Υπάρχουν δυο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον - δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα - δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος. Εγώ έζησα επτά πολέμους. Και είδα πολλάς καταστροφάς, πολύ αίμα, να χυθή. Και όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι, αδελφικοί… Και η έλευσίς σας ενταύθα μου ενισχύει αυτήν την πίστιν, ότι η μεγάλη ημέρα και επιφανής του Κυρίου, η συνάντησις εις το ίδιον άγιον Ποτήριον θα έλθη…».
Ὅμως, Σεβασμιώτατε, κανένα ἀπολύτως κείμενο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐφόσον αὐτό ἀντίκειται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στόν Ὅρο δηλαδή τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.[1]
Τέλος, Σεβασμιώτατε, θεωρῶ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογική ἄποψη πού ἐκφράζεται στήν ἐπιστολή σας γιά τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν πρωτογενῆ αἰτία τῆς σύγχρονης πρακτικῆς τῶν συμπροσευχῶν ὁρισμένων Ὀρθοδόξων -κληρικῶν καί λαϊκῶν- μέ τούς ἑτεροδόξους. Γιατί, ἔτσι ἑρμηνεύεται θεολογικῶς ἡ σαφής παραβίαση Κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου (2ου τῆς Πενθέκτης, μέ ἀναφορά στόν 10ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), πού ἀπαγορεύει τήν συμπροσευχή, μέ ἐπιτίμιο τόν ἀφορισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
Κοινοποίηση:
1. Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο
2. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
3. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
[1] Γιά περισσότερα, βλ. στήν Εἰσήγησή μου μέ τίτλο: «Ἡ λειτουργία τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λανθασμένες θεολογικές προϋποθέσεις τοῦ παπικοῦ πρωτείου», στήν Θεολογική Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς (28-4-2010) μέ θέμα: « ʻΠρωτεῖον’, Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας»
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΚΗΡΥΚΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ".
Συμπληρώνω τήν παρούσαν ανάρτησιν καί μέ τά παρακάτω τά οποία ειχον δημοσιευθεί από τού ετους 2008 καί εχουν σχέσιν μέ τό θέμα μας::
ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΙ ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΟΥΝ: «ΕΙΜΕΘΑ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΝΑ ΓΙΝΩΜΕΝ Η ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ"
Εἰς ἕνα ἀντιοικουμενιστικόν κείμενον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἀλλά καί προηγουμένως εἰς τήν εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» (της 13.7.1979) εἶχον ἀναγνώσει μίαν ἐν ἔτει 1971 προλαλιάν τοῦ Ἀθηναγόρου, ὅταν μία ομάδα Ελλήνων Κληρικών (είκοσι εξ Αμερικής και δέκα εκ Δυτικής Γερμανίας), μαζί με τις συζύγους και άλλα πρόσωπα, τόν ἐπεσκέφθησαν, ὁ ὁποῖος, τούς εἶπε τά ἐξῆς τρομερά:
«… Εδώ την 15ην Ιουλίου του 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγίαν Τράπεζαν της Αγιάς Σοφιάς, που θα επισκεφθήτε αύριον, ένα λίβελλο, κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω καλά αν έκαμε να απαντήση η όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Και αυτοί οι δυο λίβελλοι, αυτά τα δυο γράμματα, ωνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμην, ούτε από την Ανατολήν, αλλά το εζήσαμεν 900 χρόνια. Με πολλάς συνεπείας, με πολλάς καταστροφάς. Το εζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρίς να έχης αδελφόν να του λες πόσο τον αγαπάς! Και ξαφνικά μίαν ημέραν του Δεκεμβρίου του 1963, ανέγνωσα εις τον Τύπον, ότι ο πάπας απεφάσισε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, και χοροστατών εις μίαν Εκκλησίαν εδώ γειτονικήν, ανεκοίνωσα, ότι θα ζητήσω να τον συναντήσω. Ήλθα εδώ (και) εξέδωκα ανακοινωθέν δια του Associated Press να συναντηθώμεν. Ο σταθμός του Βατικανού απήντησε, και την 5ην Ιανουαρίου του 1964 συνηντήθημεν εις τα Ιεροσόλυμα, την 9ην της νυκτός, εις την κατοικίαν του Πάπα. Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δυο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δυο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα! Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν. Και έπειτα εκαλέσαμεν τας συνοδείας ημών, ανεγνώσαμεν ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιον, και είπαμεν το «Πάτερ ημών» και προσεφώνησα εγώ πρώτος. Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς, και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κυριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Παπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Αγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Αγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος. Το ’65 εσηκώσαμεν το Σχίσμα, εις την Ρωμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ. Και τον Ιούλιον του ’67 ήλθεν ο Πάπας εδώ. Ευκολώτερον να μετεκινείτο ένα βουνό από την Ιταλίαν, λ.χ. τα Απέννινα, και να έλθουν εδώ, παρά να έλθη ο Πάπας εδώ. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν. Ήλθον και άλλοτε Πάπαι, αλλά αιχμάλωτοι. Εγένοντο τελεταί εις τον πατριαρχικόν ναόν, τον υπεδέχθην επάνω εις το Γραφείον μου, το οποίον θα το δήτε, και εκεί είχαμεν άλλην ομιλίαν και συνεφωνήσαμεν να συναντηθώμεν μίαν ημέραν εκεί, όθεν εξέβημεν».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀθηνναγόρας:
«Εως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το φιλιόκβε. Η προσθήκη εις το «Πιστεύω» έγινε τον 6ον αι. και το εδέχθημεν, επί 6 αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τωρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 54, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον; Υπάρχουν δυο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον - δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα - δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος. Εγώ έζησα επτά πολέμους. Και είδα πολλάς καταστροφάς, πολύ αίμα, να χυθή. Και όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι, αδελφικοί… Και η έλευσίς σας ενταύθα μου ενισχύει αυτήν την πίστιν, ότι η μεγάλη ημέρα και επιφανής του Κυρίου, η συνάντησις εις το ίδιον άγιον Ποτήριον θα έλθη…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου